Federico Castellon “The Dark Figure”, 1938
«Δεν φοβάμαι, δεν φοβάμαι, σκυλί Αγαρηνό είμαι…»
Ο άγνωστος ανεβάζει τα παντελόνια του, της ρίχνει
μια τελευταία ματιά κι απομακρύνεται.
«Δεν φοβάμαι…» ξαναλέει, σηκώνεται απ’ το έδαφος, τινάζεται,
προσπαθεί να συμμαζέψει τα ρούχα της, τα μυαλά της. Κάθεται για λίγο σ’ ένα
παγκάκι. Το κεφάλι σκυφτό να καταλάβει τι έπαθε. Να ξαναγίνει άνθρωπος. Πονάει
παντού. Δεν έπρεπε ν’ αντισταθεί, ίσως αν του μιλούσε να μην της έκανε τόσο
κακό.
Παίρνει ένα ταξί, ο οδηγός τη ρωτάει πώς έγινε,
κατάλαβε, θέλει να την πάει στην αστυνομία, αρνείται κατηγορηματικά, προς τι ο
εξευτελισμός, ό,τι έγινε, έγινε.
Μπαίνει στο σπίτι της. Δεν ανάβει φως, μη δει το
πρόσωπό της στον καθρέφτη. Κάνει μπάνιο στα σκοτεινά, τρίβεται μέχρι να
γδαρθεί. Καταπίνει υπνωτικά.
Ξυπνάει με γεύση σπέρματος. Αργότερα συνειδητοποιεί
ότι από παντού τρέχει σπέρμα. Αηδία. Ό,τι κι αν κάνει, και την παραμικρή
κίνηση, βγαίνει σπέρμα.
Προσπαθεί να το βγάλει από μέσα της. Πίνει πολλά
νερά, δοκιμάζει έως και καθαρτικό, δεν τρώει, μέχρι να φύγει από μέσα της το
σπέρμα. Δεν γίνεται τίποτα.
«Είμαι μόνο σπέρμα. Πρέπει να το αποβάλω».
Δεν τολμάει να συναντήσει κανέναν, φοβάται μήπως
μυρίζει σπέρμα, ότι θα την κοιτάζουν με σιχαμάρα. Κόβει τη σχολή της, λέει
στους γονείς της ότι πάει εκδρομή. Οι φίλοι τηλεφωνούν, τους απαντάει ο
αυτόματος τηλεφωνητής. Το αγόρι της χτυπάει το κουδούνι της, ακούει τη φωνή του
απέξω, την ρωτάει γιατί έχει βάλει το κλειδί πλάγια, παραπονιέται, τι της έκανε
και του φέρεται έτσι. Έρχεται και ξανάρχεται μήπως και του ανοίξει, αποκλείεται
να το κάνει, αποκλείεται να τη δει, ειδικά αυτός, σ’ αυτή την κατάσταση.
Ξανά καθαρτικό, νηστεία, μπάνια κάθε πέντε λεπτά. Κι
ο ιδρώτας της, σπέρμα βγάζει.
Με τον καιρό, τα τηλεφωνήματα αραιώνουν. Το αγόρι
της είναι ο μόνος που επιμένει. Κάποτε κουράζεται κι αυτός. Το κουδούνι της
παύει, κανείς δεν προσπαθεί να παραβιάσει την κλειδαριά. Το σώμα της απόλυτα
παραβιασμένο. Το μυαλό της τελεσίδικα άναυδο.
Κλείνεται και κλείνεται στο σπίτι. Περιορίζεται στο
κρεβάτι της. Δεν σηκώνεται σχεδόν καθόλου. Έξάλλου έχει αδυνατίσει τόσο πολύ
που δεν μπορεί να περπατήσει. Το σπίτι ρημάζει, γεμίζει σκόνη, στις γωνίες
εμφανίζονται αράχνες. Δεν έχει το κουράγιο να κάνει τίποτα. Βυθίζεται στο
γεγονός, το ζει σε συνεχείς, πολλαπλές επαναλήψεις, με αμέτρητες εκδοχές, με
πιθανότητες που δεν της δόθηκαν. Κοιμάται μόνο με χάπια. Ξυπνάει με φριχτούς
πόνους.
Ένα βράδυ δεν παίρνει υπνωτικά. Ισορροπώντας με
κόπο, βήμα το βήμα, κρατώντας τοίχους, πόρτες, έπιπλα μην πέσει, φτάνει μέχρι
την κουζίνα, παραμιλάει.
«Κάτι σάπιο μυρίζει εδώ μέσα».
Παίρνει το χασαπομάχαιρο. Πάει στον καθρέφτη του
χολ. Γυμνή. Είναι πάντα γυμνή γιατί κάνει συνέχεια μπάνιο. Πριν προλάβει να
στεγνώσει, ξαναπλένεται.
Χτυπάει το τηλέφωνο. Ακούει τη φωνή της να
ανακοινώνει ότι λείπει ταξίδι, ότι δεν μπορούν να αφήσουν μήνυμα.
Κοιτιέται στον καθρέφτη. Βλέπει μια άγνωστη.
Χώνει το μαχαίρι στην κοιλιά της. Ξεπηδάει σπέρμα.
Χύνεται στα πόδια της. Πατάει σε μια λίμνη σπέρματος. Μπόχα πολυκαιρισμένου
σπέρματος. Στρίβει το μαχαίρι ξανά και ξανά, να αδειάσει από μέσα της το
σπέρμα. Παρατηρεί τον καθρέφτη. Ταξίδι. Εγχείρηση. Σπέρμα. Ξανά και ξανά.
«Δεν φοβάμαι, δεν φοβάμαι, σκυλί Αγαρηνό είμαι…»
λέει γαληνεμένη στην άγνωστη νεκρή απέναντί της.