Έφευγε απ’ την μια
παραλία του Δουβλίνου για να φτάσει στην άλλη, να συναντήσει τον φίλο της στην
ξενιτιά. Να βρεθεί με τον εαυτό της, να μιλήσει τη γλώσσα της, να απορήσει με
τον άγνωστο τόπο, να γελάσει, να χαρεί τον ήλιο, να μοιράσουν τα ελάχιστα λεφτά
τους σ’ ένα πιάτο φαί και δύο καφέδες.
Καμιά φορά
βρίσκονταν στο κέντρο της πόλης, να πάνε σε κάποια έκθεση – μόνο στις δωρεάν
βέβαια. Και ξάφνου την έπιανε η κρίση και μιλούσε στους Ιρλανδούς για την
πατρίδα της κι εκείνοι την αγκάλιαζαν κλαίγοντας να την παρηγορούσαν κι ο φίλος
της δεν το πίστευε, πώς αυτοί, οι σχεδόν εγγλέζοι, συγκινούνται για τον ξένο
τόπο.
Τώρα περπατάει στοAthensPrideγιατί
πιστεύει πως όλοι οι άνθρωποι χωράνε σ’ αυτή τη γη, σ’ αυτή τη χώρα όπου γύρισε
γεμάτη πείσμα και σκέφτεται, ‘τι σκατά τα θέλει ο γιατρός τα τρίπλεξ, τι
σημαίνει ανεύρυσμα γαμώτο μου’. Αμάν, σκέφτεται δυνατά γιατί ο διπλανός της,
ένα παλικάρι δύο μέτρα, με μούσια και μάτια εξερευνητή, τη ρωτάει ευγενικά τι
είπε. Δεν απαντάει, μόνο βάζει τα γέλια.
Παρατάει τον κόσμο,
βάζει γυαλιά ηλίου να μη δουν οι χρυσαυγίτες την οργή της, κόβει σ’ έναν ήσυχο
παράδρομο, ψάχνοντας.
Δεν ξέρει τι ψάχνει
αλλά είναι σίγουρη ότι θα το βρει. Κατεβαίνει βιαστική τον στενό παράδρομο,
θυμάται την ημέρα που αποφάσισε να εγκαταλείψει την ξενιτιά, θυμάται το
ανατομικό μαξιλάρι που μόλις είχε αγοράσει και το χάρισε στο φίλο της, θυμάται τη
δική του επιστροφή, την πιάνει εμετός, κρατιέται στη τζαμαρία μιας
πολυκατοικίας , σκύβει το κεφάλι, δεν βγαίνει τίποτα από μέσα της, σηκώνει το
κεφάλι, μια γυναίκα με γυαλιά ηλίου και μαζεμένα μαλλιά την κοιτάζει απ’ το
κρύσταλλο.
Το βρήκε αυτό που
έψαχνε. Χαμογελάει ανακουφισμένη. Ναι, βρήκε τον εαυτό της και δεν θα τον
ξαναχάσει. Βγάζει τα γυαλιά, παρατηρεί το είδωλό της: Κούραση, φόβος και εκείνο
το περιβόητο προγναθικό πείσμα της. Περιεργάζεται τον εαυτό της, το πρόσωπό
της, τα μάτια της, τη στραβή μύτη, τα σφιγμένα χείλη, το πηγούνι.
Ε, και; Τα τρίπλεξ
είναι τρίπλεξ και το ανεύρυσμα δεν υπάρχει. Όχι ακόμα. Όχι. Σίγουρα όχι. Κι αν ναι, δεν έγινε και τίποτα. Δεν πεθαίνουν
όσοι αγαπούν τη ζωή. Φεύγει απ’ τη τζαμαρία, κάθεται στο πρώτο καφενεδάκι που
έχει τραπέζια στο πεζοδρόμιο. ‘Με βρήκα, μπράβο μου’, λέει χαμογελώντας στον
εαυτό της, παραγγέλνει χυμό πορτοκάλι, ζητάει κι ένα τσιγάρο απ’ το σερβιτόρο,
ρωτώντας τον ποιες ομάδες παίζουν αυτή τη στιγμή ενώ θα ήθελε να ουρλιάξει, ‘κλείσε
τη ρημάδα την τηλεόραση κι έλα να μιλήσουμε’.
Πίνει το χυμό της,
τελειώνει το τσιγάρο, σκέφτεται με χαρά ότι οι ακτινογραφίες των πνευμόνων της
είναι καλύτερες απ’ αυτές του προηγούμενου εξαμήνου, άρα και τα τρίπλεξ μπορεί
να είναι καλύτερα στο άλλο εξάμηνο, ναι, θα είναι, γιατί βρήκε τον εαυτό της και θα τον νταντέψει όπως
ξέρει να νταντεύει τους άλλους, όλα θα πάνε καλά, είναι σίγουρη. Και θα ξαναπάει στο Δουβλίνο, ναι, αυτό θα
είναι το δώρο της μόλις ξεμπερδέψει.
«Πάμε σπίτι τώρα»,
λέει δυνατά, «και μη φοβάσαι, τρίπλεξ σημαίνει τρεις πλέξεις».