1
Ένα ποίημα να γράψω μου ζήτησαν
για την επίγεια Κόλαση.
Που την είπαν : Λωρίδα της Γάζας.
Που την λένε : Ναχάλ, Ερέζ και
Τζενίν.
(Έχει και η κόλαση τα άγνωστα
χωριά της!)
Ένα ποίημα-κραυγή προσπάθησα να
γράψω
και ύπνο από τότε δεν έχω.
Δεν έχω δάκρυα. Μήτε φωνή.
«Αρκεί, με της ψυχής τα μάτια,
μια στιγμή,
ανατολικά της Εδέμ, να κοιτάξεις»,
είπε.
Κι άρχισε αμέσως να βρέχει,
μια βροχή από μαύρες ειδήσεις
ΠΟΥ ΠΑΜΕ, ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΑΝΕ
Λιμάνια που κάποτε μας πλήγωσαν,
(σε χρόνους δίσεκτους και σε
καιρούς πικρούς)
ακόμα μας πληγώνουν
Στις χώρες πέρα της Ανατολής,
που είχαμε τις πατρίδες.
Η Τραπεζούντα,
η Λαττάκεια,
η Ταρτούς,
η Τύρος.
Στα ίδια μαύρα πλοία μας φορτώνουνε.
Ο πόνος πατρίδα και λόγια δεν
έχει.
Συνέχεια κύκλους κάνει, κι
έρχεται
και κλείνει τη ζωή μας.
(Ο Πόνος είναι ο πρόσφυγας που
αναπαμό δεν έχει.)