Το
εναρκτήριο λάκτισμα στα λιγοστά δάκρυα έδωσε ο πίδακας του πάρκο που πετούσε
νερά με μανία,ενώ η
πλάση τριγύρω βολευόταν μεπερίπου μηδέν βαθμούς Κελσίου. Κοιτάζοντάς τον,
θυμήθηκα πως στο γεφυράκι που στεκόμουν τωρα μισο-ξεπαγιασμένη είχα δώσει το
τελευταίο μου ερωτικο ραντεβού όταν ήταν ακόμη καλοκαίρι. Πρέπει να ήταν καλοκαίρι, γιατί θυμάμαι πως
φορούσα σορτσάκι και κοντομάνικο και είχα ωραία γυμνασμένα πόδια. Ίσως ακόμη να
έχω, αλλά έτσι κρυμμένα κάτω από στρώσεις ισοθερμικων δυσκολεύομαι να τα
θαυμάσω. Όλοι δυσκολεύονται να με θαυμάσουν.
Ενώ, τότε,
εκείνος, με κοίταξε με κάτι σαν χαρά, αλλά φαινόταν να θέλει να την κρύψει. Εγώ
την είδα, γιατί τον ήξερα λίγο ή έτσι νόμιζα. Κι εκεί που τον έσφιξα τάχα φιλικά
στην αγκαλιά μου και χαμογέλασα αθώα, μη νομίζει πως θέλω να τον ξελογιάσω και
αγχωθεί, αμέσως παρατήρησε ότι δε φορούσα σουτιέν. “Θέλεις να με ανάψεις και
ήρθες επίτηδες έτσι, ε;”, είπε, και η ερώτηση ακούστηκε σαν κατηγορία για
έγκλημα ζοφερό τουλάχιστον. Απάντησα πως η ενδυμασία μου δεν ήταν αποτέλεσμα
ιδιαίτερης προετοιμασίας –του εξήγησα μάλιστα πως σηκώθηκα και πήγα να τον βρω
όπως ακριβώς ήμουν ντυμένη στην πίσω αυλή που διόρθωνα την εργασία της αδερφής
μου.
Δε
φάνηκε να έχει καμία σημασία τελικά αν έλεγα αλήθεια ή όχι. Αυτός άναψε και κόρωσε
και με φίλησε στο στόμα για ένα λεπτό, αν όχι περισσότερο. Γεγονός
αξιοσημείωτο, γιατί ποτέ του δε με είχε φιλήσει στο στόμα σε δημόσιο χώρο. Ήταν
όρος αυστηρός να είμαστε καλά κρυμμένοι, όρος που κανείς δεν είχε θέσει ρητά.
Αμέσως μετά την εκδήλωση πάθους, αισθάνθηκε την ανάγκη να δικαιολογηθεί,
λέγοντας πως δεν το περίμενε να του έχω λείψει τόσο. Κι εγώ χάρηκα σα χαζή,
γιατί ήταν η πρώτη φορά που μου έλεγε κάτι τέτοιο. Και τα λόγια έχουν κι αυτά
καμιά φορά την αξία τους, ας μην τα αφήνουμε μόνιμα να παραπεφτουν.
Το
εναρκτήριο λάκτισμα στα ξεθυμασμενα μου δάκρυα έφερε αυτός ο πίδακας απέναντι
από το γεφυράκι. “Μόλις σταμάτησε”, ήταν τα πρώτα του λόγια μόλις έφτασα. Πριν
αρχίσει να με παρατηρεί, πριν προλάβει να προσπαθεί να κρύψει τη χαρά του και
να σχολιάζει το ελεύθερο στήθος μου κάτω από το βαμβακερό μπλουζάκι.
Τωρα
ο πίδακας θορυβούσε πετώντας νερά ψηλά, γιατί ήταν ακόμη νωρίς, παρότι σκοτάδι
πίσσα. Και τα δάκρυα είχαν κουραστεί να τρέχουν –κι όχι πως δεν είχα
ξαναπεράσει από το γεφυράκι δίπλα στον πίδακα, αλλά τωρα πώς στο διάολο
θυμήθηκα αυτή την ιστορία, ένας θεός ξέρει.
Χάιδεψε
τις ρώγες μου κάτω από το μπλουζάκι ρίχνοντας κλέφτες ματιές μην και μας δει
κανένας περαστικός. Όταν τον άφησα να μπει στο λεωφορείο, με διαβεβαίωσε πως θα
τα λέγαμε μια απ’αυτες τις μέρες. Για να πιούμε μαζί το πόρτο που μου είχε
φέρει –επειδή ήξερε πόσο πολύ μ’αρέσει.
Δεν
καλοθυμάμαι τι μεσολάβησε. Ούτε νομίζω είναι δίκαιο να φταίω πάλι εγώ για την θλιβερή κατάληξητου αόρατου ειδυλλίου. Παρότι ένιωσα ότι έφταιγε η
ανυπομονησία μου κυρίως. Ποιός να μου το ‘λεγε εκείνη την καλοκαιρινή νύχτα όλο
υποσχέσεις πως ο πίδακας που είχε σταματήσει ήταν κάτι σα βέβαιος οιωνός μιας
πιο μόνιμης παύσης. Καιρός είναι τα δάκρυά μου να σταματήσουν κι αυτά να
εκκρίνονται. Φτάνει πια τόση υγρασία.