«Το
σύνθημά μας ποιο θα είναι;»
«Φασολάδα
στη ζούλα».
«Το
αντισύνθημα;»
«Ποιο
αντισύνθημα; Παρασύνθημα το λένε».
«Αντισύνθημα!
Άμα πούμε παρασύνθημα, θα μας καταλάβουν.
Λέγε! Το αντισύνθημα!»
«Στη
ζούλα… φασολάδα!»
«Θα
μας καταλάβουν. Το ίδιο είναι».
«Καλά…
το βρήκα. Η συμμορία των έντεκα εξορμά».
«Αφού
είμαστε δύο».
«Για
να μη μας καταλάβουν».
Φασολάδα
στη ζούλα, λοιπόν. Σου έμεινε απ’ την
πρώτη σου αγαπημένη στο δημοτικό, που
την έλεγαν Σούλα κι εσύ προτιμούσες το
ζούλα, γιατί
ήθελες
να τη ζουλάς.
Κι
αν δεν πιάσεις το σύνθημα θα σου ρίξω
το παρασύνθημα και θα πέσεις τάβλα.
Μόνο
μη με κοιτάς μ’ αυτά τα τεράστια μάτια
σου, μετά σε βλέπω στον ύπνο μου, έντεκα
εσύ με κυνηγάνε – το πρωί ξυπνάω
χαμογελώντας ηλίθια στους καθρέφτες.
Κι
όταν μου ανοίγεις την πόρτα, κάνε μερικά
βήματα πίσω, έστω ένα, άσε μου λίγο χώρο
στο μυαλό μου, να συνειδητοποιήσω ότι
είμαστε μαζί, έτσι μελό, εμείς, μαζί. Τα
εκκωφαντικά φιλιά σου αντιλαλούν μέσα
μου, κατάντησα γιγάντιο ηχείο φιλιών.
«Φασολάδα
στη Σούλα», σου λέω και μπαίνω.
«Φασολάδα
στη ζούλα», με υποδέχεσαι.
Η
συμμορία των έντεκα εξορμά. Αγκαλιαζόμαστε.
Εμείς οι δύο. Οι άθλιοι του έρωτα.
Κάναμε
συμμορία οι δυο μας; Αυτά τα συνωμοτικά
γέλια, η παντελής έλλειψη τύψεων, συνιστά
άραγε συμμορία; Σε βαθμό κακουργήματος;
Κινδυνεύουμε; Θα μας συλλάβουν;
Γίναμε
το τελευταίο παιχνίδι. Ο ίλιγγος, η
άβυσσος.
Ορκίζομαι
να σαπίσω με τη μυρωδιά σου πάνω μου,
ορκίζεσαι να σκοτωθείς αν πεθάνω. Θα
πεθάνω, να σκοτωθείς.
Και
θα εμφανιστείς εσύ, οι έντεκα εσύ, και
θα κλαις και θα λες το αντισύνθημα κι
εγώ θα σε αφήνω να πλαντάζεις στο κλάμα
και θα κρυφογελάω, γιατί δεν πέθανα
βέβαια για να μη σκοτωθείς, πώς μπορώ
άλλωστε αφού έχω τη μυρωδιά σου, φίλτρο
να με φυλάει, απλώς δεν μ’ αρέσει το
αντισύνθημα, απ’ την αρχή δεν μ’ άρεσε,
παρασύνθημα είναι, τι πάει να πει
αντισύνθημα, δεν είναι κουβέντα αυτή,
σε πήγα πάσο από έρωτα, τώρα θέλω να τον
κερδίσεις αυτόν τον έρωτα με το σπαθί
σου.
Σου
δίνω τον Ίμερο, τον Πόθο και την Πειθώ
βοηθούς σου.
Μόνο
μην κολλάς τη μούρη σου στη μύτη μου,
αλληθωρίζω, σε χάνω. Σε βλέπω μισό και
διογκωμένο, πρήστηκες, βλέπω τους πόρους
σου, ένα μάτι γίγαντας με απειλεί, μη
γελάς, έτσι μου ‘ρχεται να ρουφήξω το
μάτι σου σαν αυγό, να σε δω τι θα κάνεις
μονόφθαλμος, πειρατής να γίνεις, να με
κλέψεις. Έχω φτερά εγώ, άμα θέλω, κάνω
μια, έτσι, και πετάω, αλήθεια σου λέω,
είμαι και πουλί, άμα θέλω, τώρα δεν θέλω,
μη μου κολλάς, θα φωνάξω τη Σούλα να σου
κάνει ζούλα, τη Σούλα που έγινε χοντροβαρέλα
και σαλιαρίζει μαζί σου σέρνοντας τα
παιδάκια της τα μυξιάρικα, να δεις τι
θα πάθεις που παίζεις παιδικά παιχνίδια
μαζί μου.
Κι
άμα ακόμα δεν κατάλαβες, στο ξαναλέω.
Εγώ δεν είμαι για συνθήματα, αντισυνθήματα
και παρασυνθήματα.
Εγώ
είμαι της Αφροδίτης. Η Ανάτ είμαι, η
Φρέγια είμαι, η Ιτζαπαπαλότλ είμαι, η
Ίσιδα είμαι, η Ινάνα είμαι, η Ιστάρ είμαι
και, πολεμάω για εμάς κι αν δεν με πείσεις,
θα σε κατασπαράξω να σε πενθήσω.
Υ.Γ.
Η Κνίσα, κόρη κι αυτή της Αφροδίτης,
γίνεται όστρακο για χάρη του Μποτιτσέλι
κι ανοίγει στις 25 Αυγούστου.