ΡΑΨΑΝΗ

                                           στη Μαμά 

Μια μαύρη Καβασάκι

καθηλωμένη στο πεντάλ της

στον ίσκιο ενός καραγάτσι,

χίλια εκατό κυβικά

 καθισμένα στο έδαφος,

μια μύγα στο πρόσωπο

της μαμάς αριστερά

της μάσκας
οξυγόνου,

δεξιά απ’ το αριστερό χέρι

με την πεταλούδα

του τετραπλού
ορού,

λίγο πιο πάνω

από τον καθετήρα.

Πετάει τα σεντόνια τώρα

όπως γδύνονταν μπροστά μας

στην αχυρένια καλύβα

στο Τσάγεζι: επειδή

είχε δει τον ήλιο

να στέκεται ακίνητος

πάνω από την πόλη

της Λάρισας, στις δώδεκα

ακριβώς το μεσημέρι,

κι εμείς πρωτοείδαμε

για πρώτη φορά

γυμνό τον κώλο

της μάνας μας

και μύριζε νοτισμένη άμμο

εκείνη η σχισμή

ανάμεσα στα μπούτια της,

οσμή από καλαμιές

και ξεραμένα άχυρα,

μια φέτα πεπόνι

ανάμεσα στα μπούτια της,

οσμή νιόκοπου χιονιού,

όπως μυρίζει η εξοχή

οι φτέρες, τα κουράδια,

οι χρυσόμυγες, η φρέσκια

φραντζόλα, η ντομάτα

που δαγκώνεται ολόκληρη

όταν μας τάιζε

με τα χέρια της.

Όπως κρατάμε το γιαρμά

ακίνητο στο ένα μας χέρι,

μια στιγμή πριν τον δαγκώσουμε,

όλη τη νύχτα βαστούσα

το χέρι της που ήθελε

να βγάλει τα σωληνάκια

οξυγόνου από τη μύτη της,

τον καθετήρα απ’ το μουνί της,

το μουνί της μάνας μας:

γεύση μελομακάρονου

και κουραμπιέ βουτύρου,

μια φέτα ψωμί πασπαλισμένη

ζάχαρη και λάδι, ενίοτε

με κακάο, αυγά στραπατσάδα

με κόκκινη ντομάτα,

στρωματσάδα στο πάτωμα,

ανάμεσα σε οσμές άπλυτων

ποδαριών και χιλιοφορεμένα

τσουράπια, οσμή τυρόπιτας,

όταν είδαμε πρώτη φορά

τον κώλο της μάνας μας,

μπουρέκι και σάιμαλι,

φοινίκι και ραβανί,

μπάμιες και αγκινάρες,

τα δυο της κωλομέρια

με την οσμή της σαπισμένης

θάλασσας και του αστερία

όταν στεγνώσει στον ήλιο,

μουχλιασμένο ψωμί

και φέτα τυρί που πρασίνισε.

Ήτανε πράσινα κάποτε

τα νερά και γαλάζια

στο Τσάγεζι, έπειτα,

όταν έγινε Στόμιο

ο πατέρας μάς μετέφερε

σε ενοικιαζόμενο δωμάτιο.

Την καλύβα δίπλα στο κύμα

την διεκδικήσαν αυτοί

που ακόμη δεν είχαν ραδιόφωνο,

δεν περνούσαν να πάρουν

μπαταρίες απ’ το περίπτερο

μαζί με μικυμάους και ρομάντζα,

τον επιθεωρητή Μαιγκρέ,

με τα πρώτα Αστερίξ

και τον Αλ Μπάνο-

είχε αρχίσει πλέον η επικράτηση

των αυθαίρετων κτισμάτων

από τον Αγιόκαμπο

στη Βελίκα, το Ξυνό Νερό

μέχρι τα Μεσάγκαλα,

τους Νέους Πόρους,

τον Πλαταμώνα

και πιο πέρα: Σκοτίνα,

Λεπτοκαρυά, Λιτόχωρο

και παραλία Κατερίνης.

Όπου και να γυρίσω το βλέμμα μου

σήμερα που η μαμά χαροπαλεύει,

όλα τα σπίτια είναι ανοιχτά,

όλες οι πλαζ κατειλημμένες,

ο κοσμάκης παραδομένος

στον θείο Ιούλιο μήνα,

αφού έζησε την εποποιία

της εξοχικής κατοικίας,

απ΄ την αχειροποίητη καλύβα

στα ενοικιαζόμενα,

κι έκτισε χωρίς ρεύμα,

χωρίς νερό, εκτός σχεδίου

ναι, κι εκτός πόλεως Λάρισας,

στη σκιά της βουκαμβίλιας

του γιασεμιού και των οπωροφόρων,

τα κόκκινά νύχια των ποδιών,

συμμάζεψε την κυτταρίτιδα

απ’ τους μηρούς και την κοιλίτσα,

μάνες που έφερναν τις κομμώτριες

από σπίτι σε σπίτι, έσχιζαν

(σχίζονταν εύκολα τα πρώτα)

καλτσόν, έχαναν πόντους,

τους ξανακέρδιζαν με το μαντάρισμα.

Έφτιαναν τα προικιά

σε Singer μηχανές ποδοκίνητες,

έραβαν, ξήλωναν, κεντούσαν,

άνοιγαν ένα παράθυρο

στο αρχικό σχέδιο της «βίλας»,

πρόσθεταν ένα μπαλκονάκι,

μια βεραντούλα, μια ανεμόσκαλα

(οι σύζυγοι τους ήταν ξεροκέφαλοι

μα υπάκουοι: ψώνιζαν στο χασάπη

κι έφερναν πάντα μια κούτα

με πάστες Κυριακές και σχόλες).

Μας μεγάλωναν με ξυλιές στον ποπό,

μας τιμωρούσαν, μας ξεσκάτιζαν

κι ήταν ακάματη η μαμά μας:

σπινθήριζαν οι επιγονατίδες της

στις φουρκέτες

καθώς οδηγούσε τη χιλιάρα

που την έφερνε στη Ραψάνη,

να πιει αργότερα ένα τσίπουρο

παρεΐτσα μαζί μας στην πλατεία,

κάτω απ’ τα πολύβουα πλατάνια

και το Κοινοτικό Ρολόι, πριν πάρει

το δρόμο μόνη της για τον Άγιο Αθανάσιο,

την ανηφόρα, σε ψάθινες καρέκλες

είχε βολέψει τον κώλο της,

αυτόν που μου αποκάλυψε

όταν ήμουν οκτώ χρονών

στο Τσάγεζι, κι αυτόν που μου δείχνει

τώρα στο Γενικό Νοσοκομείο

της Λάρισας, και με μεθά ακόμα,

με τη ροή που έχει το γάργαρο

νερό σαν τρέχει στο αυλάκι,

αυτή την συγκεκριμένη οσμή

του ουροσυλλέκτη,

την απόπνοια της πυρέσσουσας

σάρκας, το σπάραγμα

των εντέρων, τα κόπρανα,

τα σάλια, οι εκκρίσεις,

η αποφορά της συκιάς

που απλώνει τα κλαδιά της

μες απ’ τα παράθυρα

ξεκοιλιασμένης οικίας,

ένα επίμονο βουητό από μύγες,

αμέτρητες μύγες

που έχουν εισβάλλει ξαφνικά

στο τετράκλινο δωμάτιο

των ψυχορραγούντων. Έτσι,

όπως φεύγουν απ’ τη ζωή

η μαμά η δικιά μας

και οι μαμάδες των άλλων,

η κάθε μια στο δικό τους κρεβάτι,

με τις πευκοβελόνες αγκαλιά,

ένα δεμάτι άχυρα στα χέρια,

μια αρμαθιά καπνά,

με τις βελόνες των βελανιδιών

να τους καίνε ακόμα τα δάκτυλα,

το ταψί που βγήκε απ’ το φούρνο

με το Κυριακάτικο γεύμα,

τις ανοιχτές πληγές

απ’ τα λόγια που της είπαμε

κάποια φορά θυμωμένοι, όλοι μας,

ένα ματσάκι ρίγανη,

μια ποδιά γεμάτη πορτοκάλια,

ένα και μόνο περήφανο ρόδι

για την Πρωτοχρονιά στο χέρι,

και μια λαμπάδα της Λαμπρής

άσβεστη στη μνήμη μας για πάντα.

Μαμά, σταμάτα το κρυφτούλι.

Είσαι η μύγα που ακινητεί στη μύτη μας

κάθε φορά που ξυπνάμε

προχωρημένο μεσημέρι Κυριακής

στη Ραψάνη.

Σωτήρης Παστάκας

 

(πρώτη δημοσίευση στο τεύχος 9 της «ποιητικής», καλοκαίρι, 2012) 

από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή «τελετές αναχώρησης» που θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο του 2013