Η διαδρομή με το λεωφορείο απ’ το Λαύριο
ως το κέντρο είναι ατέλειωτη. Στην αρχή την έπιανε κλειστοφοβία, κατέβαινε σε
κάποια στάση, κάπνιζε, περίμενε το επόμενο λεωφορείο. Με τον καιρό συνήθισε.
Παρατηρεί τους συνεπιβάτες της.

Τους αλλοδαπούς που δουλεύουν στους
κήπους και τα σπίτια των ακριβών περιοχών απόπου περνάει το λεωφορείο, μ’ αυτό
το έκπληκτο ύφος, σαν ν’ αναρωτιόνται πώς βρέθηκαν σ’ αυτή τη χώρα κι αυτά τα
μάτια που κουβαλάνε μυστικά της ράτσας τους, της πατρίδας που έχασαν. Τους
Έλληνες που τους κοιτάζουν και δεν τους βλέπουν. Το τσούρμο των μαθητών που
ξεχύνονται στο διάδρομο, πατάνε πόδια σκυθρωπών γέρων, σπρώχνουν με τα σακίδια
στις πλάτες τους άλλους και δεν το αντιλαμβάνονται, ξεραίνονται στα γέλια, δεν
χτυπάνε το εισιτήριο, δεν χρωστάνε ακόμα στη ζωή, η ζωή τους χρωστάει και το
νοιώθουν.

Τα λεωφορεία της περιφέρειας έχουν
διαφορετικό κόσμο απ’ του κέντρου. Ίσως επειδή οι επιβάτες έχουν πάρει απόφαση
το γεγονός ότι η διαδρομή είναι τεράστια και επιλέγουν πιο χαλαρή συμπεριφορά.
Ίσως γιατί λόγω της μεγάλης διάρκειας προλαβαίνουν να ηρεμήσουν. Πάντως στο
κέντρο οι επιβάτες είναι πολύ πιο νευρικοί. Λες κι από λεπτό σε λεπτό θα
δαγκώσουν.

Συγκεντρώνεται στις μικρές ομορφιές. Ένα  κλαδάκι. Το κρυφό χαμόγελο κάποιου καθώς
διασχίζει το φανάρι. Τις ματιές του οδηγού απ’ το καθρεφτάκι σε κάποιο όμορφο
κορίτσι. Την αποσπασματική συζήτηση δύο συνταξιούχων. Τα αφράτα χέρια με τη
γεροντική πορφύρα και τα βαμμένα περλέ νύχια της κυρίας δίπλα της. Την ξαφνική
δροσιά που μπαίνει μέσα απ’ το παράθυρο που άνοιξε κάποιος και το ξανάκλεισε
γιατί διαμαρτυρήθηκαν οι διπλανοί του.

Ύστερα ήρθε η συμφορά: Ο κολλητός της
την ενημέρωσε σαν να ‘χε καταπιεί κασέτα ότι Εκείνος σκοτώθηκε με τη μηχανή του
και η κηδεία γινόταν «αύριο στο νεκροταφείο του Κόκκινου Μήλου».

Τα παιχνίδια του μυαλού: Απόρησε με το
όνομα του νεκροταφείου. Κόκκινο Μήλο; (Της πήρε καιρό να συνειδητοποιήσει ότι η
περιοχή λέγεται Κόκκινος Μύλος). Εκείνου του άρεσαν τα κόκκινα μήλα κι όσον
καιρό ήταν μαζί εκείνη φαντασιωνόταν έναν κήπο γεμάτο μηλιές, φορτωμένες
κατακόκκινα μήλα.

Κλείνοντας το τηλέφωνο, κατέβηκε στον
πίσω κήπο του πατρικού της και τσάκισε τη μοναδική μηλιά του πατέρα της. Την
ισοπέδωσε. Ξεκίνησε μεθοδικά: πρώτα τα ψηλά κλαδιά μ’ ένα χοντρό σίδερο, ύστερα
τα χαμηλότερα με τα χέρια της, έπειτα πήρε το πριόνι και την έκοψε σύρριζα.

Οι γονείς της γύρισαν απ’ το μαγαζί τους
κι έμειναν ξεροί. Τους είπε ότι είχε σοβαρή αρρώστια και μόλυνε τα υπόλοιπα
δέντρα. Ο μπαμπάς την πίστεψε. Την επομένη φόρεσε ένα γελοίο σκάφανδρο και
ράντισε όλα τα δέντρα.

Τι κάνει ο οριστικός χαμός; Σου
υπογράφει τελεσίδικο συμβόλαιο: Όση αγάπη δεν έδωσες, δεν πρόκειται να την
δώσεις. Τελεία και παύλα. Πάρε την αγάπη σου και φα’ την. Αυτό ήταν. Αυτό
είναι. Μείνε εκεί που ήσουν. Μείνε με τη φαντασίωση για κάτι που μπορούσε να
γίνει. Δεν θα γίνει. Μείνε με τον ηλίθιο εγωισμό σου που σε έκανε να μην
ομολογήσεις. Μείνε πίσω να γερνάς χωρίς αγάπη. Να γερνάς. Να γερνάς. Να γερνάς.
Μείνε, κατατονικό πίσω μπρος, Λαύριο – Κόκκινος Μύλος.

Μείνε να παραστήσεις ότι ζεις. Δεν ζεις
χωρίς αγάπη. Παριστάνεις.