Το
πορτραίτο της Άννας
Η
Άννα κατάκοιτη
πάνω
σε μια νύχτα που απλωνόταν σαν τις φλοκάτες στη
βροχή.
Το
σπίτι μικρό, τόσο μικρό, που ούτε η σιωπή
έβρισκε
μέρος να σταθεί.
Για
κουρτίνες είχε το νυφικό της φόρεμα
και
στα πολύφωτα κούρνιαζε σκόνη μαύρη σαν ρόγχος
ή
σαν θηλιά δεμένη πρόχειρα.
Κάποτε
είχε φυτρώσει ένα χταπόδι-δέντρο στο σαλόνι
και
οι γείτονες μαζεύτηκαν με τα κουζινομάχαιρα να το
πελεκήσουν
κι
ύστερα κάθησαν και τους κέρασε γλυκό.
Η
Άννα κατάκοιτη
έριχνε
στο ποτάμι των μαλλιών της ενθύμια και βρισιές,
για
έναν άντρα που αγάπησε τετρακόσια χρόνια
−όσα
τα χρόνια που έζησε με την αρρώστια−
με
τα βλέφαρά της στο κομοδίνο
σ’
ένα ποτήρι δάκρυα.
Τη
μέρα που τη θάψαμε, ο ήλιος είχε πρόσωπο συγκεκριμένο.
Ένας
ήλιος γκρινιάρης, σακάτης και μοχθηρός,
ανεβοκατέβαινε
από τον κόσμο των τυφλών
στον
κόσμο των βαριεστημένων.
Τάνγκο Αντίντας
Αυτό το ποίημα είναι η μπάλα που απόκτησα μικρός
και στο πρώτο σουτ τρύπησε.
Έκτοτε μπήκε σε μια χρονοκάψουλα και ταξιδεύει ανά τους αιώνες.
Όμως ποιο ταξίδι, ποιους αιώνες;
Χρόνια έχει να βγει από το σπίτι του.
Κάποιες συμπτώσεις το έφεραν στις σελίδες μου, τις έσκισα
κι από τότε με αποκήρυξε.
(Να σου θυμίσω, στα πεζοδρόμια δώσαμε τα πιο μεγάλα ματς,
εκεί αγκαλιαστήκαμε.)
Μετά έπιασα δουλειά, ελαιοχρωματιστής, εισπράκτορας στα ΚΤΕΛ,
προπονητής τερματοφυλάκων.
Μα στο τηλέφωνο θα βρίσκεται πάντοτε η Μαρία.*
Αυτό το ποίημα λέει τα δικά του.
Ποτέ δεν θα πει τι θέλω εγώ.
* Από στίχο του Βασίλη Στεριάδη.
Κεντρικός συνοικισμός
Αν δεν δίναμε σημασία στα λόγια των ειδημόνων, καθότι
καμία λέξη δεν μπορεί να
εξηγηθεί,
κι αν στο επόμενο φανάρι ανοίγαμε τις πόρτες και βγαίναμε
σε διαφορετική ζωή, η
φύση θα έβρισκε πάλι τρόπο
να μας γεννήσει.
Μεγαλώνοντας ανατρέπεις πολλά δεδομένα, αυτό είναι γνωστό,
και ξαφνικά τα μάτια
δακρύζουν.
Μην αναρωτιέσαι λοιπόν γιατί τα σπίτια τρίβονται,
γιατί το χορτάρι φυτρώνει στις ταράτσες και γιατί
όσα ονειρεύτηκες δεν θα εκπληρωθούν.
Εδώ τελούνται μυστήρια. Ζωή γεμάτη πολυφαινόλες
και άγρια δέντρα.
Είναι μαγεία να
ανακαλύπτεις κατσαρόλες στα ερείπια.
Γενεαλογία, Μέρος Δεύτερο
Ο Μαξίμ Γκόρκι
γέρνει
στον ώμο μου
−είναι η ώρα που τα καραβάνια αφήνουν
την πόλη−
ο Γκόρκι
κλαίει σαν το παιδί για την αδικία
η μέρα είναι το τσακισμένο κοτσάνι ενός οπωροπώλη
ύστερα γίνεται λουκούμι τριαντάφυλλο
σβησμένη οθόνη
−θα συναντηθούμε άλλωστε
στη
σιωπηλή πλευρά του δρόμου,
ήσυχοι και υποψιασμένοι−
ο Γκόρκι κλαίει
το παιδί κλαίει
η νύχτα πιο πίσω καθαρίζει το μήλο της.