Παράξενα ξένος και
σιωπηλός ο σταθμός του μετρό. Άδειος. Άφωνος. Οι συρμοί κάθε τέταρτο και οι
ανθρώπινες μυρουδιές πουθενά. Μόνο εκείνη ανέβαινε τις κυλιόμενες σκάλες.
Έστεκε το σκούρο δέρμα της
σαν κέρινο, ημιλιπόθυμο άγαλμα, ενώ τα λεπτά κόκκαλά της διαγράφονταν σαν
κλαράκια από εξωτικά μέρη φυτρωμένα. Τα μαλλιά της ολόμαυρα, μαζεμένα χαμηλά,
άφηναν να φανεί το πρόσωπό της με τα χλωμά μάτια. Πόσο
αντίθεση έκαναν με το χρώμα της! Η πλάτη της ακάλυπτη. Φορούσε ένα γαλάζιο με
μικρά λουλουδάκια φόρεμα μέχρι το γόνατο. Τα δυο ψιλά ραντάκια του έστεκαν
στους ώμους ξέπνοα όπως και η ανάσα της.
Κάθισε στο πεζούλι
δίπλα στην έξοδο. Ακούμπησε στο βρώμικο πάτωμα του σταθμού ένα πλαστικό ποτηράκι.
Δυο κέρματα αφέθηκαν βιαστικά από έναν περαστικό. Δεν τον κοίταξε. Το κεφάλι
της κατεβασμένο, όλο είχε μπει σε κείνο το ποτήρι. Χαμένα
τα μάτια της στο πάτο έψαχναν να βρουν ίχνη από την πορτοκαλάδα.
Είχε στύψει τους
χυμούς από το μυρωδάτο ώριμο φρούτο, είχε προσθέσει τη δροσιά από δυο διάφανα
παγάκια, μέχρι και χαρτοπετσέτα να σκουπιστεί ύστερα του είχε προσφέρει, μέχρι
και για το καλαμάκι είχε φροντίσει.
Πλαστικό ήταν, σαν αυτά
που χρησιμοποιούμε όλοι μα έλαμπε από καθαριότητα και φροντίδα. Σπαστό ήταν,
λύγαγε εύκολα για να ταιριάζει με τη διάθεση της εποχής του.
Κι όταν έχυσε μέσα τον
φρεσκοστιμένο χυμό δεν λογάριασε τίποτε παρά μόνο να ήταν ζουμερός, γλυκός και
δροσιστικός.
Κάθισα σε μια γωνιά
και την παρατηρούσα ώρα. Ακόμη κοίταγε βαθιά στο ποτήρι. Τα κέρματα στη θέση
τους. Ακούνητα όπως και όλο το σώμα της. Σκυμμένο πάντα εκεί να ψάχνει για έστω
λίγες σταγόνες από την πορτοκαλάδα που είχε φτιάξει. Λίγες σταγόνες που θα
μπορούσαν να της απαντήσουν…
«Μα τι έγκλημα είχε
κάνει; Μια δροσερή πορτοκαλάδα του είχε προσφέρει σε ένα ποτήρι με καθαρό
καλαμάκι. Πλαστικό μεν αλλά ήταν το μοναδικό που είχε…»
Κάποια στιγμή σαν
να ξύπνησε η κοπέλα με το γαλάζιο φόρεμα από λήθαργο.
Σηκώθηκε, πήρε το
δρόμο της επιστροφής.
Ευτυχώς το μετρό
είχε αρχίσει να μυρίζει μακό μπλουζάκια, σανδάλια δερμάτινα, βαλίτσες, καπέλα
ψάθινα, βιβλία που με ανοιχτές τις σελίδες καλούσαν το νου, τσιγάρα που έβγαζαν
καπνό. Ανάσαιναν όλα ξανά. Τα παγκάκια απόκτησαν το ανθρώπινο βάρος τους, ενώ ο
χώρος είχε βρει λίγο από το πολύβουο, γνώριμο ρυθμό του.
Στην πλάτη εκείνης, ανάμεσα στα ραντάκια του υφάσματος, ξεχώρισα μια μικρή τομή
από χέρι χειρουργικό. Καρφωμένο έστεκε τώρα ένα πλαστικό, σπαστό καλαμάκι.
Αντί για πορτοκαλάδα κάποιος είχε ρουφήξει το αίμα της.