Ερημία

καμιά
φορά έγραφα ποιήματα

για
να διασώσω  κάποιους σκιώδεις λογισμούς

όπως
το ρυάκι που επιμένει στον λόγο του .

Είχα
αγαπήσει την ερημία .

Τώρα
μ αγάπησε κι αυτή.

οι ευκάλυπτοιΟπου έκοψαν τους ευκάλυπτους και έμειναν μόνο τα
κούτσουρα διότι έτσι έπρεπε.
 

Και έρχεται ο Ποιητής των Αρρήτων και μου λέει

Ετούτοι οι ευκάλυπτοι είναι οι ψυχές των
ανθρώπων
 

κι έρχεται η αμαρτία και κόβει τα κλαδιά

και που θ αναπαυθεί το βλέμμα των ανθρώπων 

στα κούτσουρα;

και που θα κτίσουνε φωλιές τα πετεινά του ουρανού

στα κούτσουρα;

και κλαίνε οι ψυχές .

και ερωτώ τον ποιητή 

Τι ειναι αμαρτία ; 

και μού λέει Ελα μαζύ μου

και πάμε στα χαλάσματα ,όπου ξεχάστηκαν πίσω από τα
σπίτια των ανθρώπων
 

όπου φυτρώνουν οι φιλέρημες συκιές στις ξεχασμένες
κάμαρες.

Κι από ένα να τοίχο, βγάζει το μαχαίρι.

Πάρε μου λέει. Και μου το δίδει κρατώντας το από
την κόψη.

Οπου ανατρίχιασα ολόκληρος 

και χτύπησε η καρδιά μου 

ότι αυτό το μαχαίρι γύρευα όλη μου τη ζωή.

και τότε

έγινε ο χρόνος αδυσώπητος 

όπως όταν παίρνομε τις αποφάσεις 

κι όταν πέφτομε στους γκρεμούς.

 –



το αίμα

Οπου έβλεπα τις ειδήσεις και τα φονικά
και απορούσα 

κι έρχεται ο ποιητής των Αρρήτων και μου
λέει 

Ελα μαζύ μου

Και ανεβαίνομε στη κορφή όπου ειναι το
μικρό εκκλησάκι το πέτρινο και  είμαστε οι δυό μας.

 Και χαράζει το χέρι του και χύνεται μια γραμμή
αίμα χάμαι στο χαράκι

Πές μου , μου λέει, τι βλέπεις;

Και βλέπω το αίμα να τρώει   το
χαράκι και να βαθαίνει  η γραμμή να γίνεται φαράγγι και μαύρο χάος και νά
μαι γω από τη μιά κι αυτός απο την άλλη.

-Πέρασε μου λέει , μπορείς;

και μέπιασε τρόμος .

 και μου λέει

 το
αίμα , όταν το πιεί η γή , ανοίγει και σπαράσσει

και φτιάχνει χάος και έρεβος τη νύχτα και τη μέρα 

κι ούτε πουλί να μη μπορεί το χάος να
 περάσει

και  να ναι εκείνοι από δώ κι άλλοι από πέρα

και έφυγε.

 –

τα βιβλία

. Εκεί όπου
είναι τώρα η εκκλησία ,κάτω από τον Αρχαίο Βράχο, αλλά αρκετά μακριά ώστε να
μεσολαβεί ένας δρόμος κι ένας ποταμός , ήταν τα παλιά τα χρόνια ένα τρανό
σχολείο , και το μόνο που έμεινε απ αυτό , ένα αποθηκάριο με μια
 σάπια πόρτα.Και είχε μέσα άχρηστα πράγματα που κανείς δεν τα
έψαξε ποτέ.

Όμως όταν έστεκε ακόμα το σχολείο ,ετούτο το
αποθηκάριο ,το διαφέντευε ενας επιστάτης ,

και ειχε τα πάντα που θα μπορούσαμε να επιθυμήσαμε
εκείνα τα χρόνια αλλά και ακόμα και σήμερα ,όπως ακατανόητα όργανα , σπαθιά του
ιππικού ,σημαίες , λόγχες, πιστόλια αμερικάνικα αλλά και εκείνο που
υποπτευόμαστε αλλά κάνεις δεν έλεγε τίποτε γι αυτό.

Κι ο δρόμος ,που κατηφόριζε στο κάμπο με τις ελιές
, αλλά και ο ποταμός που ήταν παράλληλα στο δρόμο και χώριζε το σχολείο από τον
αρχαίο βράχο είχαν τη σημασία τους.

Διότι σ αυτόν τον δρόμο μάθαιναν να πετούν οι
μαθητές του σχολείου , που ήταν λίγο κατηφορικός και αυτό βοηθούσε ,στην
απογείωση .Οι πιο προχωρημένοι έπεφταν κατευθείαν στο βάραθρο του ποταμού και
όσοι τον περνούσαν φτερούγιζαν στους άγριους γκρεμούς του αρχαίου βράχου μαζί
με τα αγριοπερίστερα.

Και εδώ υπάρχει ένα δίλημμα γι αυτούς που πετούν ,
διότι, αν πάς στο βορρά θα περάσεις τον κάμπο και θα βγείς στα ακρωτήρια του
τέλους ,και τις αρχαίες πόλεις του δειλινού, κι αν πας στο νότο , θα περάσεις
από εκείνους τους τόπους που λέει ο ποιητής …



1.

Το αρχαίο βουνό απο τη μεριά της Νότιας θάλασσας 

κρυμνώδες και απρόσιτο

κατοικητήριο πλέον των αετών και των ανέμων 

της απόλυτης ερημιάς

2.

ποιός θ αναζητήσει πιά 

τα μυστικά μονοπάτια

των τόπων της Πρώτης Μνήμης;

Τα αιώνια καταφύγια του εφήμερου

-τα μαυσωλεία των στιγμών-

εκει που η νοσταλγία 

ειναι αβάστακτη σαν τη σιωπή;

. Γρεμίστηκε το σχολείο Oπου βρίσκω την πόρτα
πεσμένη , και μπαίνω μέσα και ειναι πίσω από τα άχρηστα μια άλλη πόρτα και μια
σκάλα που κατεβαίνει στο υπόγειο .

Και είναι αυτό το υπόγειο του παλιού σχολειού του
αρχαίου κι είναι γεμάτο βιβλία από αυτά που δεν υπάρχουν πια όπως δεν υπάρχουν
πια τόσα πολλά πράγματα.

Και γράφουν τα βιβλία ότι έχει χαθεί από τη μνήμη
των ανθρώπων , για όλους , αλλά και για τον καθένα ξεχωριστά…

και γράφει αυτά που δε μάθαμε όταν έπρεπε και ότι
γράψαμε εμείς και χάθηκε

και τότε

  γύρισαν τα όνειρά
μου και άδειασαν.

Ουτε εικόνες , ουτε ήχους

ουτε μυρωδιές ουτε ανθρώπους.

μόνο τόπους άκτιστους

όπως πριν την δημιουργία

γεμάτους μόνο με ότι αισθάνεται η ψυχή

γυμνό.

Μα δεν είναι
η ψυχή μαθημένη ν αγγίζει έτσι τα πράγματα
και έλεγα τώρα θα σπάσει η καρδιά μου

και εμνήσθην εκείνον τον Λόγο

όπου μου ειπε ο Καλόγερος που είναι και Στρατηγός

που δεν τον κατάλαβα τότε

ότι δεν μας αφήνει ο Θεός να δούμε τα πράγματα
γυμνά και τετραχηλισμένα

διότι δεν αντέχει η καρδιά μας…