Άστικτο
κι έδυε ο ήλιος όπως πάντα
με εκπνοές λίβα και σκόνης παρατείνοντας
έτσι
ως την επόμενη ημέρα τις αναμονές με τα τόσα ξέφτια
σαράντα δυο μέρες και νύχτες λειψυδρίας και είπα
θ’ αλλάξω τον καιρό και θα σταθώ
κάτω απ’ την βροχή που περιμένω
κι άρχισε να βρέχει κρυφές νοσταλγίες πάνω στα
παγκάκια
στο πάρκο και τότε κατάλαβα πως δεν είχα καιρό για
χάσιμο
κοίταξα χάμω τα πόδια μου βούλιαζαν
στις λάσπες μιας πράσινης σκακιέρας δίχως τετράγωνα
τα πιόνια ήταν κοράκια και γλάροι και
είπα
θ’ αλλάξω τους κανόνες του παιχνιδιού κι έβαλα
τους αξιωματικούς στις ράχες των άλογων και είπα
τρέξτε να σωθείτε ο μαύρος βασιλιάς
σκότωσε την μαύρη βασίλισσα κι έτσι έχασα πάλι και
είπα
όπως και να ‘χει θα φτάσω ψηλά κι έφτασα
στο ψηλότερο κελί του πύργου
σκοτάδι και είπα
κάπου εδώ πρέπει να ‘σαι κι εσύ και ψαχούλευα
παγωμένα βαθουλώματα βαθυμετρούσα ρωγμές
σκόνταφτα επάνω στην σιωπή σου και είπα
θα σημαδέψω την σιωπή στην καρωτίδα
και από μέσα ξεπετάχτηκαν κομφετί
φωνητικές χορδές μπλεγμένες με χίλιες λέξεις ιερογλυφικές
και ήθελα τρεις ζωές να τις αποκρυπτογραφήσω και
είπα
θα κλέψω χρόνο και στάθηκα στυλωμένη τρία μερόνυχτα
μπροστά απ’ το παράθυρο περιμένοντας τίποτα
και ήταν όμορφα εκεί έξω και στο τέλος πήρα τα
λάφυρα
που μου αναλογούσαν και τα κρέμασα
γύρω απ’ τον λαιμό μα μ’ έπνιγαν και είπα
θα κάνω την αγάπη χαρτοπόλεμο και θα την πετάξω
μια τελευταία νύχτα στα δυο αναμμένα κάρβουνα
που θα’ ναι τα μάτια σου και με τις στάχτες
ζωγράφισα
ένα πίνακα που απεικόνιζε ένα καθρέφτη και είπα
θα τον κρεμάσω σ’ ένα διάδρομο της μνήμης και όταν
σε νοσταλγώ θα στέκομαι εμπρός του και θα με
κοιτάζω
όπως μ’ έβλεπες εσύ μα πάντα έβλεπα
την μαύρη βασίλισσα και είπα
η βασίλισσα πρέπει ξανά να πεθάνει
το παιχνίδι να παιχτεί ξανά απ’ την αρχή και είπα
κουράστηκα
αυτή πρέπει να είναι η εβδόμη ημέρα θ’ αναπαυθώ και
είπα
μα πώς να γαληνέψω δίχως πίστη
και κάλεσα σε δείπνο τον Θεό ήρθε
συνοδευόμενος από τον Άσσο Μπαστούνι
φάγαμε ήπιαμε γελάσαμε ήτανε όμορφα και ο Θεός είπε
κάπως έτσι λόγο στο λόγο έφτιαξα κι εγώ τον κόσμο
μόνο που η τελειότητα του έγκειται στο ότι πάντα
ήξερα
που να βάζω τις τελείες και τα λοιπά σημεία στίξης
και είπα
θα σε προτιμούσα αγράμματο και κυρίως άστικτο
και γέλασε ο Άσσος κι έφτυσε στις χούφτες του
τα ολοστρόγγυλα μαύρα δόντια του και μου τα χάρισε
και εγώ
τα πέταξα μέσα στο τζάκι και σιωπηλοί κοιτούσαμε
πόσο όμορφα χόρευε το τέλος μέσα στις φλόγες και
είπα
ξημερώνει πάλι έξω κι έχει ο Θεός
να συνεχίσω να υφαίνω Λόγο στο Λόγο την
ζωή μου
Υπεραστικοί
μονόλογοι
Οι γνωστοί
αγνώστων στοιχείων – τέλος.
Οι γνωστοί θόρυβοι
αγνώστων προελεύσεων – τέλος.
Τα γνωστά
συμπεράσματα αγνώστων υποθέσεων – τέλος.
Οι γνωστές
διαδρομές αγνώστων προορισμών – τέλος.
Το γνωστό τέλος
αγνώστων καταλήξεων – τέλος.
Τέλος το τέλος
τέλος πάντων.
Πρελούδιο για ούτι
Ένδοξος
καλοκαιρινός ουρανός
πνιγμένος στ’
άστρα
και ο Μπασάρ
στην ταράτσα ενός
κεντρικού ξενοδοχείου
παίζει πρελούδια
στο ούτι
και τ’ αφήνει στην
μέση.
Πετάει κανένα
στίχο για γάτες γαλάζιες,
για τον κούνελο
του ‘Ομ,
την πατρίδα του με
την τρύπα στο μέτωπο,
των τουριστών τις
ωραίες σημαίες.
Ο καυτός άνεμος
που φυσάει τα μαλλιά του
η λαχανιασμένη
ανάσα ενός λύκου.
Στο βάθος του
ορίζοντα
οι πολυκατοικίες
λικνίζονται
μέσα στις φλόγες
τους.
Στους δρόμους
αχνίζει το μπαρούτι και το αίμα.
Το ξενοδοχείο
μισογκρεμισμένο
απο τον προχθεσινό
βομβαρδισμό
και ο Μπασάρ
παίζει μονάχος στην ταράτσα
πρελούδια στο ούτι
και τ’ αφήνει στην
μέση να κλάψει
και ξανά τ’
αρχινά.