Κωνσταντίνος
Τζαμιώτης

ΤΕΣΣΕΡΙΣ
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΠΟΙΗΤΕΣ

Ο ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟΥΧΟΣ
ΠΟΙΗΤΗΣ

Ο γόνος μιας πλούσιας οικογένειας
από τα Καρδάμυλα της Χίου, κάποιος
Δημήτρης Συψώμος, στο πρόσωπο του οποίου,
οι φίλοι της παλιάς λογοτεχνίας θα
αναγνωρίζουν τον συμβολιστή ποιητή και
υπέρμαχο των σοσιαλιστικών ιδεών, Λάμπρο
Πορφύρα, κατατρυχόταν σε όλη του τη ζωή
από τον φόβο της απώλειας ή καταστροφής
των ποιημάτων του. Έτσι απέκτησε τη
συνήθεια να φυλάει τα χειρόγραφά του
σε ένα σιδερένιο χρηματοκιβώτιο που
ανήκε στον επιχειρηματία πατέρα του.
Όσοι φίλοι και συνάδελφοί του τον
επισκέπτονταν, τον έβλεπαν πριν από
κάθε ανάγνωση, που τότε ήταν συνηθισμένη
πρακτική ανάμεσα σε ομοτέχνους του
λόγου, να ξεκλειδώνει το θηριώδες εκείνο
μεταλλικό αντικείμενο που δέσποζε στο
γραφείο του, και να ανασύρει μέσα από
μετοχές, τίτλους ιδιοκτησίας, χρυσές
λίρες, δεσμίδες χαρτονομισμάτων και
ομόλογα, τα πονήματά του. Η περίεργη
εκείνη συνήθεια δεν άργησε να μαθευτεί
και σύντομα του κόλλησε το παρατσούκλι
«ο εκατομμυριούχος της ποίησης» και
«Σάυλωκ της ποίησης». Οι μελετητές του
ωστόσο αποδίδουν την παράλογη φοβία
του στην αμέλεια ενός τυπογράφου στον
οποίο ο Πορφύρας τύπωσε το χίλια
εννιακόσια είκοσι το μοναδικό βιβλίο
του εν ζωή, με τίτλο Σκιές, και ο
οποίος έχασε τα χειρόγραφα που του
εμπιστεύτηκε ο ποιητής. Έκτοτε ο φόβος
του εντάθηκε και ποτέ ξανά δεν απομάκρυνε
από το χρηματοκιβώτιό του πάνω από μια
σελίδα τη φορά, γεγονός που υπήρξε και
ο κύριος λόγος που δημοσίευε πλέον μόνο
μεμονωμένα ποιήματα σε περιοδικά. Μετά
τον θάνατό του ωστόσο το χίλια εννιακόσια
τριάντα δύο, ο αδερφός του, για τον οποίο
οι κακές γλώσσες της εποχής υποστηρίζουν
πως ελάχιστο ενδιαφέρον επιδείκνυε για
την ποίηση και το μόνο που τον ένοιαζε
ήταν να αδειάσει το χρηματοκιβώτιο που
εντωμεταξύ είχε περάσει στην κυριότητά
του, παρέδωσε όλα τα χειρόγραφα σε έναν
άλλο τυπογράφο και κυκλοφόρησε τη
συλλογή Μουσικές Φωνές.

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΤΟΝ
ΔΡΟΜΟ ΤΟΥ

Ταξιδεύοντας σιδηροδρομικώς
προς τη γενέτειρά του όπου την επομένη
ο Δήμος θα έκανε τα αποκαλυπτήρια των
νέων οδόσημων ενός κεντρικού δρόμου
που θα έφερε από εδώ και πέρα το όνομά
του, ο ποιητής Καίσαρας Πολιτικός, ενώ
έπαιρνε τον καφέ του στο εστιατόριο της
αμαξοστοιχίας, δέχτηκε απρόκλητη επίθεση
από έναν επιβάτη. Το επεισόδιο θεωρήθηκε
ιδιαίτερα σοβαρό, καθώς ο φημισμένος
ποιητής αιμορραγούσε και έτσι το τρένο
στάθμευσε στον πλησιέστερο σταθμό, όπου
την υπόθεση ανέλαβε το τοπικό αστυνομικό
τμήμα. Από τις ανακρίσεις προέκυψε πως
ο δράστης ήταν μακρινός συγγενής του
οπλαρχηγού και εκ των πρωτεργατών της
αποτυχημένης επανάστασης του χίλια
οχτακόσια δύο, Μήτσου Καραντώνη, ο οποίος
έπεσε μαχόμενος στη θέση Μαυροβούνιο
και του οποίου το όνομα έφερε ως τότε ο
δρόμος, που έμελλε να μετονομαστεί για
χάρη του ποιητή. Ο ποιητής, αφού εξετάστηκε
από γιατρό και βεβαιώθηκε πως δεν
συντρέχει λόγος ανησυχίας, συνέχισε το
ταξίδι του οδικώς. Καθώς μια μικρή
αμφιβολία για το κατά πόσο δικαιούταν
μια τέτοια τιμή τον κατέτρεχε από την
ώρα που πληροφορήθηκε την αιτία της
επίθεσης, υποσχέθηκε στον εαυτό του
πως, όταν επέστρεφε στη βάση του, θα
φρόντιζε να μάθει περισσότερα για τον
προκάτοχο του δρόμου. Την επομένη όμως,
σα βρέθηκε περικυκλωμένος από τους
επισήμους της γενέτειράς του και ένα
πλήθος παρατρεχάμενων, τα ξέχασε όλα
και ούτε που ασχολήθηκε ξανά με τον
παλαιό πολεμιστή. Όταν έξι χρόνια
αργότερα επισκέφτηκε πάλι την πατρίδα
του, θέλησε να περπατήσει μόνος, μα
χάθηκε και αναγκάστηκε να ρωτήσει ποια
κατεύθυνση έπρεπε να ακολουθήσει, για
να βρεθεί στην οδό που έφερε το όνομά
του. Με στεναχώρια διαπίστωσε πως οι
περισσότεροι, απ’ όσους απευθύνθηκε,
συνέχιζαν ν’ αναγνωρίζουν το δρόμο του
με την παλιά του ονομασία.

ΔΥΟ ΦΑΝΑΤΙΚΟΙ

Ανάμεσα σε όσους έσπευσαν να
παρακολουθήσουν το συνέδριο για τον
Ανδρέα Εμπειρίκο την Άνοιξη του δύο
χιλιάδες ένα στην Άνδρο, ήταν και δύο
νέα παιδιά που έτρεφαν απεριόριστο
σεβασμό για το έργο του τιμώμενου ποιητή
και συγγραφέα. Γρήγορα όμως απογοητεύτηκαν
από τις εισηγήσεις των συνέδρων καθώς
τις έβρισκαν πληκτικές, απελπιστικά
συντηρητικές αν όχι σεμνότυφες και άρα
εντελώς εκτός πνεύματος. Έτσι ήδη από
την πρώτη μέρα άρχισαν να εγκαταλείπουν
τις θέσεις τους όλο και πιο συχνά για
να καπνίσουν ή να πιουν καφέ. Εκεί
γνωρίστηκαν, ανακάλυψαν το κοινό τους
πάθος και αποφάσισαν πως ήταν προτιμότερο
αντί να χάνουν τον χρόνο τους ακούγοντας
ανοησίες, να τιμήσουν με τον δικό τους
τρόπο τον μεγάλο υπερρεαλιστή δημιουργό.
Κλείστηκαν λοιπόν στο δωμάτιο του
αγοριού και άρχισαν να κάνουν ασταμάτητα
έρωτα αναπαριστώντας ερωτικές σκηνές
και περιγραφές από το πολύτομο Μεγάλο
Ανατολικό
. Φαίνεται όμως πως παρασύρθηκαν
από το πάθος και οι φωνές τους ενόχλησαν
τους υπόλοιπους ενοίκους του ξενοδοχείου,
ανάμεσα στους οποίους ήταν οι διοργανωτές
του συνεδρίου και αρκετοί εκ των
εισηγητών. Έτσι κλήθηκαν από τη διεύθυνση
για συστάσεις. Μα τα δύο παιδιά δήλωσαν
φανατικοί του Εμπειρίκου και συνέχισαν
να ζευγαρώνουν όλο και πιο άγρια, τιμώντας
πραγματικά τον αγαπημένο τους ποιητή
ως το τέλος των εργασιών του συνεδρίου.

ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ
ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ

Ο μοναδικός γνωστός ποιητής στη
χώρα με ομοζυγωτικό αδερφό αδυνατώντας
να ανταποκριθεί σε μια τιμητική πρόσκληση
παρακάλεσε τον πανομοιότυπο δίδυμό του
να τον αντικαταστήσει. Εκείνος όπως
ήταν αναμενόμενο δεν του χάλασε το
χατίρι και δέχτηκε να παρουσιαστεί στην
εκδήλωση όπου μάλιστα απήγγειλε
επιτυχημένα αρκετά ποιήματα. Μα ενώ
ήταν ακόμη όρθιος μπροστά στο μικρόφωνο,
αισθάνθηκε αδιαθεσία, υπέστη σοβαρότατο
καρδιακό επεισόδιο και κατέληξε επιτόπου.
Η είδηση του θανάτου κυκλοφόρησε
αστραπιαία και καθώς αρκετοί από τους
παρισταμένους έβγαλαν φωτογραφίες του
νεκρού ομιλητή τις οποίες μάλιστα δεν
δίστασαν να διασπείρουν στο διαδίκτυο,
όλη η χώρα μέσα σε λίγες ώρες έμαθε το
τραγικό γεγονός. Μέχρι το επόμενο πρωί
είχαν δημοσιευτεί ατέλειωτα σημειώματα
για τον πρόωρα χαμένο δημιουργό και δεν
ήταν λίγα τα κείμενα στις σημαντικότερες
εφημερίδες που εξήραν το έργο του
τοποθετώντας τον ανάμεσα στις πιο
ενδιαφέρουσες ποιητικές φωνές που είχε
αναδείξει ο τόπος. Ο πραγματικός ποιητής
παρά τον πόνο του για την απώλεια του
πιο αγαπημένου του ανθρώπου, βλέποντας
να συζητιέται για πρώτη φορά τόσο και
να συγκεντρώνει εγκωμιαστικά σχόλια
ακόμη και από κάποιους ομοτέχνους του
που δεν είχαν πει όλα τα προηγούμενα
χρόνια ούτε μισή καλή κουβέντα, αποφάσισε
να μην αποκαλύψει την αλήθεια και να
παριστάνει έκτοτε τον αδερφό του,
θεωρώντας πως έστω και μ’ αυτό τον
ανορθόδοξο τρόπο είχε φτάσει επιτέλους
η στιγμή της αναγνώρισης που ποθούσε
σε όλη του τη ζωή. Επιπλέον, ήταν πια
ελεύθερος να παινεύει το έργο του δίχως
κανείς να μπορεί να τον κατηγορήσει για
ναρκισσισμό ή μεγαλομανία. Μάλιστα σε
ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα του περιοδικού
«Η λέξη» συμμετείχε με ένα εκτενές
κείμενο όπου μεταξύ άλλων εκτιμούσε
πως ήταν ζήτημα χρόνου ο αδελφός του να
αναγνωριστεί ως η σημαντικότερη φωνή
της γενιάς του. Καθώς όμως το σαράκι της
δημιουργίας συνέχισε να τον κατατρώει,
δεν άργησε να πλησιάσει τον παλιό του
εκδότη για να του δείξει τη νέα του
συλλογή, εξηγώντας πως δεν ήταν ο εκλιπών,
ο μόνος στην οικογένεια με ποιητική
φλέβα. Ο εκδότης όμως, αφού έριξε μια
βιαστική ματιά στο χειρόγραφό του, τον
συμβούλεψε όσο πιο ευγενικά γινόταν,
να τα παρατήσει.

*Οι
ιστορίες προέρχονται από την ακυκλοφόρητη
συλλογή:

Γιατί
οι άνθρωποι κάνουν το ένα και το άλλο


99 σύντομα μυθιστορήματα

1η δημοσιευση, έντυπη θράκα, τέύχος 7