Χωρίσατε. Με διαζύγιο. Με παιδιά. Πολλά χρόνια πριν. Το
διαλύσατε το μαγαζί. Άγρια. Χυδαία. Άπονα. Με δικαστήρια, με αστυνομίες, με απαγωγές
των παιδιών, με όσο μίσος κρύβατε στις νεανικές ψυχές σας. Το μίσος που κάποτε
ήταν πάθος, όνειρα, συντροφικότητα, ελπίδες.
Χωρίσατε. Γίνατε ‘αυτός’
και ‘αυτή’, ο ενάγων και η ενάγουσα. Όμως τα δύο σας παιδιά που τα έχετε κάνει
διελκυστίνδα, τα σκέφτεστε ποτέ; Ναι, ασφαλώς, όλα γι’ αυτά τα κάνετε. Κάθε νέα
αγωγή αυτό αναφέρει: Για το καλό τους. Κι όταν σε μερικά χρόνια σας σιχαθούν
και τους δυο σας κι όταν γίνουν άγρια, χυδαία, βάρβαρα σαν εσάς, θα αναρωτιέστε
τι έφταιξε. Και θα τρέχετε να μαζέψετε τα ασυμμάζευτα. Τότε που θα είναι πια
πάρα πολύ αργά.
Πίσω από κάθε δυστυχισμένο
πλάσμα, κρύβεται ένας εξίσου δυστυχισμένος γονιός. Αυτό το σκέφτεστε κάθε φορά
που συναντιέστε στα δικαστήρια; Σας το λένε οι δικηγόροι σας; Σας το ψιθυρίζουν
οι νέοι σας σύντροφοι, πριν το βάλουν στα πόδια;
Χωρίσατε από κλίνης,
οικίας, χώρας. Όμως ΔΕΝ χωρίσατε αφού δεν συγχωρήσατε. Γιατί δεν λησμονήσατε.
Γιατί δεν αναλάβατε τις ευθύνες σας ώστε να μην επαναλάβετε, κατά το δυνατόν,
τα παλιά σας λάθη.
Ίσως νομίζετε ότι το θέατρο που παίζετε είναι
ζωή. Μα ποτέ το θέατρο δεν έφτιαξε ζωή, μόνο τη μίμησή της. Ίσως νομίζετε ότι
είστε άτυχοι. Ίσως νομίζετε ότι ο νικητής θα είναι και κερδισμένος. Όμως
κανένας πόλεμος δεν έχει όφελος.
Χωρίσατε. Και καταντήσατε
δύο πλάσματα καραβοτσακισμένα, αποδιοργανωμένα, χωρίς ανθρωπιά, με μάτια άδεια.
Το ίδιο άδειασμα κληρονομείτε στα παιδιά σας. Τον ίδιο κόσμο. Έναν κόσμο γεμάτο
αντιπάθεια, κακοπιστία, μίσος και χρήμα. Γιατί βέβαια, η δικαιολογία σας είναι
ο μπερντές. Πόσα μου έδωσες, πόσα σου έδωσα. Πόσα μου χρωστάς, πόσα θα πάρεις.
Μεταφράσατε κάθε συναίσθημα, κάθε ανάμνηση, κάθε κοινή σας στιγμή σε χρήμα και
προσπαθείτε να εξαργυρώσετε τα νιάτα σας -που έφυγαν χωρίς να το υποψιαστείτε-
με απαιτήσεις τοκογλύφου. Κλέβετε ο ένας
τη ζωή του άλλου, κλέβετε τη ζωή των παιδιών σας και συνεχίζετε. Ακάθεκτοι.
Είστε ήδη μισότρελοι, χωρίς φίλους, χωρίς τίποτα που να θυμίζει ουσιαστική ζωή,
χωρίς εγώ, αυτό το ήρεμο ευτυχισμένο εγώ που δυνητικά είχατε στα νιάτα σας.
Είστε άδειοι, σάπιοι κι ανόητοι. Και τα παιδιά σας γίνονται αντίγραφά σας.
Λυπημένα, πανικόβλητα, ανέστια, ανίκανα να απολαύσουν αυτό που η φύση τους
προστάζει: την παιδική τους ηλικία. Και ευθύνεστε όσο δεν διανοείστε. Και θα το
βρείτε μπροστά σας το έγκλημα που διαπράττετε τώρα.
Προχωρήστε όσο είναι
καιρός. Αν όχι για το δικό σας καλό, τουλάχιστον για τα παιδιά σας. Χαρίστε
τους αυτή την ευκαιρία. Πείτε «φτάνει!» Βάλτε και τελεία και παύλα.
Κι επειδή κάποτε υπήρξατε
καλύτεροι απ’ αυτή την ξεφτίλα κι επειδή κάποτε είχατε ψυχή, ξαναδιαβάστε τον
Καβάφη. Κι ας μην σας αξίζει τέτοιο
ποίημα.
Όσο
μπορείςΚι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.