Μόλις έγινε δεκατεσσάρων η γυναίκα που
τον μεγάλωσε, έπιασε τη ντουντούκα της, στάθηκε πάνω στο πόδι του και φώναξε: «Παιδί
μου, ήρθε η ώρα να πας στους δικούς σου, δεν ξέρω πώς βρέθηκες ανάμεσά μας».
Ο γίγαντας άκουσε τον ψίθυρό της, κοίταξε
γύρω του όλους τους μικροσκοπικούς ανθρώπους που είχε μάθει από μωρό να μην
ποδοπατάει, το βλέμμα του απομακρύνθηκε απ’ τον ως τότε κόσμο του, πέρα στο
δάσος, εκεί όπου ζούσαν οι δικοί του. Ένιωθε αδημονία ανάμικτη με φόβο.
Πήγε στη σπηλιά όπου ζούσε τα τελευταία
χρόνια, γιατί τα σπίτια του νανοχωριού δεν τον χωρούσαν πια, μάζεψε τα πράγματά
του και ξαναβγήκε ν’ αποχαιρετίσει τα πλάσματα που τον αγάπησαν δίχως ποτέ να
διαμαρτυρηθούν που από λάθος τύχαινε να τους σπάσει δάχτυλα ποδιών, να τους
λιώσει τα λουλούδια, να τους ξεκολλήσει τις στέγες.
Είχαν κάνει ένα ημικύκλιο και περίμεναν
να τον αγκαλιάσουν. Κάθισε οκλαδόν στο χώμα κι όλοι πλησίασαν, σκαρφάλωσαν πάνω
του, τον γέμισαν φιλιά και χάδια. Κάθε ένας τους του άφηνε κι από ένα βιβλίο.
Χώρεσαν όλα στη χούφτα του. Έκανε αγώνα να μην κλάψει γιατί ήξερε ότι τα δάκρυά
του θα έφτιαχναν λίμνη που θα τους έπνιγε.
«Πόσο λυπάμαι που σας χάνω» ψέλλιζε
προσέχοντας να μην μιλήσει κανονικά γιατί η φωνή του δημιουργούσε ρεύμα αέρα
που τους παρέσυρε μακριά απ’ το χωριό.
Τελευταία τον πλησίασε η γυναίκα που τον
μεγάλωσε. Ο γίγαντας ξάπλωσε ανάσκελα στη γη να ξαναζήσει το αγκάλιασμά τους
για τελευταία φορά. Ανέβηκε απ’ το παπούτσι στη γάμπα του, ύστερα στο πόδι, ισορρόπησε
με ανοιχτά χέρια στον γκρεμό των πλευρών του, έχωσε το κεφάλι της στη μασχάλη
του. Πλαγιαστή δίπλα του, τα μαλλιά της γαργαλούσαν τη μασχάλη του, το ένα της
χέρι τύλιξε τον αντίχειρά του, το άλλο τεντωμένο κάτω απ’ το σώμα της άγγιζε
την καρδιά του, η πλάτη της στα πνευμόνια του, κενό τρίγωνο στο λύγισμα της
μέσης της, οι γοφοί της στα πλευρά του, τα λυγισμένα πόδια της δεύτερο τρίγωνο
κενού, οι πατούσες της στη λεκάνη του. Έμειναν δεμένοι ώρες.
Πρώτος ο γίγαντας ξεκόλλησε απ’ το σώμα
που τον ανάστησε και με το δάχτυλο χάραξε στο χώμα τα λόγια του: «Σας
ευχαριστώ».
Τα ρυάκια των λέξεων γέμισαν νερό απ’ τα
δάκρυά του, σχηματίστηκαν αυλάκια, μέσα τους έριξε σπόρους των γιγάντων που
φύτρωσαν αμέσως, φτιάχνοντας ένα ημικύκλιο από δέντρα που θα προστάτευαν το
χωριό απ’ τους τρελούς βοριάδες, τώρα που αυτός έφευγε και δεν θα τους έδιωχνε πια
με ένα φύσημα.
Στο ένα του χέρι τα βιβλία, στο άλλο τα πράγματά
του, στον ώμο το σακίδιο με τα μαγικά που θα μάθαινε να χρησιμοποιεί για το
καλό, μόλις πήγαινε στο δάσος των γιγάντων.
Τις σαράντα μέρες του ταξιδιού του
συνάντησε δράκους και θηρία έτοιμα να τον κατασπαράξουν. Τα νικούσε διαβάζοντας
στα μάτια τους τον φόβο τους και τους μιλούσε γλυκά. Διάβασε τα βιβλία που του
δώρισαν κι όταν κοιμόταν, ονειρευόταν τη νάνα-μάνα να κουρνιάζει στη μασχάλη
του, τον εαυτό του να γίνεται φωλιά να την ακούσει πάλι. «Αγάπησε τον εαυτό
σου, μαζί του κοιμάσαι και ξυπνάς».
Φτάνοντας στον τόπο του, κατάλαβε πως τα
μαγικά στο σακίδιο, είχαν ήδη μετακομίσει μέσα του καθώς το κρυστάλλινο Χάμσα
ακούμπησε στον ώμο του.