Υπερτουρισμός: τοπική και εργασιακή εκμετάλλευση

Γράφει ο Αντώνης Γουλιανός

(Για τα βιβλία, Ήρθα εδώ και μας θυμήθηκα της Anna Pachedo, εκδόσεις Carnivora, 2025- Υπερτουρισμός Ανέμελος, καπιταλισμός, και κοινωνική κρίση της πόλης, του Γιώργου Ρακκά, εκδόσεις Πατάκη, 2025)

 

Τα ταξίδια χωρίς αμφισβήτηση λογίζονται ως πνευματικώς ωφέλημα, ως διαχρονικά ενθυμήματα ζωής, ως αγαθά που αξίζει να ξοδέψεις τα χρήματά σου για να τα χαρείς. Το ταξίδι, λέξη που κουβαλά ποικιλοτρόπως μια ποιητική και αισθαντική χροιά, αφορά, σε αντίθεση με άλλα καταναλωτικά προϊόντα, κυρίως  βιωματικές “εμπειρίες”, έτσι που καταλήγει να πλασάρεται, ανεξαρτήτως του ποιοτικού του μέρους ή της απουσίας αυτού, ως κάτι στο οποίο αξίζει να “επενδύσεις”.

Είναι όμως έτσι; ‘Η μήπως το ταξίδι ως “αυτοβελτίωση” είναι ένα καλά εδραιωμένο καπιταλιστικό ψέμα;

Η διαφορά μεταξύ του “περιηγητή” και του “τουρίστα” είναι κάτι που τα περισσότερα άτομα διδαχτήκαμε στο σχολείο. Ο τουρίστας είναι συνήθως ο επιφανειακός επισκέπτης που ψάχνει την εύκολη διασκέδαση, ενώ ο περιηγητής, ή αλλιώς, ο “ταξιδιώτης” είναι αυτός που αναζητά την “αυθεντική εμπειρία” από έναν τόπο.

Σύμφωνα όμως με την μετααποικιοκρατική κριτική και οι δύο ταυτότητες απορρέουν από την ίδια υλιστική προσέγγιση, αφού αντιμετωπίζουν τον τόπο ή την εμπειρία καταναλωτικά.

Ας ξεκινήσουμε από την απλούστερη διαπίστωση: η επίσκεψη σε έναν τόπο δεν εγγυάται επουδενί την ιστορική γνώση αυτού. Ο οποιουδήποτε τύπου ταξιδιώτης επισκέπτεται έναν τόπο, σε τελική ανάλυση, για λόγους αναψυχής, φωτογραφιζόμενος παράλληλα πλάι σε ιστορικά μνημεία χωρίς απαραιτήτως να γνωρίζει κάτι για αυτά. Ούτε βεβαίως η χώρα υποδοχής γίνεται πολιτισμικά ανθεκτικότερη. Επί παραδείγματι, μια χώρα με υψηλά ποσοστά τουριστικής επισκεψιμότητας, όπως η Ελλάδα, δεν φαίνεται να ανοίγεται προς μια πολυπολιτισμική αντίληψη, αλλά κρατάει στάσεις ξενοφοβίας και ρατσισμού σε πολλά θέματα.

Τα παραπάνω είναι μονάχα η επιφάνεια του παγόβουνου. Το ταξίδι ως μια μορφή αποικιοκρατίας αποτελεί μια προοπτική που εξέτασε η ευρωπαϊκή διανόηση ήδη από τον Διαφωτισμό[1] και η κοινωνιολογία ασχολήθηκε εξίσου με αυτό, τόσο κατά την πρώτη μεγάλη φάση τουριστικοποίησης που γνώρισε η υφήλιος τον 20ό αιώνα, όσο και μετά, αφού με την έλευση του ψηφιακού καπιταλισμού και της κλιματικής κρίσης έχουν καταλήξει να υπάρχουν πολλά νέα δεδομένα.

Η Anna Pachedo, μία από τις νέες φωνές που ασχολήθηκαν με το θέμα, εκκινεί το ντοκουμενταριστικής υφής δοκίμιο της,Ήρθα εδώ και μάς θυμήθηκα,με μια προυστική αναδρομή: ένα τουριστικό αναμνηστικό που κοσμεί το σπίτι των γονιών της, την οδηγεί να στοχαστεί πάνω στην ταξιδιωτική εμπειρία αλλά, κυρίως, να εστιάσει στο αθέατο φόντο των φωτογραφιών από τις διακοπές μας: τους εργαζόμενους. Το “Ήρθα εδώ και μας θυμήθηκα” σχετίζεται, κατά συνέπεια, πρωτίστως με την αξιολόγηση της διασκέδασης του παρελθόντος, με το τι μπορεί να διασώσει η μνήμη από τις ρωγμές των καπιταλιστικών υποσχέσεων και της εργασιακής εκμετάλλευσης: “Υπάρχει κάτι στη διασκέδαση του παρελθόντος, που μας αναγκάζει να κοιτάζουμε, σαν να επρόκειτο ν’ ανακαλύψουμε κάτω απ’ το τεχνητό γκαζόν μια αποκαλυπτική ρωγμή” (σελ. 114)

Τι θυμόμαστε λοιπόν από τις διασκεδάσεις και τα ταξίδια μας;Τι μας μένει; Και, το πιο σημαντικό, τι ακριβώς αξιώνουμε από αυτά;

Αυτό το ενθύμημα, το αναμνηστικό, η φωτογραφία, η γραφική καρτ ποστάλ που θα κουβαλήσουμε από τις διακοπές αποτελεί επί της ουσίας ένα τρόπαιο: ο μέσος άνθρωπος ταξιδεύει για να έχει αργότερα αποδείξεις ότι το έκανε. Οι διακοπές αποτελούν δηλαδή μια κάποιου είδους μακρινή ανταμοιβή του καπιταλισμού για τις υπηρεσίες του εργαζόμενου, μια ανταμοιβή που καλό θα ήταν να απαθανατίσει με κάθε τρόπο γιατί η απόλαυση και η διασκέδαση που θα αποκομίσει από αυτό θα είναι, ντε φάκτο, κάτι το φευγαλέο και, αναπότρεπτα, κάτι το πλασματικό. Ανάλογο χαρακτήρα έχει και η διασκέδαση του σαββατοκύριακου. Η καπιταλιστική κουλτούρα προστάζει πως ο εργαζόμενος οφείλει να ζει, κυρίως, τα σαββατοκύριακα, στις μικρές ανάπαυλες της εργασίας του και σε αυτό το διάστημα ωφέλιμο θα ήταν -ωφέλιμο για τον καπιταλισμό- να διασκεδάσει καταναλώνοντας. Αυτού του είδους η αποσπασματική ζωή των αργιών και των σαββατοκύριακων,  η πολυπόθητη “‘άδεια” του εργαζομένου, καταλήγει, ξανά, να επιβραβεύει τον καπιταλισμό, ο οποίος έχει πείσει το σύγχρονο υποκείμενο πως η διασκέδαση και η καλοπέρασή του, βρίσκεται ένα ταξίδι μακριά.

“Ο τουρίστας της μεσαίας τάξης” σημειώνει η Pachedo, “ταξιδεύει για να μετατραπεί σε κάτι άλλο, για να ξεχάσει αυτό που είναι” (σελ 14). Εδώ γυρίζουμε και πάλι στην προαναφερθείσα μνήμη, το υπόρρητο μοτίβο όλου του δοκιμίου, που δεικνύει πως ο καπιταλισμός, πλάθει τεχνηέντως μια αντιφατική ανάγκη αλλοτρίωσης στο υποκείμενο, έναν υποσυνείδητο εθισμό στις ψευδαισθητικές παραχωρήσεις που αφορούν την ταυτότητά του. Η μεσαία τάξη ταξιδεύει για να πιστέψει για λίγο πως δεν ανήκει στην μεσαία τάξη, ο εργαζόμενος για να νιώσει λίγη “πολυτέλεια”.

Το ταξιδιωτικό κλισέ στο οποίο, αναγκαστικώς, βουλιάζει το σύγχρονο υποκείμενο, υπονομεύει την δήλωση της προσωπικής “αναγέννησης” μέσα από ένα ταξίδι. Το ταξίδι υπό τις συνθήκες της μεταποικιοκρατικής και καπιταλιστικής αλλοτρίωσης δεν δύναται να είναι πνευματικά επικερδές και σε αυτό συνηγορούν και, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τα κλισέ της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας. Η συγγραφέας αναφέρει το παράδειγμα της Ανί Ερνό, η οποία το 2000 δημοσίευσε ένα μικρό βιβλίο με ταξιδιωτικές της εντυπώσεις αλλά και ένα ντοκιμαντέρ με τον σύζυγό της με αφορμή την επίσκεψή του στο Μαρόκο. Η Pachedo εντοπίζει σημεία του δυτικού βλέμματος στις καταγραφές της Ερνό, η οποία βέβαια εντάσσεται στο γενικότερο κλισέ που περιστοιχίζει την ταξιδιωτική λογοτεχνία, η οποία με τη σειρά της έχει καθορίσει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα ταξίδια σήμερα και την ρομαντικοποίηση αυτών.

Ενδεικτικά, αναφέρω παρακάτω κι άλλους συγγραφείς που, αναπόφευκτα, βυθίστηκαν ασμενώς στο πανομοιότυπο ύφος του ταξιδιωτικού είδους: από τις φαινομενικά στοχαστές αλλά γενικευτικές θυμοσοφίες του Καζαντζάκη στις ταξιδιωτικές του σημειώσεις (που κυκλοφορούν στους τόμους “Ταξιδεύοντας”),  μέχρι τον θρασύ ρατσισμό και τις αποικιοκρατικές τάσεις του D.H Lawrence στο Kαγκουρό (1923), μυθιστόρημα του οποίου ο ήρωας θεωρεί πως μπορεί να κυριαρχήσει στην οργάνωση της Αυστραλίας, η λογοτεχνία του 20ού αιώνα αποτυγχάνει στο να συνειδητοποιήσει και να αποδώσει ορθώς την παραβίαση που κουβαλά το ταξιδιωτικό βλέμμα και κυρίως το ταξιδιωτικό πέρασμα. Η ταξιδιωτική γραφή, είτε σαρκώνεται σε επιστολιμαία μορφή είτε σε αμιγώς μυθιστορηματικότερη (βλέπε σχετικά το eat, pray love του 21ο αιώνα) κουβαλά αναπότρεπτα έναν αφόρητο περσοναλισμό και μια δυτικότροπη αυθαιρεσία  που καταλήγει εγωιστική αν όχι παραβιαστική και λογοτεχνικά ανίσχυρη στο να αποστασιοποιήσει τις προσωπικές βλέψεις του συγγραφέα από την χρειάζουσα νηφαλιότητα της αφήγησης. Ο ταξιδιώτης, ακόμα και ως συγγραφέας, οσφίζεται πεινασμένα την νέα γη, ψάχνει για γραφικά τοπία και απολαύσεις, χωρίς να αντιλαμβάνεται πως η συμπεριφορά του ενέχει κάτι το ανυπόφορα αφελές. Από την άλλη -και επ’ αυτού θα παραθέσω αναλυτικότερα ως ενδεικτικό παράδειγμα το βιβλίο του Χένρυ Μίλλερ, Ο Κολοσσός του Μαρουσιού– ο ταξιδιώτης υποπέφτει αναγκαστικά σε μια διαρκή αντικειμενοποίηση και ετεροποίηση των κατοίκων αλλά και του τόπου. Ο Μίλλερ στον Κολοσσό του Μαρουσιού ρομαντικοποιεί τα χαρακτηριστικά της Ελλάδας και του Έλληνα, γραφικοποιεί τους κατοίκους μέσα από τα κλισέ του άφθονου ηλίου και αλκοόλ στην Ελλάδα και διατείνεται πως δεν χρειαζόταν παρά ελάχιστα χρήματα για να επιζήσει κανείς στην Ελλάδα του μεσοπολέμου. Αντικρίζει λοιπόν την Ελλάδα μέσα από τα γυαλιά ενός εύπιστου και παρωχημένου φιλελληνισμού που δεν έχει ξεκάθαρη πολιτιστική πηγή και εντέλει καταλήγει ανώφελη φλυαρία. Ειδικά βεβαίως για τέτοιους είδους χρονικά, παραμένει ενδιαφέρουσα η αποτύπωση της ελληνικής ιντελιγκέντσιας του μεσοπολέμου, όταν ποιητές όπως ο Σεφέρης βρίσκονταν στα παραγωγικά τους χρόνια.

Ακόμα και στη μορφή του πνευματώδους και διασκεδαστικού memoir, όπως αυτό της Βραζιλιάνικης περιπέτειας (Brazilian Adventure, 1933) του Πήτερ Φλέμινγκ (μεγαλύτερου αδερφού του δημιουργού του Τζέιμς Μπόντ, Ίαν Φλέμινγκ) που αφορά τη διάσωση ενός χαμένου μέλους προηγούμενης αποστολής,  ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με σοκαριστικές περιγραφές αλλεπάλληλης εξολόθρευσης της τοπικής πανίδας και καταστροφής του οικοσυστήματος από τον δυτικό ταξιδιώτη.

Ο 19ος αιώνας, αντιθέτως, παρότι αποτελεί τον πυρήνα του οριενταλισμού και του εξωτισμού που κληροδότησε την ταξιδιωτική αυταπάτη στον 20ο και 21ο αιώνα, παρουσιάζει φωτεινές εξαιρέσεις απομάγευσης της ταξιδιωτικής εμπειρίας: ο μεγάλος μάστορας της απογοήτευσης, ο Φλωμπέρ, περιγράφει με πληθωρική ειρωνεία όχι τα αρχαία της Ελλάδας αλλά τις αδέσποτες κατσίκες και την βρωμιά. Δεν ενθουσιάζεται δε με το αρχαιοελληνικό κάλλος των ερειπωμένων ναών (τουλάχιστον όχι στις ημερολογιακές καταγραφές του) αλλά με τα τουρκικά πορνεία. Και επιστρέφω εδώ στην Pachedo: κατά τη συγγραφέα ο ταξιδιώτης του σήμερα έχει ανάγκη από την εξαπάτηση από την οποία ήθελε να ξεφύγει ο Φλωμπέρ. Τα πακέτα διακοπών προσφέρουν, επιφανειακά, μια αποταξικοποίηση και έναν αβάσταχτο κουλτουρολογικό εξευγενισμό: ο δυτικός άνθρωπος μπορεί από τη μια μέρα στην άλλη να “παζαρεύει” -χαριτωμένα κατά τον ίδιο- την τιμή ενός παραδοσιακού προϊόντος σε μια άλλη ήπειρο, χωρίς να συνειδητοποιεί πως αυτή η πράξη αποτελεί πολιτιστική ιδιοποίηση (cultural appropriation).

Αυτό στέκεται και ως χαρακτηριστικό παράδειγμα για το τι να περιμένει ο ταξιδιώτης από τον εργαζόμενο στον τουρισμό: μια παράσταση. Η ψευδαίσθηση της “φιλοξενίας” ο τρόπος που ο υπάλληλος του τουρισμού ενδύεται, συχνά παρά τη θέλησή του, έναν μανδύα ουδετερότητας, μια εξαναγκαστική και καλοκάγαθη συμπεριφορά, υποχρεωμένος να φέρει ένα διαρκές και σχεδόν παθολογικό χαμόγελο,εξαλείφοντας τις προσωπικές του απόψεις (όπως είδαμε και πρόσφατα στη χώρα μας, στην περίπτωση της Ρόδου, όταν εργαζόμενοι στον τουρισμό υποχρεώθηκαν να “υποδεχτούν” ένα Ισραηλινό κρουαζιερόπλοιο) θυμίζει συμπεριφορές αποικιοκρατικών εποχών. Ο εργαζόμενος καλείται να υποδυθεί τον ρόλο του ευγενικού υπηρέτη, αφού, ειδικά στις σύγχρονες τουριστικές μονάδες κάποιων αστέρων, πουλιέται η αόριστη έννοια της “πολυτέλειας”.

Επιστρέφουμε λοιπόν αταβιστικά στο φεουδαρχικό πρότυπο οργάνωσης, σε μια “φυσική” τάξη στην οποία ο εργαζόμενος καλείται να υπηρετήσει και όχι να εργαστεί, καλείται να υποδυθεί ικανοποιητικά τον φιλόξενο και τον πρόθυμο απέναντι στον -συνήθως δυτικό- αφέντη, όχι από πραγματική διάθεση, αλλά από επιβεβλημένο καθήκον επιβίωσης. Ο σημερινός εργαζόμενος στον τουρισμό, ιδίως σε χώρες που εξαρτώνται οικονομικά από την περίφημη “βαριά βιομηχανία”, καταλήγει αναπόσπαστο γρανάζι της ταξιδιωτικής ψευδαίσθησης: πρέπει να ψυχαγωγήσει, να υπομείνει, να χαμογελάσει με αντάλλαγμα έναν μισθό που συχνά δεν αντανακλά τον κόπο, τις δεξιότητες ή την προσωπική του αξιοπρέπεια.

Τα ξενοδοχεία πολυτελείας, ειδικότερα, ενσαρκώνουν πολλαπλώς ένα περιβάλλον ελιτιστικής ακρότητας, δίχως η πολυτέλεια να μένει μόνο στα ψευδεπίχρυσα πόμολα ή τα πανομοιότυπα ανακαινισμένα “μοντέρνα” ντεκόρ, αλλά αναμένουσα να εκφραστεί και μέσα από την συμπεριφορά του εργαζομένου, έτσι ώστε αυτός να δείχνει ανά πάσα στιγμή πρόθυμος, δουλικός και κατευναστικός. Η συνθήκη της “πολυτέλειας” σε τελική ανάλυση αφορά την πνευματική και σωματική καπήλευση του εργαζομένου ως ατόμου, το οποίο εξαγοράζεται πενιχρώς για να παίξει τον ρόλο του ευπροσήγορου και προσηνή, αφού οποιαδήποτε άλλη συμπεριφορά εκτός της εξυπηρετικότητας, μπορεί να θεωρηθεί επιζήμια από τον πελάτη και την επιχείρηση. Μιλάμε δηλαδή για πλήρη απανθρωποποίηση. Ο υπάλληλος γίνεται μέρος του καπιταλιστικού προϊόντος, καταναλώνεται κι αυτός από τον ταξιδιώτη, βαθμολογείται μάλιστα, σε διαδικτυακές πλατφόρμες αξιολογήσεων, για το πόσο χαμογελαστός ή όχι ήταν.

Η εργασιακή εξάντληση, συνεπώς, στην οποία βασίζεται ο τουρισμός, εξαλείφει τα όποια θετικά μπορεί να αφήσει στον ταξιδιώτη. Φυσικά πρόκειται για μια παγίδα διπλής όψης: ο τρόπος που ο σύγχρονος τουρισμός συνδέεται άμεσα με τον καπιταλισμό της πλατφόρμας τοποθετεί τον ταξιδιώτη στην ιδιότυπη και ταυτόχρονη θέση τόσο του καταναλωτή όσο και του προϊόντος: ο ταξιδιώτης φωτογραφίζει μεν, αλλά διακινεί παράλληλα και τον εαυτό του μέσα σε αυτές τις ψηφιακές δαγεροτυπίες, πουλάει την “εμπειρία” -που αγόρασε- ως ψηφιακό περιεχόμενο (content) σε κάθε λογής πλατφόρμα ψηφιακού καπιταλισμού.

“Το Ξενοδοχείο” γράφει η Pachedo, δεν είναι απλώς ένας εργασιακός χώρος, παρουσιάζεται ως φιγούρα ηθικής εξουσίας, έμπνευσης: επιδεικνύει την πολιτισμική ηγεμονία αυτών που κυριαρχούν” (σελ 27)

Ένας αδηφάγος Μολώχ, λοιπόν, είναι το ξενοδοχείο, ένας χώρος ανδροκρατούμενος, γεμάτος από μεσόκοπους με MBA στη διοίκηση επιχειρήσεων που κατασκευάζουν, με τις ευχές των κυβερνήσεων, εργασιακά περιβάλλοντα στα οποία ο μέσος εργαζόμενος όχι μόνο είναι αδύνατο να ανελιχτεί επαγγελματικά, αλλά αμείβεται κατά πολύ λιγότερο από όσο θα έπρεπε. Οι μεγαλοεπιχειρηματίες του τουρισμού, μάλιστα, συνήθως υιοθετούν ευχαρίστως τον Μύθο του αυτοδημιούργητου επιχειρηματία (βλέπε σχετικά το βιβλίο του Άντονι Γκαλουτσό). Έχει όμως κάποια βάση αυτός ο μύθος ή είναι, όπως εύστοχα σημειώνει και η Pachedo, μια “αναπτυξιακή προπαγάνδα”; Συνήθως αυτές οι ογκολιθικές επιχειρήσεις, όπως βλέπουμε περίτρανα και από το παράδειγμα της Ελλάδας, βασίζονται σε μαύρο χρήμα, αυθαίρετες οικοδομήσεις, πολεοδομικά σκάνδαλα, καπήλευση δημόσιας γης και ακτών και, συνολικά, ένα κραταιό και ευμεγέθες παρακράτος που, δήθεν, συμβάλλει στην ανάπτυξη, όταν απλώς ευνοεί τον παράνομο πλουτισμό. Βασίζεται άλλωστε σε έναν εκσυγχρονισμό τεχνητό, σε υποδομές ανεπαρκείς και πόρους που εξαντλούνται από το βάρος του υπερτουρισμού (overtourism).

Με αυτά τα δεδομένα οι διαφημιστικές μπροσούρες των φυσικών ή ψηφιακών ταξιδιωτικών γραφείων ομοιάζουν με τα ψεύτικα σκηνικά των χωριών Ποτέμκιν: αποτελούν σκηνογραφικά ψέματα.

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, δεν μπόρεσα παρά να αναλογιστώ και για το σημείο εκκίνησης αυτού του παρακράτους στην Ελλάδα: ιστορικώς οδηγούμαστε στην περίφημη “άνθηση” που γνώρισε η Ελλάδα κατά τα χρόνια της Χούντας. Όπως ακριβώς και στην Ισπανία, έτσι ακριβώς και στην Ελλάδα, η τουριστικοποίηση των δύο χωρών συνέβη σε εποχές που δεν επικρατούσαν οι δημοκρατικότερες συνθήκες.

Ήταν, λοιπόν, επί της δικτατορίας των συνταγματαρχών όταν πέρασε ο νόμος 522 του 1968, ο οποίος παραχωρούσε στα νεότευκτα τουριστικά καταλύματα την ευχέρεια να καπηλεύονται τις δημόσιες ακτές.  Η σύνδεση των απαρχών της “τουριστικής ανάπτυξης” με σκοτεινές πολιτικές περιόδους δεν είναι, συνεπώς, διόλου τυχαία, αφού μάλιστα σημειώνει και η Pachedo μια αντίστοιχη σύνδεση του τουρισμού της Ισπανίας με την φρανκική δικτατορία: αποτελεί απότοκο ορισμένων πολιτικών συμμαχιών και πολιτικής υποστήριξης που οδηγούσε σε ρουσφετολογικές επιχορηγήσεις και άδειες.

Κάτι ανάλογο διαβάζουμε και στο πολύ ενδιαφέρον δοκίμιο του Γιώργου Ρακκά, Υπερτουρισμός: ανέμελος καπιταλισμός και κοινωνική κρίση της πόλης. Ο Ρακκάς βεβαίως εστιάζει κυρίως στο φαινόμενο του υπερτουρισμού στο άστυ και πώς αυτός καταλήγει να αλλάζει τον χαρακτήρα των πόλεων, εκφυλιστικά, προς αγχώδεις αστικές δυστοπίες, παρά τους “τουριστικούς παραδείσους”. Βερολίνο, Βαρκελώνη, Παρίσι, Αθήνα. Πόλεις οι οποίες γίνονται ζωντανά “μουσεία” λόγω του ιστορικού τους βάρους και στις οποίες καταλήγει να τουριστικοποιείται και να εμπορεύεται όχι μόνο η πολιτιστική τους ιστορία, αλλά ακόμα και κοινωνικά φαινόμενα όπως η διαρκής και επίμοχθη οικονομική κρίση των κατοίκων της (κάτι τέτοιο έγινε με την περίπτωση της Αθήνας), ελλείψει άλλων οικονομικών δομών.

Ο τουρισμός ως “βαριά βιομηχανία” είναι στην πραγματικότητα ένας εύκολος τρόπος ανήθικου και επιζήμιου πλουτισμού αλλά και πνευματικής έκπτωσης. Εδώ η σκέψη του Ρακκά συγγενεύει αρκετά με της Pachedo αφού και οι δύο τους επισημαίνουν την πνευματικώς αλυσιτελή διασκέδαση “του σαββατοκύριακου”  και του fast type τουρισμού που φαίνεται να επικρατεί στις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις. Αυτός είναι και, κατά τον Ρακκά, ο “ανέμελος” καπιταλισμός, του οποίου το υποκείμενο είναι ο “περιηγούμενος συλλέκτης εμπειριών, οι επισκέπτες που ακόμα και σε ένα σαββατοκύριακο αξιώνουν να ζήσουν σαν ντόπιοι”.

Φωτογραφία: Reuters

Οι εκφράσεις εντοπιότητας, παραδοσιακότητας και αυθεντικότητας, είναι, όπως επισημαίνεται από τον δοκιμιογράφο -κι όπως εύλογα μπορεί να συμπεράνει και ο καθένας- “στερεοτυπικά κατασκευασμένες”, γεννημένες από μια καπιταλιστική επιτέλεση, που προσπαθεί υποβολιμαία, προς όφελός της, να μας ξεγελάσει. Επικεντρώνεται άλλωστε αυτή η καπιταλιστική έκφανση, όπως επισημαίνει ο ίδιος, στην “οικονομία της απόλαυσης” (σελ 66), προς όφελος ολίγων και ευνοημένων, επιβάλλοντας ταυτόχρονα νέες διακρίσεις, οξύνοντας πολιτικές πολώσεις και αναδιαρθρώνοντας το ταξικό πεδίο σε ένα τοπίο ακροτήτων: από την αλόγιστη πολυτέλεια και τις βίλες, στην οριακή φτώχεια και τα κουπόνια φαγητού.

Ο Ρακκάς αναφέρει όλα τα αρνητικά της άκρατης τουριστικοποίησης που πλέον εισβάλλει στις αποβιομηχανισμένες πόλεις όχι μόνο με τις κλασικές μορφές ξενοδοχειακών καταλυμάτων, αλλά και με τη μορφή ενός διατιθέμενου σπιτιού για βραχύχρονη μίσθωση μέσω πλατφορμών όπως το Airbnb.

Η παροχή υπηρεσιών μέσα από αυτές τις πλατφόρμες αισθητικοποιείται, καταλήγει να υπακούει σε ένα φαντασιακό που γεννιέται και τρέφεται από μια κερδοθηρική εικονοποιία.

Αυτή η ανεξέλεγκτη έκρηξη  διαδικτυακής “επιχειρηματικότητας”, η ασίγαστη “ινσταγκραμοποίηση” του φυσικού χώρου, η οικεία που μετατρέπεται σε επιχείρηση, βασίζεται σε ένα εξιδανικευμένο μοντέλο νεοφιλελευθερισμού που θέλει τον εργαζόμενο να ενδίδει σε μια επιδημία αστόχαστης επενδυτικότητας και εκμετάλλευσης κάθε δυνατού πόρου και που δρα άκρως επιζήμια για τους εκάστοτε τόπους: το κόστος ζωής αυξάνεται, πιέζονται οι ανεπαρκείς υποδομές, αλλοτριώνεται το φυσικό και το αστικό τοπίο. Και αυτό δεν συνιστά αποκλειστικά, κατά τον Ρακκά, φαινόμενο του υπερτουρισμού (overtourism) αλλά συνολικά μια αρνητική παράμετρο της ανεξέλεγκτης τουριστικόποιησης των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα και των αρχών του 21ου αιώνα που αποτέλεσαν επί της ουσίας μια “αναπτυξιακή παγίδα” ή, όπως σημειώνει αντιστοίχως και η Pachado μια μανία “αναπτυξιοκρατίας”.

Τα αρνητικά, άλλωστε, όπως γίνεται φανερό από όλα τα παραπάνω, υπερτερούν κατά πολύ των θετικών: η ταξιδιωτική υπερκινητικότητα των φθηνών πτήσεων επιβαρύνει ασφυκτικά την ήδη σφύζουσα κλιματική κρίση και, παρά τις φιλικές επιγραφές περί “οικολογικών καταλυμάτων” ο τουρισμός τόσο στις παραδοσιακές ξενοδοχειακές μονάδες όσο και στην βραχυχρόνια μίσθωση των Airbnb (και μάλιστα στη δεύτερη περίπτωση με πολύ μεγαλύτερο και ανεξέλεγκτο οικολογικό αποτύπωμα) παραμένει μια από τις μεγαλύτερες αιτίες του κλιματικού προβλήματος. Ο μεγάλος αριθμός τουριστών που δέχονται οι πόλεις και τα νησιά εξαντλούν τους δημόσιους πόρους και τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Η λειψυδρία σε περιοχές όπως η Νάξος, σε συνδυασμό με την άνοδο της θερμοκρασίας, οδηγούν σε καταστροφές καλλιεργειών και πλήττουν τον πρωτογενή τομέα. Παράλληλα, η διαρκής “σκηνοθεσία” του τουριστικού τόπου κατισχύει σε κάθε τομέα του ιδιωτικού και δημόσιου βίου. Οι πόλεις υποχρεούνται να μένουν “άγρυπνες”, να προσφέρουν στο καταναλωτικό υποκείμενο διαρκείς πηγές φεστιβοποίησης. Πρόκειται για “έναν πιθαναγκασμό προς διοργάνωση αλλεπάλληλων πολιτιστικών γεγονότων και εκδηλώσεων, που σχεδόν καθημερινά οφείλουν να γεμίζουν την ατζέντα: εκδηλώσεις υπερηφάνειας, μαραθώνιοι, πάρτι, συναυλίες και κάθε λογής φεστιβάλ -οι πόλεις προκειμένου να ανταποκριθούν στα καθημερινά πρότυπα των “ζωντανών” πόλεων, οφείλουν να αναπαράγουν μια συνθήκη πανηγυριού επί 365 ημέρες το χρόνο” (σελ 55)

Κλείνοντας επανέρχομαι στην αναγκαιότητα της μνήμης όπως την επισήμανε η Pachedo: κάθε φορά που κοιτάμε τις φωτογραφίες από τις διακοπές μας ή τα “παραδοσιακά” σουβενίρ μας που κοσμούν ως λάφυρα τα σπίτια μας, οφείλουμε να αναλογιστούμε το μέλλον ως παρελθόν, οφείλουμε να θυμηθούμε τις σκουριασμένες διασκεδάσεις του παρελθόντος και να επιλέξουμε, λόγω αυτής της ευδιάκριτης, ντροπιαστικής και συντριπτικής σκουριάς, διαφορετικού τύπου ταξίδια στο μέλλον.

[1] (βλέπε σχετικά την ανάλυση του γράφοντος στο σχετικό αφιέρωμα του περιοδικού Θράκα )

 

 

Ο Αντώνης Γουλιανός είναι συγγραφέας, κριτικός και ψάρι του γλυκού νερού. Έχει εκδώσει ένα μυθιστόρημα και μια συλλογή διηγημάτων με ψευδώνυμο.