Ο
πειραματισμός πάνω στην παράλληλη παρουσίαση δυο προσώπων ξεκινά συνήθως από τα
ασφαλή δεδομένα που συσχετίζουν τα δύο πρόσωπα. Άμεση ή έμμεση καταφυγή του
Σολωμού στον Blake δε μαρτυρείται και αυτό καθιστά δύσκολη την αντιπαραβολή ή
την ποιητική τους ταύτιση. Όμως, τα στοιχεία που ενισχύουν την απόπειρα είναι
ενθαρρυντικά, πέραν της γενικής και όχι τόσο συγκεκριμένης εικόνας που δίνουν.

Η
κοινή ένταξή τους στο ρομαντικό κίνημα και την ιδεολογία του δε μπορεί να
αποδεικνύει, αυτή καθ’ εαυτή, τα κοινά τους σημεία στην ποιητική τους, παρά μια
τυχαία κοινή παρουσία στα «ρομαντικά χρόνια». Τα μόνα στοιχεία που υπάρχουν,
όσον αφορά αυτή τη σχέση, είναι πως ο Blake εμφανίζεται πολύ νωρίτερα από το
Σολωμό- ήδη από τα 1783- ενώ ο δεύτερος πολύ αργότερα – γύρω στα 1820. Μέσα,
όμως, σ’ αυτή τη διαπίστωση κρύβεται και η επινόηση του τίτλου αυτής της
εργασίας, καθώς η μίμηση, την οποία ο Παλαμάς ονόμασε διανοητική συγγένεια,
αποτελεί αναπόφευκτη διαδικασία στη ποιητική και το έργο ενός συγγραφέα, ο
οποίος δεν ανατρέφεται διανοητικά μακριά και έξω από την περριρέουσα ατμόσφαιρα
της εποχής του. Σίγουρα, η αναζήτηση εδώ δε μπορεί να στηριχθεί στο κλίμα της
εποχής, κάτι που θα υπονόμευε το ίδιο το εγχείρημα. Η δυσκολία, όμως, στην
απευθείας συνεξέταση του έργου των δυο, στην οποία θα βοηθούσαν κάποια καταγεγραμμένα
στοιχεία, επιβάλλει την εξέταση κάποιων κοινών τόπων του ρομαντισμού και στους
δυο. Ο ίδιος λόγος ευνοεί και την έκθεση της διαφορετικής ματιάς σε ανάλογους
τόπους στους δυο ποιητές. Η κοινή ανάπτυξη των θεμάτων αυτών και απ’ τους δυο
αποδεικνύει και την ευλογοφάνεια του εγχειρήματος, φέρνοντας ακόμη πιο κοντά το
Σολωμό στον ευρωπαϊκό ρομαντισμό και αποδεικνύοντας τον ιδιαίτερο ρομαντισμό
του σε σχέση με αυτό άλλων Ελλήνων ρομαντικών.

Τα
κείμενα που επιλέγονται για παραλληλισμό στο συγκεκριμένο δοκίμιο είναι του μεν
Blake Οι γάμοι του Ουρανού και της Κόλασης ενώ του Σολωμού Η Γυναίκα
της Ζάκυθος
, των οποίων το περιεχόμενο εκφράζει σε μεγάλο βαθμό την
ποιητική και των δυο αντίστοιχα. Ο μεμονωμένος χαρακτήρας που προσλαμβάνει η
εξέταση επιτάσσεται απ’ τη σπουδαιότητα των κειμένων και την ιδιαίτερη θέση που
κατέχουν μέσα στο έργο του καθενός αντίστοιχα. Απ’ τη μια Η Γυναίκα της
Ζάκυθος
αποτελεί ένα απ’ τα πιο ιδιότροπα κείμενα της νεοελληνικής
λογοτεχνίας και το μόνο πεζό «ποίημα» του Σολωμού, απ’ την άλλη Οι γάμοι του
Ουρανού και της Κόλασης
ξεχωρίζουν για το περιεχόμενό τους στην ιστορία της
αγγλικής ποίησης και είναι το μόνο κείμενο του Blake γραμμένο κατεξοχήν σε
πρόζα. Επιπλέον, και οι δυο εμπνέονται και συντάσσουν τα κείμενα στα χρόνια
ανάμεσα στην ποιητική εφηβεία και την πνευματική ωρίμανση, χρόνια που
συνδέονται για τον Blake με τη Γαλλική Επανάσταση και το Σολωμό με την πτώση
του Μεσολογγίου και τα επαναστατικά ελληνικά χρόνια. Και μόνο η σύνδεση 
των κειμένων με τέτοια γεγονότα θα
μπορούσε να αποτελέσει θέμα μιας ιστορικοκοινωνικής κριτικής, κάτι που έχει
έντονα γίνει για το κείμενο του Σολωμού
1. Όμως, το δοκίμιο αυτό στόχο έχει να
καταδείξει πέρα απ’ τα εξωκειμενικά τους χαρακτηριστικά, τη σύλληψη και
πρόσληψη απ’ τον καθένα της έκστασης, του υπερβατικού στοιχείου, την ιδέα μιας
προφητικής αντίληψης και μια εν γένει κοσμοαντίληψη των ποιητών, δικαιολογώντας
και τον τίτλο τους ως «προφητικά κείμενα» και μαζί – ως στοιχείο για την
ιστορία των αισθητικών θεωριών – την ένταξή τους στο ρομαντικό κίνημα. 



Ποιητική
και φαντασία

«Η
φαντασία αποτέλεσε κι αποτελεί ισχυρό μέσο στην ποιητική σύνθεση και χώρο
καταφυγής του ποιητικού Εγώ μέσα στον οποίο δημιουργεί, αποδομεί,
καταστρέφει, εκθέτει κι εκτίθεται». Το να ξεκινήσει κανείς απ’ την παραδοχή
αυτή προδίδει την ταυτότητα της εργασίας του και ορίζει τα πλαίσια στα οποία
κινείται. Έχοντας, όμως, επιλέξει τα κείμενά του και μελετώντας τα καταλήγει
στις διαπιστώσεις του. Κι εδώ τα κείμενα προσφέρονται για διαπιστώσεις. Ο χώρος
κι ο χρόνος που τα γέννησε πληρούν τις προϋποθέσεις για την εκπεφρασμένη
εσωτερική αναζήτηση και παράλληλα αξιώνουν την ενεργοποίηση του φαντασιακού
πνεύματος. Τα μεταδιαφωτιστικά χρόνια έφεραν την πλήρη άρνηση αξιών και θεσμών,
την ανατροπή της παραδοσιακής ηθικής, την αμφισβήτηση της έννομης τάξης στην
πνευματική και κοινωνική ζωή. Η οριοθέτηση αυτή αποτελεί βασικό άξονα για την
εξέταση του ρόλου που η φαντασία ανέλαβε τα χρόνια εκείνα και αναλαμβάνει
πάντα, ως τη αντιπαλότητα και μόνη διέξοδο στον ορθολογισμό του Διαφωτισμού. Η
ρομαντική αποδοχή του γύρω κόσμου δεν περιορίστηκε στην επίφαση των γεγονότων
αλλά διείσδυσε στην ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης αναδομώντας τη και
ανατρέποντας σχεδόν τα πάντα, δημιούργησε εν ολίγοις ένα νέο κόσμο.

Η ανάκριση
κι άρνηση του παρελθόντος απομυθοποίησε τη συλλογικότητα στην πνευματική κίνηση
κι ενθάρρυνε την υπερίσχυση της προσωπικής, ανεξάρτητης δημιουργίας. Το
ξεκίνημα βέβαια του «κύκλου της Ιένας» το αντίθετο μπορε
iνα αποδείξει. Η γενικότερη
πορεία, όμως, του Ρομαντισμού αποδίδει σαφή προβίβαση στην πρώτη.
Χαρακτηριστική είναι η φράση του Lovejoy που μιλά για «ρομαντισμούς» κι όχι
ρομαντισμό, καθώς στην εξέλιξή του το κίνημα διέφερε από περιοχή σε περιοχή κι
από συγγραφέα σε συγγραφέα. Η τεράστια διάδοση της νέας ιδεολογίας δεν αφήνει
ασυγκίνητη την υπόλοιπη Ευρώπη. Στην Αγγλία ο ρομαντισμός δεν αποκτά τη
συγκρότηση που αποκτά στη Γερμανία αλλά το σθένος του είναι επίσης μεγάλο.
Έτσι, ο Coleridge, o Wordsworth, o Blake κ.α. συνιστούν την «αγγλική ομάδα» και
μαζί απ’ τους κυριότερους εκπροσώπους του ρομαντισμού στην Ευρώπη.

Η λογοτεχνική και φιλοσοφική
σύμπραξη για την ενίσχυση της «νέας» ιδεολογίας αποκτά μεγάλες διαστάσεις. Η
μαζικότητά της δηλώνει μια σαφή τάση αναγέννησης σε όλους τους τομείς του
πνεύματος. Η σχέση πλέον της φιλοσοφίας με τη φύση, το Θεό, την κοινωνία,
μεταλλάσσεται περνώντας τη φάση της αμφισβήτησης και του επαναπροσδιορισμού. Η
σχέση ανθρώπου και φύσης αποκτά έναν αποκρυφισμό,καθώς η φύση ενέχει την Ουσία του
Πνεύματος, μια θεϊκή υπόσταση, και γίνεται από αντικείμενο παρατήρησης
Υποκείμενο ζωντανό και ενεργό που αποκαλύπτει στην ανθρώπινη υπόσταση την
Αλήθεια. Με τη θεοποίηση της φύσης ο Θεός παύει να αποτελεί ένα πρόσωπο μιας
θρησκείας με ορισμένες ιδιότητες, χάνει τη θρησκευτική του ταυτότητα και
διαμοιράζεται σε μια πανθεϊστική αντίληψη των φυσικών αντικειμένων-Υποκειμένων.
Η κατάργηση, έτσι, της έννομης τάξης και ηθικής καταλήγει στην επανάσταση του
νου, στην έξαψη της εσωτερικής παρόρμησης, στη μη υπακοή στους κοινωνικούς
κανόνες και τον εξωτερικό κόσμο, στην εμπιστοσύνη στην ενδόμυχη αυτοαποκάλυψη,
σε μια νέα ηθική, στη φαντασία, την έκσταση, το όραμα, εν ολίγοις στον
προσωπικό κόσμο.

Το πλαίσιο που δημιουργείται
πλέον ευνοεί την απόλυτη και χωρίς περιορισμούς ελευθερία σε όλες τις
ανθρώπινες εκφράσεις, πάνω στην οποία η νέα λογοτεχνική πραγματικότητα στηρίζει
τις δημιουργίες της. Μέσα στο κλίμα αυτό ο Blake κι ο Σολωμός γαλουχούνται,
κάτω από διαφορετικές συνθήκες ο καθένας, δημιουργούν κι εκφράζουν. Ο 18 ος αιώνας
στην Αγγλία και γενικότερα στην Ευρώπη είναι ο αιώνας της κατεδάφισης του
κλασικισμού. Η αντίληψη για την τέχνη ως μίμησης της πραγματικότητας και η
ορθολογιστική σκέψη καταρρέουν σταδιακά. Στα μέσα του αιώνα γεννιέται ο Blake,
του οποίου τα παιδικά οράματα (ο ίδιος μαρτυρεί ότι έβλεπε αγγέλους) αποτέλεσαν
καθοριστικό παράγοντα στην πνευματική του ζωή και τον οδηγό στη συγγραφή του.
Μέσα στη συντηρητική αγγλική κοινωνία και πολιτική θα προτάξει την επαναστατική
του φωνή καθαιρώντας παραδοσιακές αξίες και θεσμούς και φτιάχνοντας το δικό του
κόσμο. Η εκκλησία και ο δογματισμός της και η πολιτική διοίκηση τον οδηγούν
στην ανελευθερία και φυσικά ήταν δύσκολο για έναν άνθρωπο με οράματα και όχημα
τη φαντασία να ενδώσει στην έννομη τάξη. Η φύση αποτελεί τον πυρήνα, την
πεμπτουσία της πραγματικής ζωής και κατ’ ουσία το Θεό. Στη φύση βρίσκεται η
αλήθεια της ζωής και αυτή μπορεί να προσφέρει τα μέσα για την προσέγγιση της
αληθινής Ουσίας. Η άποψη αυτή του Blake συνιστά την κυρίαρχη άποψη του ρομαντισμού,
κρατά όμως μαζί και το προσωπικό στοιχείο του. Η φύση, ως ο αληθινός κόσμος,
κόσμος θεϊκός, δε στηρίζεται σε δογματικές επιταγές παρά υποστηρίζει την
απόλυτη ελευθερία. Στη λογική αυτή η θεϊκή ηθική με το μανιχαϊστικό ζεύγος
καλού-κακού παύει να ισχύει. Η παύση της σηματοδοτεί παράλληλα και την άρνηση
της ύπαρξης ή αποδοχής μιας αληθινής και μοναδικής θρησκείας. Τα βιβλία του All
religions are one
και There is no natural religion εκφράζουν αυτή
ακριβώς τη λογική της αναίρεσης η οποία υπερφαλαγγίζει τη μανιχαϊστική
αντίστιξη και απολυτότητα, προσδίδοντας στο κακό και το καλό ουδετερότητα.
Αντιμαχόμενος μάλιστα το one). Η θρησκευτικότητα του Blake έγκειται στην
υπεράσπιση της εσωτερικής δύναμης και κάθαρσης του ανθρώπου κι αυτό προϋποθέτει
την καθ΄ ολοκληρία βίωση των επιθυμιών. Υποστήριξη του κακού δε σημαίνει άρνηση
του καλού: η ανθρώπινη ύπαρξη, όπως όλος ο κόσμος, διαθέτει και τις δυο αξίες.
Ωστόσο, το καλό στον Blake αποκτά την ιδιότητα της εμπειρίας κι έτσι ταυτίζεται
με την κοινή αντίληψη του κακού που έχει ο άνθρωπος.

Η φαντασία, λοιπόν, αυτόματα
αποκτά μέσα της μια ουσία κακού και καλού συνάμα, μια σημαντικότητα
ανυπέρβλητη, καθώς υπερβαίνει τη λογική, η οποία κρατά δέσμιο τον άνθρωπο στον
πεπερασμένο κόσμο της εμπειρίας. «Για τον Blake ειδικότερα, ολόκληρη η
πραγματικότητα-τόσο ο κόσμος της εμπειρίας όσο και ο κόσμος της
φαντασίας-συνιστά μια διανοητική κατασκευή»2. Και ενώ ο Λόγος (λογική), όπως
χαρακτηριστικά λέει, δε βοηθά τον άνθρωπο να φτάσει την Ουσία, αφού τον
εγκλωβίζει στα όριά του, η φαντασία τον βοηθά να ζήσει τον πραγματικό κόσμο που
του αποκαλύπτει τη μυστική αλήθεια του. Η χρήση της λέξης Λόγος κι όχι λόγος
δημιουργεί μια ατμόσφαιρα θεοποιημένων λέξεων-Ενεργειών και συγκεκριμένα εδώ
παραπέμπει στην άρνηση της αξίας του Λόγου Θεού, ο οποίος στη θρησκεία είναι η
πηγή και ο φορέας της Αλήθειας. Δημιουργώντας ο Blake τη δική του ονοματολογία
και μυθολογία υποκαθιστά την αξία του Λόγου με αυτή του Τίγρη, σύμβολο στο έργο
του δύναμης κι ορμητικότητας. Η σύνεση του Λόγου δε τον ικανοποιεί, καθώς
εκμηδενίζει την ελευθερία του ανθρώπου και δε τον βοηθά στην ένωσή του με το
θείο.

Η φαντασία ως διανοητική
κατασκευή στον Blake μετουσιώνεται στην ίδια τη μυθολογία του, μέρος της οποίας
αποτελούν ο Λόγος και ο Τίγρης. Ο κόσμος του πανθέου του περιλαμβάνει πρόσωπα
στα οποία συγκεντρώνεται όλη η δύναμη των ανθρώπινων χαρακτηριστικών. Το έργο The
Four Zoas
( απ’ την ελληνική λέξη ζώα) σηματοδοτεί την αντίληψή του για τα
βασικά συστατικά στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Ούρθονας (Φαντασία), ο
Θάρμας (Αισθήσεις), ο Ούριζεν (Νους) κι ο Λούβαχ (Καρδιά) είναι οι 4 δυνάμεις
που ορίζουν τη φύση του ανθρώπου. Χαρακτηριστικό είναι πως ο Ούριζεν
περιγράφεται ως αυταρχικός τύραννος. Τα υπόλοιπα πρόσωπα που συνθέτουν το
μυθολογικό του κόσμο είναι η Θελ (αθωότητα-εμπειρική αξία), ο Όρκ
(επαναστάτης), ο Άλμπιον (αιώνιος άνθρωπος) κι ο Λος (προφήτης). Ο Λος
συμβολίζει τις οραματικές και δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου και σίγουρα
ένα τέτοιο πρόσωπο δε μπορεί παρά να είναι ένας ποιητής που διαθέτει τη
φαντασία που ενεργοποιεί το όραμα. Η προφητική ιδιότητα του ποιητή αποτελεί
καθολική ιδεολογία στα χρόνια του ρομαντισμού, καθιστώντας τον το μόνο φορέα
των αποκαλυπτικών μέσων και το μόνο που δύναται να φτάσει στο Άπειρο. Τη
θεματολογία του στην ποίηση αποτελούν αυτές οι προσωποποιημένες αξίες που
συνθέτουν τον προσωπικό κόσμο του και χώρο του ενοράματος. Συγκεντρώνουν όλη τη
μυστική και θεϊκή δύναμη συμπιεσμένη δημιουργώντας την ατμόσφαιρα έκστασης και
πληρότητας. Στην υπερβατική σχέση ποιητή-Ουσίας ο ποιητής γίνεται ο εκπρόσωπός
της στον εμπειρικό κόσμο και με την ποίησή του καθορίζει την ουσία της
αλήθειας.

Η εμπειρία της «θέωσης»
χαρακτηρίζεται από τον Blake με τη λέξη astonishment (κατάπληξη). Η εμπειρία
της κατάπληξης αυτής σημαίνει, κατά μια έννοια, την απολίθωση, την πληρότητα
απ’ την εσωτερική δύναμη που τη δημιουργεί η επαφή με το θείο, το Άπειρο [to
experience astonishment means, in one sense, to turne to stone, to be ‘filled’
with the inducing power-and filled solid]3. Τη λέξη ο Blake τη χρησιμοποιεί
αρκετά συχνά στα έργα του καθώς αποτελεί το καταληκτικό συναίσθημα της
εμπειρίας της «θέωσης». Ζώντας την κατάπληξη αυτή, ο ποιητής δημιουργεί ένα
έργο που προκαλεί την κατάπληξη, ώστε ο αναγνώστης-ή καλύτερα ο θεατής
αναγνώστης- να βιώσει και να δει αυτό που ο ποιητής μπόρεσε να δει, καθώς ο
ίδιος αδυνατεί να προσεγγίσει απευθείας την ουσία της Αλήθειας. Έτσι, ξεφεύγει
απ’ τον απατηλό κόσμο της εμπειρίας και ζει την Αληθινή εμπειρία. Η διαδικασία
της ποιητικής δημιουργίας αποτελεί στον Blake μυστήριο ζωής, ένωση με το θείο
και άνοιγμα προς τον άνθρωπο. Είναι η ίδια μια θεϊκή ενέργεια και δημιουργία.

Μεταγενέστερος του Blake ο
Σολωμός διαμορφώνει κι αυτός τον πνευματικό του χαρακτήρα σε ένα περιβάλλον
αντίστοιχο. Η Ιταλία στην οποία καταφεύγει ήδη από 10 ετών (1808) είχε γνωρίσει
το ρομαντισμό και η λόγια κίνηση της εποχής τον είχε κάνει αποδεκτό δίπλα στο
νεοκλασικισμό. Με δασκάλους τους Μόντι, Τόρτι, Μαντσόνι και φυσικά τον Ούγκο
Φόσκολο, ο Σολωμός ξεκινά νωρίς τα ποιητικά του σχεδιάσματα και πειραματίζεται
στα ρομαντικά θέματα. Οι νέες ιδέες για τη φύση, την τέχνη, τον κόσμο τον
αγγίζουν. Ωστόσο, στη ρομαντική έξαρση που οι δάσκαλοι διδάσκουν ο ίδιος
αντιπαραβάλλει τη φράση: «Πρέπει πρώτα με δύναμη να συλλάβη ο νους κι έπειτα η
καρδιά θερμά να αισθανθή ό,τι ο νους συνέλαβε». Στη φράση αυτή κλείνεται όλη η
θεωρία του και μαζί η μεθοδολογία του. Η λειτουργία του νου, αναπόσπαστο μέρος
του ανθρώπου, επιτάσσει την ενεργοποίηση των αισθητηρίων της διανόησης η οποία
συλλαμβάνει τα ερεθίσματα. Θυμίζει αρκετά την άποψη περί διανοητικής κατασκευής
που εξέφραζε ο Blake. . Το χώρο έμπνευσης αποτελεί η φύση κι ο γύρω κόσμος, όχι
όμως με τη γνωστή διάσταση παρά μ’ αυτή που η νόηση δίνει στα αντικείμενα
παρατήρησης. Φυσικά αυτό δεν καταργεί τη φαντασία ή το όραμα. Η νόηση μπορεί να
προσεγγίσει την Αλήθεια μέσω της ενόρασης. Η πλήρωση των αισθημάτων επέρχεται
με την εικόνα που η νόηση φυλακίζει κι εκεί το αίσθημα-λυρική έξαρση βιώνει την
πνευματική κι εσωτερική εμπειρία. Και στον Blake και στο Σολωμό η όλη
διαδικασία γίνεται εσωτερικά, σα να διαθέτει ο άνθρωπος την πρόγευση ή
προτύπωση της Αλήθειας του κόσμου μέσα του. Η διαφορά τους έγκειται στην
πρωτοκαθεδρία του Νου και το ρόλο της Ψυχής. Στον Blake ο Νους (Ούριζεν)
περιγράφεται ως αυταρχικός τύραννος.

 Η σημαντικότητα που ο καθένας δίνει στο
Νου πηγάζει κι απ’ την προσωπική τους φιλοσοφία. Κι ο Σολωμός επηρεάζεται
σημαντικά απ’ τους Γερμανούς ρομαντικούς. Τα έργα τους τα γνώριζε απ’ τις ιταλικές
μεταφράσεις που έκανε για χάρη του ο Νικόλαος Λούντζης. Η γνωριμία του Σολωμού
με τους Γερμανούς γίνεται σταδιακά σε όλη τη φάση της πνευματικής του πορείας.
Η πριμοδότηση στο Σολωμό του Νου θυμίζει αρκετά την αντίστιξη αίσθησης-νόησης
που ο Κάντ πραγματοποιεί. Σύμφωνα με τον Κάντ «η αίσθηση έγκειται στην
ικανότητα να δεχόμαστε παραστάσεις επηρεαζόμενοι απ’ τα αντικείμενα, ενώ η
νόηση χαρακτηρίζεται απ’ το ότι αυτενεργεί συνάπτοντας τις παραστάσεις μέσω περιορισμένων κανόνων». Συνεπώς,
η αίσθηση αποτελεί το παθητικό μέρος ενώ ο νους το ενεργητικό. Η φράση του
Σολωμού στην οποία ορίζεται ο ρόλος του νου και της ψυχής, που είδαμε παραπάνω,
σίγουρα μπορεί να ταυτιστεί μ’ αυτή τη φράση του Καντ. Το πρόβλημα ανακύπτει στη
σύνδεση της άποψης περί αίσθησης και νόησης του Blake και την καντιανή θεωρία.
Ο Blake θεωρεί πως οι αισθήσεις είναι το ενεργητικό μέρος καθώς αυτές
απελευθερώνουν την εσωτερική ορμή. Η λογική κρατά τον άνθρωπο παθητικό, άβουλο
και μακριά απ’ την εκστατική εμπειρία. Σύνδεση του Blake και του Κάντ δε μπορεί
εδώ να γίνει, παρά μόνο στα πλαίσια μιας ρομαντικής αντίληψης του κόσμου.
Εξάλλου, ο αγγλικός ρομαντισμός δε διέθετε το φιλοσοφικό υπόβαθρο του
γερμανικού κι έτσι τα πλαίσια εξέτασης μπορούν να περιοριστούν μόνο σε εικασίες
και πιθανολογήσεις. Η συσχέτιση της σολωμικής θεωρίας με τον Blake και τον Κάντ
μαζί (όπως και με άλλους Γερμανούς ρομαντικούς) αποβαίνει στο εξής συμπέρασμα:
η μπλαιική αντίληψη εκφράζει την προσωπική τακτική του την οποία περνά στο έργο.
Παράλληλα η διανοητική κατασκευή δεν αποκλείει τις αισθήσεις της διανόησης για
τη δημιουργία του προσωπικού μύθου. Εξάλλου, οι όλες ρομαντικές πρακτικές
εκπροσωπούνται απ’ τις ατομικές φιλοσοφικές θεωρήσεις που, ωστόσο, συγκλίνουν
σε μια άποψη: ο άνθρωπος πλέον γνωρίζει τον εσωτερικό του κόσμο και οδηγείται
μέσα απ’ αυτόν στην Αλήθεια.

Η σολωμική θεωρία περί ηθικής που
δεν είναι ανεξάρτητη απ’ την παραπάνω φράση του, έχει ακόμη κάτι κοινό με την
καντιανή ηθική. Η έννοια του Χρέους και της ελευθερίας αποτέλεσαν τα κυρίαρχα
μοτίβα στην ποιητική του σύνθεση «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι».Κατά την καντιανή
άποψη « ο ηθικός νόμος δεν εκφράζει τίποτε άλλο απ’ την αυτονομία του πρακτικού
λόγου, δηλαδή της ελευθερίας». Το Χρέος, που αποτέλεσε την πρώτη πρόταση τίτλου
για το ποίημα «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», σηματοδοτεί την πριμοδότηση στο καλό,
στο αντιστικτικό ζεύγος καλό-κακό. Σε όλη την ποιητική πορεία του Σολωμού το
καλό αποτελεί την απόλυτη μορφή ελευθερίας του ανθρώπου. Είναι σαφής στο ποίημα
η θυσία των πολιορκημένων προς χάριν της εσωτερικής τους ελευθερίας.

Και στο Σολωμό όμως το καλό δεν
αποκτά την κατά συνθήκη παρά μια Αιώνια και Άπειρη μορφή που μάχεται το κακό,
που στη θεωρία του δεν είναι άλλο απ’ την υποταγή στη ύλη. «Η νίκη του
πνεύματος πάνω στην ύλη, νίκη όμως που κερδίζεται με μια σειρά ολόκληρη από
θυσίες, που φτάνει ως την υπέρτατη θυσία, τη στιγμή που δεν υπάρχει από πουθενά
καμιά ελπίδα, η νίκη του ηθικού ανθρώπου που πραγματοποιεί την έννοια του
Χρέους, είναι ιδέες που πηγάζουν από βαθιά θρησκευτική συνείδηση»

Η ποιότητα αυτή της
θρησκευτικότητας του Σολωμού αντιβαίνει αυτής του Blake που πρόσκειται στην
κυριαρχία του κακού, το οποίο εκφράζει τις απελευθερωμένες ενέργειες του
σώματος, και γίνεται για τον Blake καλό. Εν συντομία, τα ζεύγη θα μπορούσαν να
ήταν για το Σολωμό πνεύμα-καλό-ηθική και για τον Blake σώμα-καλό-ανήθικο. Η
ύλη-σώμα στον δεύτερο δεν περιλαμβάνει, βέβαια, την έννοια της ύλης στο νοητό
κόσμο παρά τις επιθυμίες του σώματος που προσλαμβάνουν διαστάσεις
αντιυλικές-πνευματικές, ως βασικά στοιχεία συγκρότησης της ανθρώπινης
ελευθερίας. Στο Σολωμό ο νους-πνεύμα δημιουργεί τη δική του ηθική και μάχεται
τις σαρκικές-υλικές επιθυμίες που οδηγούν τον άνθρωπο στην πτώση. Η πτώση αυτή,
αντίθετα, στονBlake
γίνεται η μόνη Αλήθεια γι’ αυτό και ο Σατανάς αποκτά τις θεϊκές διαστάσεις, ενώ
στο Σολωμό παραμένει εκπρόσωπος του κακού και της διαφθοράς.

Στη θρησκειολογική του διάσταση η
υποστήριξη του Σατανά απ’ τον Blake δηλώνει σε ένα κοινωνικό πλαίσιο και την
αντίδρασή του προς την εκκλησιαστική τάξη η οποία στόχο είχε να χαλιναγωγήσει
το λαό με τις καθιερωμένες της αξίες. Γι’ αυτό κι ο Blake αντιδρά σε
οποιοδήποτε συντηρητισμό και τάσσεται υπέρ της Γαλλικής Επανάστασης, που στο
έργο του Οι γάμοι του ουρανού και της κόλασης είναι εμφανής στο
τελευταίο μέρος με τίτλο «Τραγούδι Ελευθερίας». Η ίδια, όμως, τακτική
παρατηρείται και στο Σολωμό, καθώς η πολιορκία του Μεσολογγίου και εν γένει η
Ελληνική Επανάσταση αποτελούν πηγές σπουδαίας έμπνευσης. Ωστόσο, στο Σολωμό η
θρησκευτική συνείδηση παραμένει στα πλαίσια του Χριστιανισμού και της ηθικής
του. Εξάλλου, τα πρώτα του ιταλικά ποιήματα δείχνουν την αγάπη προς το
Χριστιανισμό και τα πρόσωπά του. Η διαφορά τους αυτή αποτελεί και βασικό
στοιχείο της λογοτεχνικής ανταπόκρισης της οπτικής αυτής. Η Ύψιστη Αναγκαιότητα
στο Σολωμό γίνεται το καλό που πηγάζει απ’ την εσωτερική ηθική. Στον Blake ο
συλλογισμός οδηγεί στο αντίθετο.

Το διαφορετικό περιβάλλον στο
οποίο ζουν οι δυο προσφέρει και διαφορετικές προσλαμβάνουσες. Όμως, υπάρχει ένα
κοινό στοιχείο που επιτρέπει την κοινή τους παρουσίαση: η ελευθερία του
ανθρώπου, η οποία πλαισιώνεται στον καθένα απ’ τη δική της ηθική και τις δικές
της αξίες. Στην αντιπαραβολή αυτή θα βοηθήσουν δυο κείμενα, Οι γάμοι του
ουρανού και της κόλασης
του Blake και Η Γυναίκα της Ζάκυθος του
Σολωμού.

Προφητικός λόγος και ηθική
στην πράξη

Οι γάμοι του ουρανού και της
κόλασης
γράφονται και εκδίδονται στα χρόνια 1790-1793, λίγο μετά τη
Γαλλική Επανάσταση. Ο απόηχος της έξαρσης είναι έκδηλος μέσα στο έργο. Στη
λογική της επαναστατικότητας το έργο μπορεί να χαρακτηριστεί σφόδρα
επαναστατικό. Ήδη από την αρχή του έργου, τη «Σύνοψη», ο Blake ενεργοποιεί την
προσωπική του μυθολογία:

Βρυχάται ο Ρίντρα και φωτιές
ξερνάει στο φορτωμένο αέρα

πεινασμένα σύννεφα κρέμονται πάνω
απ’ την άβυσσο

Η ατμόσφαιρα που δημιουργείται
και η εικόνα που κατασκευάζει απ’ την αρχή ο Blake αναγάγουν σε προφητική
βιβλική σκηνή. Η εικόνα, αποκύημα της έκστασης, θυμίζει την Αποκάλυψη του
Ιωάννη, όπου ο Θεός λάμπει σαν ήλιος, «τα μάτια του σαν τη φλόγα της φωτιάς, το
πόδια του όμοια με χαλκολίβανο λαγαρισμένον στο καμίνι». Η εκστατική αυτή
κατάσταση του ποιητή αγγίζει την αποκάλυψη του κόσμου του Απείρου, όπου ο
Ρίντρα γίνεται η προσωποποίηση της οργής. «Στα προφητικά έργα του Blake ο
Ρίντρα συμβολίζει την Οργή. Είναι ο οργισμένος προφήτης…». Η δημιουργική λειτουργία της Οργής στον
μπλαιικό κόσμο συνιστά την άμεση ενεργοποίηση του κόσμου των συναισθημάτων, του
εσωτερικού κόσμου, ο οποίος εικονοποιείται από την ποιητική πράξη με τα
μαινόμενα στοιχεία του κόσμου και του Σύμπαντος. Η φαντασία προβάλλει ένα
σκοτεινό και συννεφιασμένο κόσμο αναταράξεων. Στον κόσμο αυτό περιτριγυρισμένος
απ’ τη φύση, περπατά ο «δίκαιος άνθρωπος», στον οποίο ο Blake αποδίδει τα
στοιχεία του καλού. Η εμφανής σχέση δίκαιου-πρωτόπλαστων δικαιώνεται απ’ την
«έκπτωση» του απ’ τον τόπο της ομορφιάς σε «άγονους τόπους», προτύπωση της έκπτωσης
Αδάμ και Εύας από τον παράδεισο. Η αρχετυπική σχέση φύσης-ανθρώπου καθορίζει τη
θεϊκή υπόσταση της πρώτης, της οποίας την ουσία ο άνθρωπος αναζητά στη
μετεκπτωτική του ζωή. Σύμφυτη με τη ρομαντική πράξη η ατμόσφαιρα κι η ιδεολογία
της «Σύνοψης» χαρακτηρίζει την ποιητική του Blake και γι’ αυτό μπαίνει στην
αρχή του κειμένου. Παράλληλα, η «κρίση» του δίκαιου ανθρώπου συνιστά τη νέα
ηθική πραγματικότητα, την εκμηδένιση του καλού και την κυριαρχία του κακού. Το
μοτίβο της αντίστιξης των δυο θα διατρέξει όλο το κείμενο και θα αποτελέσει κι
αυτό, όπως θα δούμε, βασικό δομικό στοιχείο του.

«Καθώς νέος ουρανός ανοίγεται»
σταδιακά η αντίθεση ευνοεί την εξέλιξη του νέου κόσμου. Το πλαίσιο που κινεί τη
διαδικασία αυτή είναι το εξής: καλό-Λογική-παθητικό σε αντίθεση με
κακό-Ενέργειες-ενεργητικό. Το πρώτο είναι ο παράδεισος, το δεύτερο η κόλαση. Οι
διαπιστώσεις του Blake, ωστόσο, θα ανατραπούν παρακάτω με το Διάβολο να δίνει
τα δικά του συμπεράσματα που αντικρούουν την καθιερωμένη λογική ηθική που
δημιουργούν οι Γραφές ή οι Ιεροί κώδικες. «Η φωνή του Διαβόλου» καταργεί το
διαχωρισμό Σώματος-Ψυχής και ενώνει τις υποστάσεις σε μια αιώνια αρχή τόσο
παλιά όσο κι ο άνθρωπος. Αυτόματα, λοιπόν, το σώμα αποκτά μια αρχετυπική αξία
και η Ενέργεια-Αιώνια Ηδονή που εκτρέφει κι εκπέμπει αποτελεί απαραίτητο
στοιχείο όσο κι η Ψυχή-Λογική. Το Σώμα γίνεται το σύμβολο των εκπεφρασμένων
επιθυμιών και η ύλη αντί να εκμηδενίζει εξυψώνει το πνεύμα του ανθρώπου στη
σφαίρα του δαιμονιακού θεού ο οποίος δεν αποζητά τίποτε άλλο απ’ την απελευθέρωση
της εσωτερικής ενέργειας του ανθρώπου. Πέρα, όμως, απ’ την προτίμηση του κακού
ο Blake θεωρεί το κατά συνθήκη καλό, ήτοι τη Λογική, απαραίτητο στοιχείο για
την εξέλιξη του κόσμου. Ο Νόμος των Αντιθέτων, που σχεδόν φαίνεται να συγκροτεί
και την εικόνα του θεού στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, αποτελεί το βασικό παράγοντα
για τη συνέχιση της πορείας του κόσμου και τη μόνη φυσική εξέλιξη. 

Η κοινή
πορεία και προέλευση που αποκτά ο αξιακός χαρακτήρας του καλού και του κακού
φαίνεται ξεκάθαρα στη φράση «Ο μεσσίας ή Σατανάς ή Πειρασμός πιστευόταν άλλοτε
πως είναι ένας απ’ τους Προκατακλυσμιαίους, τουτέστιν οι Ενέργειές μας».
Τίποτα όμως δεν ανατρέπει την αυτόνομη λειτουργία του καθενός στη
θρησκειολογική αντίληψη γι’ αυτό κι ο Blake προτιμά το «κακό ως καλό» κι όχι το
«κακό ως κακό». Η έξαρση της φαντασίας ενεργοποιείται μόνο μέσα απ’ το όραμα
και αυτό ερμηνεύεται ως απόλυτη έκθεση του εσωτερικού κόσμου στον κόσμο της
επιθυμίας. Η Λογική ανατρέπει τη διαδικασία αυτή Η Λογική ανατρέπει τη
διαδικασία αυτή και κιβδηλώνει την αγνή και άμεμπτη επικοινωνία του ανθρώπου με
τη θεϊκή Ουσία. Η ηθική που συνοδεύει τη λογική φανατίζει και περιορίζει τον
άνθρωπο. Ο Λόγος – που στο Χριστιανισμό είναι ο Χριστός – κατά τον Blake
αδυνατεί να φέρει τον άνθρωπο στην υπέρβαση του Εγώ και τη θέωση, γι’ αυτό και
η ταπεινότητα που εκφράζει ανατρέπεται κι απορρίπτεται στο έργο του απ’ τη
μανία και την αγριότητα του Τίγρη και την οργή του προφήτη Ρίντρα, που είδαμε
στην αρχή.Η σχέση καλού-κακού διατρέχει όλο
το έργο και σηματοδοτεί το «νέο ουρανό που ανοίγεται». Από τις «Παροιμίες της
κόλασης» έως την αντιπαράθεση του ποιητή με τον άγγελο και του αγγέλου με το
διάβολο ο Blake πρεσβεύει τη σημασία του κακού έναντι στο καλό αλλά και την
ουσιαστική σχέση των δυο. Στην ουσία, το καλό δε μπορεί να αποκτήσει την αξία
του κακού στη μπλαιική θεωρία, η οποία αντιβαίνει την κοινή αντίληψη, αλλά οι
ουσίες των αξιών αυτών δε μπορούν παρά να συμβαδίζουν. Η μία θεωρία δεν
ανατρέπει την άλλη, καθώς στην ουσία της Αλήθειας όλα είναι Ένα και το κακό
αποκτά την αξία του καλού.

 Δηλαδή, ο Blake προσπαθεί ν’ αλλάξει τον κακό
χαρακτήρα του κακού, να το μετατρέψει σε καλό, ώστε μ’ αυτή την καθαρή έννοια
να αποκτήσει τη δική της αλήθεια η σχέση καλού-κακού. Στον εξαγνισμό της η
σχέση αυτή είναι τόσο δημιουργική που καταντά η μόνη Αλήθεια. Φαίνεται πως η
κλίση στο κακό δεν είναι κάτι άλλο από μια τάση ανατροπής της παραδοσιακής
ιδέας του, μια ροπή προς το συμβιβασμό των δυο αξιών, μια αφύπνιση της αιώνιας
και αδιαίρετης σχέσης τους. Κι είναι σαφής η στροφή του προς το Ιουδαϊκό
παρελθόν του Χριστιανισμού και τις απαρχές της δημιουργίας του κόσμου.
Οτιδήποτε είναι χριστιανικό και δογματικό είναι απορριπτέο. Όταν στην 5η φαντασίωση
ο Άγγελος μιλά με το Διάβολο, ο ποιητής που παρακολουθεί την αντιδικία δείχνει
να ειρωνεύεται τον άγγελο που ακολουθεί το δογματισμό του Θεού. Ο αντίλογός
τους είναι το πιο ενδεικτικό στοιχείο της θεωρίας του Blake για καλό και το
κακό: η προσήλωση του αγγέλου στους νόμους του Θεού είναι για τον Blake μορφή
ανελευθερίας, ενώ ο διάβολος η μορφή του επαναστάτη. Η κατάληξη της φαντασίωσης
θέλει τον άγγελο να γίνεται διάβολος και στενός φίλος του ποιητή που διαβάζουν
μαζί τη Βίβλο, «την καταχθόνια ή διαβολική της πλευρά», όπως χαρακτηριστικά
λέει. Εξάλλου, λίγο νωρίτερα διατείνεται: «έβρισκα πάντοτε πως οι Άγγελοι έχουν
τη ματαιοδοξία να μιλούν για τους εαυτούς τους σαν να ήταν οι μόνοι σοφοί. Αυτό
το κάνουν με ανενδοίαστο θράσος που πηγάζει από τη συστηματική λογική τους»1. Η
διαβολική-ελεύθερη κατάσταση είναι η κατάσταση της απόλυτης άφεσης, της
ελεύθερης βούλησης. Η αντίδραση στο δογματισμό αποτυπώνεται και στη συνομιλία
του ποιητή με τους προφήτες Ησαΐα και Ιεζεκιήλ στη 2η φαντασίωση, οι οποίοι
παρουσιάζονται ως φορείς του πνεύματος του Απείρου το οποίο ο Ιεζεκιήλ ονομάζει
Ποιητικό πνεύμα («όπως το αποκαλείτε τώρα», όπως λέει). Το πνεύμα αυτό «ήταν η
πρώτη αρχή και όλες οι άλλες απορρέουν απ’ αυτή»2. Η φράση «όπως το αποκαλείτε
τώρα» δηλώνει ρητά την ενοποιητική θρησκειολογική αντίληψη του Blake, την
προσωπική θέαση του Απείρου στην οποία συναπαντώνται ο Θεός, η Ποίηση, ο
κόσμος, ο Διάβολος, ο Χριστός, το καλό, το κακό. Έτσι, η ποιητική του έκφραση
μπορείκαι περιλαμβάνει όλες τις δυνατές αντίθετες ή όμοιες εκτάσεις του κόσμου,
όλα τα αντικείμενα τα οποία μπορεί ο άνθρωπος να αντιληφθεί. Η θεϊκή καταβολή
της ποίησης μετατρέπει τα ποιητικά αντικείμενα σε μικρές θεότητες. Η αναλογική
αυτή κατάσταση λειτουργεί σε δυο επίπεδα: Ποίηση-Αντικείμενα και
Αντικείμενα-Ποιητής. Ως θεϊκή πράξη και ενέργεια η ποίηση ή Ποιητικό πνεύμα,
όπως ονομάστηκε, θεοποιεί τα αντικείμενά της, δημιουργεί την κατάπληξή της
(astonishment), τα οποία στη συνέχεια μεταφέρουν τα στοιχεία της θεϊκότητας της
ποίησης στον ποιητή-προφήτη.Οι φορείς της ουσίας,
ωστόσο, δεν αποκαλύπτουν στον ποιητή την εικόνα-είδωλο της ουσίας παρά αυτή
καθ’ εαυτή την ουσία. Κι αυτό γιατί «όλες οι θεότητες κατοικούν στο στήθος» του
ανθρώπου. Τα εξωτερικά ερεθίσματα που προσφέρουν τα αντικείμενα στον άνθρωπο ενεργοποιούν
τη φαντασία του η οποία αναζητά στον εσωτερικό κόσμο το θεό, του οποίου την
ουσία τα αντικείμενα μεταφέρουν στον άνθρωπο μέσω της διαδικασίας της
προσέγγισης του Ποιητικού πνεύματος η οποία μπαίνει σε εφαρμογή χάρη στη
λειτουργία του οράματος,.

Η μορφοποίηση του θεού συντελείται απ’ την ποιητική
γλώσσα, η οποία μεταφέρει στον αναγνώστη την εκστατική αφή του θείου. Το ζήτημα
είναι βέβαια αν η ποιητική γλώσσα είναι μια αναλογία ή αυτή καθ’ εαυτή η γλώσσα
του Απείρου. Στην πρώτη περίπτωση διακινδυνεύει την Αλήθεια, στη δεύτερη είναι
η Αλήθεια. Ο ίδιος ο Blake προσδίδει στον ποιητή το ρόλο του προφήτη. Ο
προφήτης Ησαΐας, στη δεύτερη φαντασίωση, λέει πως οι αισθήσεις του ανακάλυψαν
το άπειρο, το οποίο ο Ιεζεκιήλ ονομάζει Ποιητικό πνεύμα, και δε λογάριασε τις
συνέπειες αλλά έγραψε. Η αυτούσια και ανόθευτη μεταφορά των λόγων σίγουρα
πιστοποιεί τη γνησιότητα της Αλήθειας του Απείρου που εκφράζει την ποιητική
γλώσσα. Προκύπτει βέβαια το ερώτημα τι είδε ο ποιητής τελικά. Οι εσωτερικές και
εξωτερικές διεργασίες του ανθρώπου φαίνεται να οδηγούν στο μόνο συμπέρασμα: «η
Αλήθεια δε μπορεί να ειπωθεί έτσι που να είναι κατανοητή, αλλά όχι πιστευτή». Η
κατανόηση της Αλήθειας που προσφέρει η ποιητική πράξη αποτελεί δύσκολη
διαδικασία μέσα απ’ την αποκρυπτογράφηση της ποιητική-προφητικής γλώσσας αλλά
γίνεται πιστευτή χάρη στην ενδόμυχη θεϊκή συμπεριφορά του ανθρώπου, που είδαμε
παραπάνω.

Η μεταφορά της γνώσης της
Αλήθειας απ’ το Άπειρο στον άνθρωπο κι η αναλογική διαδικασία που περιγράφηκε
αποτυπώνεται έντονα στην τρίτη φαντασίωση. Εδώ ο ποιητής βρίσκεται σ’ ένα
τυπογραφείο στην κόλαση. Με σκανδαλώδη τρόπο οι πέντε αίθουσες από τις οποίες
περνά η γνώση για να φτάσει στην έκτη που κατοικεί ο άνθρωπος, παρουσιάζεται η
διαδικασία της Δημιουργίας που στην Π. Διαθήκη διαρκεί έξι μέρες. Τα υλικά και
τα αντικείμενα-ζωικό και φυτικό βασίλειο-του σπηλαίου γίνονται Υποκείμενα και
μεταφέρουν στον άνθρωπο τη γνώση η οποία μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά. Η
έκτη αίθουσα στην οποία βρίσκεται ο άνθρωπος, θυμίζει την έκτη μέρα κατά την
οποία δημιουργήθηκε από το θεό αφού πρώτα έφτιαξε το υπόλοιπο φυτικό και ζωικό
περιβάλλον. Η προηγεσία της φύσης αυτόματα αναγάγει στη μεγαλύτερη γνώση της
Αλήθειας που διαθέτει έναντι του ανθρώπου και δικαιολογεί τη θεοποίηση που
υπέστη. Στον Blake συγκεκριμένα η φύση είναι η ίδια ο θεός, καθώς δεν επιβάλλει
κανένα περιορισμό, άρα είναι ο χώρος της απόλυτης ελευθερίας. Η φύση
περιλαμβάνει τα πάντα, πλαισιώνει τον κόσμο πλέον ως Υποκείμενο ζωντανό και
εγκυμονεί τις απαρχές της ελευθερίας.

«Το τραγούδι της Ελευθερίας» με
το οποίο ο Blake κλείνει το ποίημα συμπυκνώνει την ιαχή της ελευθερίας και σε
λυρικό τόνο πλέον ο ποιητής υμνεί τον αγώνα για την κατάκτησή της. Σα
μεταγενέστερη προσθήκη, καθώς φαίνεται να είναι, η κατάληξη του έργου βαδίζει
σε πιο ρεαλιστικά μονοπάτια. Το κείμενο πια αποκτά το ύφος αλληγορίας της
πραγματικότητας, μια ποιητική μετουσίωση του γεγονότος της Γαλλικής Επανάστασης
η οποία ξέσπασε πολύ λίγο διάστημα πριν τα χρόνια συγγραφής του έργου. Το
γεγονός αυτό, που αποτέλεσε το αποκορύφωμα διάφορων κοινωνικών αναταράξεων που
συντελέστηκαν ανά την Ευρώπη περίπου από τα μέσα του 18ου βρήκαν το αποκούμπι
του στην Επανάσταση της Γαλλίας του 1789 και το τελευταίο μέρος από τους Γάμους
του Ουρανού και της Κόλασης
είναι αφιερωμένο στο γεγονός αυτό. Οι
υπαινιγμοί του, αλληγορικές εκφάνσεις στο ποίημα, είναι σαφείς, πιο ρεαλιστικοίσε σχέση με το υπόλοιπο ποίημα. Η
ταύτιση της Ρώμης με την αυτοκρατορική διοικητική τακτική, οι φωνές στη Γαλλία
και την Αμερική, φωνές της επανάστασης, η νεκρική σιωπή-αταραξία της Αλβιόνας,
το νεογέννητο θαύμα που εξακόντισε το χέρι του φθόνου στην έναστρη νύχτα,
προτύπωση της κατάργησης του φεουδαρχικού καθεστώτος στη Γαλλία τη νύχτα της 4ης
Αυγούστου 1789, το πανάρχαιο στοιχείο που τρέπεται σε φυγή, η ανησυχία του
βασιλιά, όλα συνηγορούν στον αλληγορικό χαρακτήρα του «Τραγουδιού της
Ελευθερίας». Στο ρομαντικό του ιδεώδες ο λαός που επαναστατεί παρουσιάζεται ως
ο γιος της φωτιάς, που συνθλίβει τους πέτρινους νόμους και φωνάζει «Τέλος η
Αυτοκρατορία! Και τώρα το λιοντάρι και ο λύκος θα χαθούν». Ο λαός ως Ένα,
ενωμένο κι αδιαίρετο, υπηρετεί τη φωτιά, τη ζωτικότητα, τις επιθυμίες, τη
μανία, τη ζωή, την Αλήθεια. Η καταστροφική λειτουργία της φωτιάς δημιουργεί,
γονιμοποιεί την ελευθερία, δικαιώνοντας έτσι την εξελικτική και γονιμοποιό αξία
της συνύπαρξης καλού-κακού. Η ελευθερία στον πρώτο στίχο παρουσιάζεται ως
Αιώνιο Θηλυκό το οποίο βογκά. Ο γραμματικός αυτός χαρακτηρισμός του ουσιαστικού
ελευθερία και ο αξιακός χαρακτήρας του ως αιώνια αξία εντάσσεται στα πλαίσια
του διαχωρισμού του αρσενικού απ’ το θηλυκό, του θαυμάσιου-θείου από το πάθος,
προσδίδοντας στο θαυμάσιο το στοιχείο της αρσενικότητας και στο πάθος το θηλυκό
χαρακτηριστικό. Η ελευθερία, πέρα απ’ τη θηλυκή, γραμματική της έννοια, ενέχει
και την αναπαραγωγική λειτουργία κι έτσι το πάθος ως θηλυκή ύπαρξη κυοφορεί την
ελευθερία και της δίνει το μορφικό σχηματισμό που προσφέρει μια έμπρακτη πράξη
πάθους. Η επανάσταση είναι μια τέτοια πράξη και η ελευθερία αποτελεί τη μορφική
αναπαράσταση της εσωτερικής έκρηξης . Το Αιώνιο Θηλυκό Ελευθερία πέρα απ’ το
στοιχείο της αέναης αναζήτησης στην ανθρώπινη συνείδηση που δίνει το επίθετο
Αιώνιο, κατάγεται απ’ την αιώνια και πρωτοπλαστική σχέση του ανθρώπου με τα
πάθη του, την επιθυμία του να καταστεί ελεύθερος κι αδέσμευτος. Η αντίδραση της
συλλογικής δύναμης των ανθρώπων, του Ενός, στην έννομη τάξη είναι η μεγαλύτερη
έκφραση της εσωτερικής αυτής αναζήτησης κι η ελευθερία, πέρα απ’ τις κοινωνικές
κι ανθρωπολογικές διαστάσεις, αποκτά αυτή καθ’ εαυτή την αρχετυπική της
σημασία, ως τη μόνη και επιβεβλημένη κατάσταση του κόσμου. Γίνεται τόσο παλιά
όσο ο άνθρωπος.

Στη
δομή του «Το τραγούδι της Ελευθερίας» θυμίζει αρχαία τραγωδία με τον
ποιητή-υποκριτή να εξαγγέλλει τα στοιχεία της πραγματικότητας και το χορό να
συμπληρώνει τα λεγόμενα του πρώτου «εν χορώ και οργάνω» και να καταλήγει με τη
διαπίστωση «Γιατί το καθετί που ζει είναι Ιερό», θυμίζοντας τα γνωμικά που
πολλές φορές περιλαμβάνουν τα χορικά των τραγωδιών. Η ρεαλιστική βάση της
αλληγορικής πράξης του «Τραγουδιού» παραπέμπει στον ορισμό της τραγωδίας από
τον Αριστοτέλη περί «μιμήσεως πράξεως σπουδαίας και τελείας», δικαιώνοντας και
μ’ αυτόν τρόπο τον τραγικό χαρακτήρα του καταληκτικού αυτού μέρους του
ποιήματος. Η λυρική τραγική απόληξη πιστοποιεί πως οι μεγάλες ιδέες μπορούν να
μετουσιωθούν σε ποιητικό γίγνεσθαι και ενισχύει την εμπιστοσύνη που ο Blake και
οι σύγχρονοί του ρομαντικοί έδειξαν στην πτώση του ανθρώπου, τη μόνη Αλήθεια,
μέσα  
απ’ την οποία επέρχεται η
Αναγέννηση.


Η Γυναίκα της Ζάκυθος



Το ρομαντικό παράδειγμα
που προτάσσει Η Γυναίκα της Ζάκυθος του Σολωμού συμπυκνώνει τον
προσωπικό κόσμο του ποιητή και εκφράζει την κοσμοθεωρία του. Η αρχή του
ποιήματος γίνεται με τον Ιερομόναχο-που είναι ο αφηγητής-να κάθεται σε ένα
πηγάδι και να μετρά τους δίκαιους του κόσμου. Έχει μόλις επιστρέψει από το
μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου όπου είχε πάει «για να μιλήσει μ’ έναν καλόγερο
για κάτι υπόθεσες ψυχικές», όπως λέει. Είναι βράδυ, όλα είναι ήσυχα και τίποτα
δεν ταράζει το συλλογισμό του. Στη μέση του συλλογισμού ακούει ξαφνικά ένα
γέλιο μέσα από το πηγάδι και βλέπει «προβαλμένα δυο κέρατα» και στο μυαλό του
ήρθε η Γυναίκα της Ζάκυθος, «η οποία πολεμάη να βλάφτη τους άλλους με τη γλώσσα
και με τα έργατα, και ήταν έχθρισσα θανάσιμη του έθνους». Και μέσα της έβραζε η
κακία του Σατανά.


Η αρχή του ποιήματος
γίνεται με τον Ιερομόναχο-που είναι ο αφηγητής-να κάθεται σε ένα πηγάδι και να
μετρά τους δίκαιους του κόσμου. Έχει μόλις επιστρέψει από το μοναστήρι του
Αγίου Διονυσίου όπου είχε πάει «για να μιλήσει μ’ έναν καλόγερο για κάτι
υπόθεσες ψυχικές», όπως λέει. Είναι βράδυ, όλα είναι ήσυχα και τίποτα δεν
ταράζει το συλλογισμό του. Στη μέση του συλλογισμού ακούει ξαφνικά ένα γέλιο
μέσα από το πηγάδι και βλέπει «προβαλμένα δυο κέρατα» και στο μυαλό του ήρθε η
Γυναίκα της Ζάκυθος, «η οποία πολεμάη να βλάφτη τους άλλους με τη γλώσσα και με
τα έργατα, και ήταν έχθρισσα θανάσιμη του έθνους». Και μέσα της έβραζε η κακία
του Σατανά. Η αρχή του ποιήματος γίνεται με το συλλογισμό του μοναχού και το
όραμά του. Είναι εμφανής η ομοιότητα με τη «Σύνοψη» από το έργο του Blake και
μάλιστα η αναφορά και στους δυο του δίκαιου ανθρώπου φανερώνει την ανάγκη να
κριθούν αξίες και να τεθούν απ’ την αρχή οι διαπιστώσεις για την τύχη του
κόσμου προοικονομώντας την έκπτωση. Ειδικά, στο έργο του Σολωμού, η αδυναμία
του Ιερομόναχου να βρει αρκετούς δίκαιους ανθρώπους προοικονομεί την παρουσία
του κακού και τη μετέπειτα εξέλιξη των γεγονότων, και η εύρεση τριών ανθρώπων
δίκαιων, τους οποίους μετρά στα τρία δάχτυλα, τον οδηγεί στο να κάνει το σταυρό
του μ’ αυτά αγιοποιώντας τους.


Το ζήτημα που τίθεται είναι γιατί
επιλέγουν τόσο ο Blake όσο και ο Σολωμός το χαρακτήρα του δίκαιου ανθρώπου να
ερευνήσουν. Ο δίκαιος και στους δυο γίνεται η προσωποποίηση του καλού, ενός καλού
όμως που ακολουθεί κανόνες συμπεριφοράς. Ο δίκαιος στον Blake είναι όπως είδαμε
ο προεκπτωτικός πρωτόπλαστος, ο οποίος είναι κατ’ ανάγκη δίκαιος και καλός. Στο
Σολωμό ο δίκαιος είναι καλός και άγιος, είναι δίκαιος από το Θεό, σύμφωνα με
τους κανόνες του. Όμως, η διαφορά είναι πως στο μεν Blake ο ποιητής-αφηγητής
τάσσεται σ’ όλο το έργο υπέρ του κακού, ενώ ο Ιερομόναχος είναι η έκφραση της
κατά κανόνα Θεού ζωής. Στην αρχή λειτουργεί με βάση την αντίληψη αυτή. Έτσι, η
έντονη αντίστιξη καλού-κακού στο πρώτο αυτό κεφάλαιο εκπροσωπείται απ’ τον
Ιερομόναχο, το Θεό και τους δίκαιους ως καλό και τη Γυναίκα, το Σατανά και τους
αμέτρητους άδικους ως κακό. Οι «ψυχικές υπόθεσες» του Ιερομόναχου επιβάλλουν κι
ένα άλλο πλαίσιο: η καθαρή, εξαγνισμένη ψυχή του, έχοντας αποβάλλει τα στοιχεία
του κακού μπαίνει σε πειρασμό με την εμφάνιση του κακού από το πηγάδι. Η άνοδος
του κακού απ’ αυτό συμβολίζει σε αναστροφή την κάθοδο των ανήθικων στοιχείων
στα τρίσβαθα της ψυχής του και την άμεση αντιμετώπισή τους απ’ αυτόν. Οι αμαρτίες 
προβάλλονται ενώπιόν του. Και το
κακό που κουβαλούν αυτές θα ενσαρκωθεί στο πρόσωπο της Γυναίκας.


Η περιγραφή της στο 2ο κεφάλαιο
θυμίζει τερατόμορφο δημιούργημα. Η εξωτερική της μορφή συνάδει απόλυτα με την
ασχήμια της ψυχής της. Ο φθόνος, το μίσος, η υποψία, η ψευτιά, η φιλαυτία,
θανάσιμα αμαρτήματα θα ενσαρκωθούν στην κακορίζικη μορφή της, θα αποτελέσουν τα
υλικά του διανοητικού κατασκευάσματος του Ιερομόναχου. Η επιλογή μιας άσχημης
γυναίκας για να εκπροσωπήσει το συσσωρευμένο κακό θυμίζει την επιλογή του Blake
να παρουσιάσει την ελευθερία ως Αιώνιο Θηλυκό γεμάτο πάθη. Εδώ ο συμβολισμός
παίρνει και μια επιπλέον σημασία: η γυναίκα, ερωτικό αντικείμενο του άντρα-στην
περίπτωση αυτή ο μόνος άντρας είναι ο Ιερομόναχος-γεννά την ηδονή και τα πάθη,
φέρει τις αμαρτίες και γίνεται το υπαρξιακό αντίθετο του Ιερομόναχου. Μέσα όμως
στην περιγραφή αυτή και με την εξιστόρηση του πρώτου κεφαλαίου υποθάλπεται η
ηδονή, η έλξη προς το ανομολόγητο πάθος, τη γυναίκα, η οποία όσο άσχημη κι αν
είναι γίνεται το ερωτικό αντικείμενό του, η προσέγγιση των αμαρτιών του, η
παράλληλη κι αλληλένδετη μορφή. Το καλό και το κακό σε πλήρη αρμονία, η Έλξη
και η Απώθηση του Blake προσφέρει το μοτίβο της εξέλιξης του κόσμου κι εδώ, στη
Γυναίκα της Ζάκυθος. Το αντικείμενο που μεταφέρει την Αλήθεια κι
ενισχύει την κακία της Γυναίκας είναι ο καθρέπτης στον οποίο συνηθίζει να
κοιτάζεται. Ο καθρέπτης λειτουργεί ευθεία και αντίστροφα: απ’ τη μια τη βοηθά
να συνειδητοποιήσει τον εαυτό της και την ψυχική της κατάσταση, απ’ την άλλη
ενισχύει το σθένος των παθών της. Για τον αναγνώστη ο καθρέπτης συνιστά το
πρίσμα μέσα απ’ το οποίο παρακολουθεί τη Γυναίκα, ξέροντας την Αλήθεια. Τη
Γυναίκα θα παρατηρήσει σε όραμά του κι ο Ιερομόναχος μέσα απ’ αυτόν αργότερα.
Στον καθρέπτη ενθαρρύνει η Γυναίκα και την κόρη της να κοιτάζεται στο 4ο κεφάλαιο.
Η μόνη δίοδος προς την Αλήθεια για μάνα και κόρη γίνεται αυτός ο καθρέπτης, που
το είδωλό του αποτελεί τη μόνη προς τις δυο προβεβλημένη ουσία της Αλήθειας. Το
στάδιο του καθρέπτη ως αντανάκλαση της ουσίας είχε ζήσει και ο Ιερομόναχος όταν
κοίταξε προς το εσωτερικό του πηγαδιού. Εκεί βρήκε τις αμαρτίες, εδώ η Γυναίκα
διαπιστώνει μέσα από το καθρέπτισμά της πως είναι η πιο όμορφη στα Επτάνησα. Εν
ολίγοις, το αντικείμενο-καθρέπτης αποτελεί τον αντανακλαστικό δέκτη των
επιθυμιών και των φοβιών, του εσωτερικού κόσμου. Ο Ιερομόναχος φοβάται την
αμαρτία κι αυτή βλέπει, η γυναίκα άσχημη καθώς είναι βλέπει την ομορφιά που
στην πραγματικότητα θα επιθυμούσε. Εξάλλου, μόνο μπροστά στον καθρέπτη η
γυναίκα εκφράζει τον ήρεμο και καλό εσωτερικό της κόσμο και μπροστά στο παιδί
της που δεν είναι τίποτε άλλο απ’ το καθρέπτισμα της δικής της ψυχής.


λό εντάσσονται και οι Μισολογγίτισσες. Η παρουσία τους
δικαιολογείται για δυο λόγους: ο πρώτος αφορά τη χρονολογία πρώτης συγγραφής
του έργου, το 1826, κι ο δεύτερος το συμβολικό χαρακτήρα που λαμβάνει το
Μεσολόγγι στο έργο του, ο οποίος αναπτύσσεται εκτενώς στους Ελεύθερους
Πολιορκημένους
. Οι γυναίκες αυτές, ερχόμενες απ’ τον τόπο της απόλυτης
εσωτερικής ελευθερίας που φέρνει το Χρέος, για το οποίο μιλήσαμε στο πρώτο
μέρος, το οποίο συμβαδίζει με την ηθική της θυσίας της ύλης για χάρη της
ελευθερίας αυτής, γίνονται το αξιολογικό αντίβαρο της κακίας που εκπροσωπεί η
Γυναίκα της Ζάκυθος. Η επίσκεψη των Μισολογγίτισσων στο σπίτι της αποτελεί την
κορύφωση της αντιδικίας του καλού με το κακό. Η συζήτηση μεταξύ τους θα γίνει
σε έντονους τόνους, 
με τη Γυναίκα να φανερώνει την
αποστροφή της προς αυτές και να τις διώχνει απ’ το σπίτι. Την ένταση των λόγων
της μεγιστοποιεί και το ύψος της το οποίο πλέον με τις φωνές μεγαλώνει. Έτσι,
«δεν ήταν πλέον το τριπίθαμο μπουρίκι αλλά εφάνηκε σωστή». Η τελευταία φράση
φανερώνει μια εύνοια του Ιερομόναχου-αφηγητή προς τη Γυναίκα, την πρώτη έμμεση
νύξη για τη γοητεία που του προκαλεί πια. Για τον ποιητή, ωστόσο, με τη στάση
αυτή, όσο θαρραλέα κι αν ήταν, της Γυναίκας «το κακό ορθώθηκε εναντίον της
μεγίστης ηθικής αξίας, της αξίας που για τον ποιητή εκπροσωπούσε το ‘Χρέος’»1.
Από τη σύγκρουση νικητής βγαίνει, μέσα από την αφήγηση, η Γυναίκα. Το κακό
αρχίζει να κυριαρχεί, η αμαρτία να θριαμβεύει. Κι αυτό ο Ιερομόναχος το
καταλαβαίνει καθώς το κεφάλαιο κλείνει με μια έμμεση περιγραφή μιας σεξουαλικής
πράξης, της οποίας ο ίδιος αποφεύγει να γίνει μάρτυρας, ξέροντας όμως ότι οι
αμαρτίες αρχίζουν να τον κυριεύουν. Η Γυναίκα αρχίζει να ταυτίζεται με τον
Ιερομόναχο.


Στο κεφάλαιο 5 ο ίδιος ακολουθεί
τις Μισολογγίτισσες που εκδιωγμένες από το σπίτι της Γυναίκας καταφεύγουν στο
ακρογιάλι. Εκεί θα ζήσει ακόμη ένα όραμα, ζαλισμένος απ’ τον καπνό λιβανιού που
έκαιγε μια γριούλα, στο οποίο παρουσιάζεται μια γυναίκα που κρατά μια λύρα
ντυμένη στα μαύρα και ψάλλει ένα τραγούδι. Η φωτισμένη «από μια ακατάπαυστη
σπιθοβολή» γυναίκα, η ηρεμία και η ομορφιά που εκπέμπει προς στιγμήν εκδιώχνουν
από το μυαλό του την εικόνα της Γυναίκας. Οι δυο αντίθετες μορφές, σύμβολο
αέναο της κακίας και της καλοσύνης αντίστοιχα, που με βάση την παράδοση
συνάντησαν τον Ηρακλή σε ένα σταυροδρόμι, συνθέτουν τις κυρίαρχες γυναικείες
παρουσίες του ποιήματος. Η μία ανατρέπει την άλλη αλλά παράλληλα
αλληλοσυμπληρώνονται. Το όραμα του Ιερομόναχου θα μπορούσε να αποτελεί τη
διάσταση με την οποία θα ήθελε να δει τη Γυναίκα, την αγνότητα και την καθαρή
ψυχή. Το τραγούδι της γυναίκας στο όραμα και οι φωνές που ακούει, ιαχές νίκης,
παρουσιάζουν την εσωτερική επιθυμία του. Πέρα από την πρώτη εμπειρία του
καθρεφτίσματος στο πηγάδι, τα οράματα γι’ αυτόν είναι ό,τι ο καθρέπτης για τη
Γυναίκα: η μόνη δίοδος προς την Αλήθεια, ο δικός του καθρέπτης. Όμως τα οράματά
του από εδώ και πέρα έχουν να κάνουν με τη μορφή της Γυναίκας και τα
μελλούμενα, αποκτώντας μια προφητικότητα. Πλέον, οι επιθυμίες του αρχίζουν να
παίρνουν το δρόμο της διαβολικής ανηθικότητας, της νέας ηθικής τάξης.


Ο
Ιερομόναχος βρίσκεται πίσω από ένα καθρέπτη μέσα από τον οποίο βλέπει τα
τεκταινόμενα από δω κι έπειτα. Το διπλό πρίσμα του οράματος και του καθρέπτη
δικαιολογεί τη φαντασιακή ύπαρξη διαφόρων προσώπων. Στην αρχή του οράματός του
ακούει τρεις φωνές: η μία του Θεού, η δεύτερη ενός τραυλού γέρου, γνωστού του
και η τρίτη «σα μια βουή μέσα στον καλαμιώνα». Τα λόγια του Θεού αποκτούν
προφητική σημασία, καθώς ο Θεός πλέον θα εκδικηθεί. Η δικαιοσύνη του Θεού και η
άμεση ενεργοποίησή της έχει ήδη οικονομηθεί από το πρώτο κεφάλαιο με την
καταμέτρηση των δίκαιων ανθρώπων από τον Ιερομόναχο. Εκεί, οι μόνοι δίκαιοι,
που βρίσκει, είναι τρία πρόσωπα και τα αποτυπώνει στα τρία δάχτυλα με τα οποία
κάνει σταυρό. Παράλληλα, η δικαιοσύνη του Θεού θα αποδοθεί στην επικείμενη
πολιορκία του Μεσολογγίου, της οποίας την οραματική νίκη-απάτη με βάση τις
θεϊκές βουλήσεις-έζησε ο Ιερομόναχος στο προηγούμενο κεφάλαιο. Όλα πλέον
αρχίζουν να επαληθεύονται προς την επιθυμία του Θεού. Ο Θεός, ως καλός, 
γίνεται μαζί και εκδικητής
επιτρέποντας, σχεδόν επιβάλλοντας, την πτώση του Μεσολογγίου. Το Θεϊκό Ένα με
τις αντίθετες αξίες αναλαμβάνει το ρόλο
της εκκαθάρισης. Η ίδια μορφή
στον Blake, που δεν προσωποποιείται όπως εδώ, ενεργεί προς την κατεύθυνση της
σύγκρουσης, της συστολής και διαστολής. Ο διάβολος και η απώλεια της ηθικής που
κουβαλά αρχίζει να κυριαρχεί. Το θέλημα του Θεού είναι η πτώση του Μεσολογγίου,
η πραγματοποίηση του Χρέους. Την Καταστροφή αναλαμβάνει ο Σατανάς, τη
Γονιμότητα ο Θεός. Και η Γονιμότητα είναι το ίδιο το Χρέος. Τώρα όμως είναι η
ώρα του κακού.


Με το ερευνητικό του μάτι ο
Ιερομόναχος, που βρίσκεται μέσα σ’ ένα δωμάτιο, παρατηρεί ένα σμήνος από μύγες
πάνω σ’ ένα κρεβάτι στο οποίο κοιμάται μια γυναίκα. Στο πλησίασμα καταλαβαίνει
πως είναι η Γυναίκα της Ζάκυθος. Θεωρεί την εικόνα αυτή σύμβολο σκοτεινό της
θέλησής του σταλμένο απ’ το Θεό. Την προτρέπει να εξομολογηθεί κι εκείνη του
δείχνει τα δόντια της. Η πράξη της εξομολόγησης δημιουργεί οικειότητα στα δυο
πρόσωπα που συμμετέχουν σ’ αυτή. Την οικειότητα οι δυο την έχουν αποκτήσει με
δυο τρόπους: ο πρώτος είναι η πρισματική οπτική γωνία που ο καθρέπτης προσφέρει
στον Ιερομόναχο. Ο καθρέπτης-αντικείμενο περιγράφηκε σ’ όλο το έργο ως
προσωπικό αντικείμενο της Γυναίκας. Το νέο πρόσωπο στη σχέση αυτή είναι ο
Ιερομόναχος ο οποίος μπορεί και βλέπει, χάρη στην επαφή με τον καθρέπτη, όπως
θα έβλεπε η Γυναίκα. Οι φοβίες και οι επιθυμίες που αυτός του αποκαλύπτει όχι
μόνο τον κάνουν οικείο με τη Γυναίκα αλλά συμβάλλουν στην ταυτόσημη πορεία
τους. Πλέον, τα στοιχεία της Γυναίκας φαίνεται να μετατίθενται στον Ιερομόναχο
και εκείνη σιγά-σιγά σβήνει. Ο δεύτερος τρόπος είναι η σταδιακή αποκάλυψη, ως
εξομολογητική πράξη, της πραγματικής διάστασης που βιώνει η Γυναίκα. Στο
διανοητικό-οραματικό ορίζοντα εμφανίζονται τα πρόσωπα που τη στοιχειώνουν: η
αδερφή της, που της είναι ανεπιθύμητη, τα τρία πρόσωπα που σε όνειρό της την
πλαισιώνουν πεθαμένα μέσα σε κάσες και η μητέρα της, η οποία της παρουσιάζεται
για να της δώσει την κατάρα της. Στη σταδιακή αυτή εμφάνιση των προσώπων η
δικαιοσύνη του Θεού θα αποδώσει το δικό της Χρέος. Η καταστροφή της Γυναίκας
έπειτα από την αποκάλυψη της Αλήθειας, την οποία προσφέρει το καταστροφικό έργο
του Σατανά, εκπληρώνεται σαν προφητεία. Η Γυναίκα ξυπνώντας από το όνειρο
στέκεται μπροστά στον καθρέπτη για μια τελευταία φορά. Εκεί κρατώντας τις
προσωπικές της αμαρτίες, την υποψία, τη σκληρότητα, την κακία, θα αρχίσει να
υβρίζει τον εαυτό της, κάτι που αντιστρέφει την εικόνα του καθρεφτίσματός που
μας είχε δώσει ο αφηγητής νωρίτερα. Έπειτα, με το ζωνάρι που η μητέρα της τής
έδωσε μαζί με την κατάρα, που το είχε «χουχουλιάσει τρεις φορές», θα κρεμαστεί,
δίνοντας τέλος πλέον στη ζωή της, μετά την τροπή που αυτή είχε πάρει.

Σ’ όλη τη διάρκεια των οραμάτων
του και αυτών της Γυναίκας ο Ιερομόναχος έχει ενεργό συμμετοχή. Οι
εναλλασσόμενες σκηνές και η ατμόσφαιρα που δημιουργούν δηλώνουν την
επιβεβλημένη καθυπόταξη και ανατροπή της μοίρας της Γυναίκας στην και από την
λειτουργία της θεϊκής επέμβασης και δικαιοσύνης. Αυτό, όμως, που απομένει ως
κατάληξη δεν είναι η νίκη του Θεού παρά η ταύτιση του Ιερομόναχου με τη
Γυναίκα, το σβήσιμο της δικής της πορείας και η ανάνηψη της αναπληρωματικής
θέσης απ’ την απώλειά της απ’ τον Ιερομόναχο. «Ιερομόναχος, Σατανάς και Γυναίκα
είναι ένα και μοναδικό σύμπλεγμα στο οποίο η εμπλοκή του ενός προσώπου στο άλλο δημιουργεί μια
αξεπέραστη ενότητα». Η ταύτιση ετοιμάστηκε σ’ όλο το φάσμα των εξελίξεων του
κειμένου, απ’ την πρώτη γνωριμία-αντιμετώπιση μέχρι την απώλεια του σώματός
της. Η πράξη, όμως, αυτή της γυναίκας φαίνεται να συμφωνεί με τη λειτουργία του
Χρέους στο Σολωμό και τη θυσία της ύλης για την πραγματοποίηση της ηθικής. Στη
σολωμική περί καλού-κακού η Γυναίκα σίγουρα εκπροσωπεί το κακό. Στην επίφαση,
όμως, που το σώμα δημιουργεί πάνω σ’ αυτή τη σχέση, η ψυχή, καθρέπτης-δίαυλος
προς την ουσία της Αλήθειας, επιφορτίζεται να αποκαλύψει στο φθαρτό κι αδύναμο
σώμα την ουσία αυτή. Η γνωριμία της Γυναίκας με τις Μισολογγίτισσες, με το
πνεύμα-ψυχή της μητέρας της, η ενύπνια διαδικασία της αυτοαναγνώρισης μακριά
από το σώμα την οδήγησαν στην αυτοσυνειδητοποίησή της. Έτσι, όταν ξυπνά
διατηρεί τα πάθη της αλλά πλέον έχει επέλθει η αποκάλυψη. Και η δαιμονιακή της
προέλευση εξυψώνει την καθαρότητα της αποκάλυψης, την ουσιαστική αποκατάσταση
της τάξης. Η δαιμονική παρέμβαση υψώνεται, το δαιμονιακό Ύψιστο λυτρώνει. Η
θεϊκή αποδοχή της παρέμβασης αυτής σκιαγραφεί τη σαφή ενεργοποίηση του Χρέους
και της ηθικής στο Σολωμό, την αντιδικία καλού-κακού και την αλληλένδετη πορεία
τους, καθαρή άποψη στον Blake, με μια διαφορά όμως: το κακό παραμένει κακό στο
Σολωμό, το καλό είναι η αιώνια αναζήτηση. Η εξύψωση της δαιμονικής παρουσίας
γίνεται στα πλαίσια του κακού και το έργο του, όσο γονιμοποιό κι αν είναι,
είναι καταστροφικό. Ο Σατανάς παραμένει η προσωποποίηση του κακού. Τα τρία
πρόσωπα, Ιερομόναχος, Σατανάς, Γυναίκα, συνθέτουν μια τριάδα αμαρτωλής σχέσης
όσο και αγιότητας μαζί του κακού, στην καθαρή του μορφή, τέτοια που ο Σολωμός
έδωσε στο καλό. Η τελευταία επιθυμία του Ιερομόναχου είναι να πάει να κάνει
δέηση. Κι η δέηση αυτή πλέον αποκτά τη δική της σημασία, έπειτα απ’ την
πνευματική εμπειρία της αγιότητας του καλού. Εξάλλου, στο Σολωμό οι δυο αξίες
αυτό- και ετερο-προσδιορίζονται.