Του
Πέτρου Γκολίτση

Χρήστος
Κολτσίδας,

Τα ορεινά,
εκδ.
Μελάνι, 2015.

«Τα
λόγια τα διαφεντεύουν τα νερά

Τα
σκυλιά συνεισφέρουν στην ομίχλη όταν
ανασαίνουν

Τα
μάτια γίνονται αστέρια σε νερολακκούβες»

(«Επιστροφή»)

Ο
Χρήστος Κολτσίδας (Καρδίτσα, 1991), απόφοιτος
της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., στο
πρώτο ποιητικό του βιβλίο,
Τα
ορεινά,
όχι
μόνο αποτίει φόρο τιμής στον Χρήστο
Μπράβο (1948-1987) με τον τίτλο που επιλέγει,
παραπέμποντας στο βιβλίο του
Ορεινό
καταφύγιο
(1983),
αλλά
ουσιαστικά βαδίζει στους τόπους που
επινόησε και καλλιέργησε με τον τόσο
δικό του και χαρακτηριστικό του τρόπο
ο σπουδαίος αυτός ποιητής μας.

Συγκεκριμένα,
ο Κολτσίδας κινείται −σχηματίζοντας
το διακριτό πρόσωπό του− μεταξύ του
δημοτικού μοτίβου και ενός μοντερνισμού
που εφάπτεται του εξπρεσιονισμού,
«σαχτουρίζοντας», με το επιπρόσθετο
όμως στοιχείο πως με την αυτo-αναφορικότητα
και την στοχαστικότητά του, ο νεότερος
μας ποιητής, εισάγει στοιχεία της
αποδομητικής στροφής, ακολουθώντας το
δρόμο που αμφισβητεί τα οντολογικά και
επιστημονικά θεμέλια της φιλοσοφίας,
της λογοτεχνικής θεωρίας και της
κριτικής, τα οποία και οπλίζουν και
σχηματίζουν την ποιητική του.

Πέρα
από τα μότο των
Ludwig
Wittgenstein
και
Robert
Frost
που παρατίθενται στην αρχή του βιβλίου,
ο νέος αυτός ποιητής μπολιάζει στα
παραπάνω τη φορά της ποίησης του
Wallace
Stevens,
τραβώντας μας το χαλί κάτω από τα πόδια
−άσχετα αν εμείς εδώ και καιρό είμαστε
ήδη κρεμασμένοι από το ταβάνι ή βρισκόμαστε
κάπου αλλού− και μας καλεί στον δικό
του προσεκτικά οριοθετημένο χώρο. Εμείς
με τη σειρά μας, με χαρά, δεν έχουμε παρά
να τον ακολουθήσουμε, εφόσον φέρεται
όχι μόνο ως κύριος των μέσων του και ως
λάτρης της ποίησης, της φιλοσοφίας και
ιδίως του εσωτερικά βιωμένου του χώρου
−με τις παλλόμενες και φορτισμένες
σιωπές του− αλλά και ως κάποιος που
βιώνει επίσης από μέσα και με δικό του
τρόπο τον «ήχο της αίσθησης», για τον
οποίο και μίλησε ο
Robert
Frost.
Χωρίς να εγκαταλείπεται επιπρόσθετα
στον καθαρό ήχο της γλώσσας, κομίζει
έναν σκεπτικισμό απέναντι στη γλώσσα,
για να μας εναποθέσει τελικά σε ένα
μετα-ποιημένο δημοτικό χώρο, εντός του
οποίου αναζητά, κι εμείς μαζί του, αν
όχι μια κρυψώνα, τουλάχιστον ένα χάνι
για να ξαποστάσει από το ταξίδι του
νοήματος, το οποίο και ολισθαίνει ή
παραμένει από την ιδιοσυστασία του
γλιστερό, στο διαρκές κατευόδιο που μας
συμβαίνει.

Ας
δούμε όμως ένα δείγμα. Το ποίημα «Ο
καιρός στην επαρχία, 3»:

Καθώς
σκύβω δίπλα στη φωτιά
μες στο καπνισμένο
δωμάτιο
τα ρούχα των περαστικών που
φαντάζομαι
μυρίζουν κρεμμύδι και
βρεγμένο ξύλο

Είναι μια τρύπα που
μέσα της ακινητοποιείται η σκόνη
και
ξεχνιέμαι στον ουράνιο θόλο
Σαλεύει
η μούχλα του τοίχου
Μόνο ο χειμώνας
ταιριάζει σ’ αυτόν τον τόπο
και
συντονίζομαι με το αντικείμενό μου
Φυλάω
στα μάτια μου τον παλμό του

Νομίζω
ότι βυθίζομαι και ότι
δεν υπάρχω.

Η
νοηματική διασπορά και η συχνή −φαινομενικά
τουλάχιστον− αοριστία των στίχων αυτού
του τύπου της ποίησης που καλλιεργεί ο
Κολτσίδας, επιμένει, εκφράζεται και
εξαντλείται εντός του ίδιου του ποιήματος
ως μονάδας. Ποιήματα που απαρτίζονται
ή εκδηλώνονται μάλιστα ως ένα κρυπτικό
τρίπτυχο ή πολύπτυχο που −αντί να
αναπτυχθεί σε περισσότερα ποιήματα με
παραπλήσια προβληματική ή αισθητική,
ώστε «δια-ποιηματικά» να αρθρωθεί και
να συγκρατηθεί το «νόημα»− αγκιστρώνεται
από το αντικείμενο ή από μια παραποιημένη
μνήμη ή αίσθηση για να μην χαθεί και να
αρτιωθεί τελικά ως ένα αισθητικό-στοχαστικό
κατόρθωμα.

Προτάσσοντας,
για να προχωρήσουμε, την αναγνωστική
απόλαυση, ο ποιητής μετεωρίζεται μεταξύ
του προβλήματος της μεταφοράς και μιας
ιδιότυπης γείωσης στον τόπο και στην
ιστορία, φέροντας μια ανανέωση ή καλύτερα
ανανεώνοντας μια «προβληματική»,
προσθέτοντας και αναμιγνύοντας στοιχεία
που ήταν διάσπαρτα και περιμέναν μια
νέα εκδοχή. Ισορροπώντας ανάμεσα στη
μνήμη-φαντασία και την πραγματικότητα,
αγνοεί την ιστορικο-πολιτική συγκυρία
και σκάβει στον ορεινό τόπο του για να
βρει μια μορφή «τελειότητας» που
εγκατοικεί όχι στον ήχο των λέξεων ή
των εικόνων, αλλά στην άρμοση του νοήματος
και του μη νοήματος, της μιας συλλαβής
όπως αυτή δένει με την επόμενη, χτίζοντας
ποιήματα-όγκους που αυτοαναιρούνται
και που αυτο-υπονομεύουν τους όγκους
που τα ίδια ορθώνουνε. «Προέχει ο τόπος
ως τόπος / τα όντα ως όντα σιωπηλά» (ό.π.,
«2»), γράφει ενδεικτικά. Ή αλλού, συγκατοικεί
με «βάναυσους ήχους» και με «το βάδισμα
των ζώων στο ξύλινο πάτωμα».

Πρόκειται
τελικά για ποιήματα ενός κλειστού
νοητικού κυκλώματος που αυτο-αναφέρονται
και αυτο-φωτίζονται. Γράφει χαρακτηριστικά
στο ποίημα «Ορχηστρικό»: «Όλα ορθώνονται
με σύνεση κι εγκράτεια τριγύρω», αφού
προηγουμένως μας έχει δείξει, με τρόπο
φιλοσοφικο-ποιητικό θα λέγαμε, πως «ο
ήλιος ψυχώνει σκιές», «ο άνεμος [τον]
βοηθάει» και στην «καρδιά του τοπίου»
η «βλάστηση είναι ορεινή». Ή αρτιότερα
στο ποίημα «6» (ό.π.), το οποίο και
παραθέτουμε ολόκληρο:

Μήνα
Δεκέμβρη

κ’
ήτανε ξέχιονα τα βουνά

πέρα
ως πέρα

Ήρθαν
καβάλα με τον ήλιο

αυτοί

και
φλόγισαν τα σπίτια

Κι
έπεσε νύχτα με σύννεφο κι ομίχλη

κι
έσκουζε το μαύρο το σκυλί

σαν
το ξεχασμένο το πουλί

που
χτυπιέται στο πατάρι

Και
μέχρι να ‘ρθει το πρωί

χιόνισε.

Ποίημα
που δικαιολογεί επαρκώς την αρχική και
κύρια τοποθέτησή μας στη σχέση του εν
λόγω ποιητή με τον Χρήστο Μπράβο. Ο
ποιητής, πέρα από την ειρωνεία και την
κρυμμένη απελπισία που βλέπουμε στο
τέλος του παραπάνω ποιήματος, με αυτού
του τύπου την ανατροπή, ευελπιστεί ότι
υπάρχει αλήθεια για να βιωθεί και
φαντάζεται μαζί με ορισμένους φιλοσόφους
πως γίνεται να λυθεί ο γρίφος του
μυστηρίου της ζωής ή έστω γίνεται να
κινηθεί στα όρια αυτού του «συνόλου»
που μας αποκαλύπτεται και εντός του
οποίου μετέχουμε. Και έτσι από
Τα
ορεινά,
από
ένα ορεινό δηλ. καταφύγιο, σε ένα οροπέδιο
ή σε ένα ξέφωτο, αφήνει τα νερά της μνήμης
και της βιωμένης «παράδοσης» να αναμιχθούν
με τις τεχνικές της ποίησης και της
φιλοσοφίας, ώστε στην χειρότερη των
περιπτώσεων να καταστήσει την
πραγματικότητα βιώσιμη και ίσως ανεκτή.

Κινούμενος
προς την ανάκτηση μιας πρωταρχικής
αίσθησης και μιας αναβλύζουσας
καθαρότητας, με την ευγένεια και τη
διακριτικότητά του, αποσύρει το πρόσωπό
του (παρεμπιπτόντως δεν υπάρχει φωτογραφία
του για την ώρα στο διαδίκτυο) για να
δώσει χώρο στη φαντασία και να τη
«στολίσει» με τα απομεινάρια μιας
αίσθησης που έμμεσα παραπέμπει σε μια
ποιητικά υπό διαμόρφωση συνείδηση, ως
ένα
work
in
progress
που μεταθέτει τον όποιο οριστικό
σχηματισμό του. Ώστε να φλερτάρει επίμονα
με τις άκρες του «συνόλου» που σημειώσαμε.

Ακολουθώντας,
με άλλα λόγια, έως τέλους την στρατηγική
εμμονή του
Wallace
Stevens,
«να δραπετεύσει από την πραγματικότητα
μέσω μιας μεταφοράς», ο ποιητής παρασύρεται
πιο βαθιά εντός της, καθότι κάθε κίνηση
δραπέτευσης αυξάνει την ένταση των
δεσμών, που επαυξάνουν με τη σειρά τους
την ανάγκη μιας διαφυγής, για να συναντήσει
τελικά και επαναληπτικά την προσπάθεια
του Αμερικανού ποιητή να «οικοδομήσει
ένα παρόν τελειούμενο μέσα στην ανίατη
πενία της ζωής» και να ψηλαφίσει τα νέα
διαρκώς μετατοπιζόμενα όρια της γυμνώσεώς
του. Τα οποία και εξαρχής διατυπώνονται,
εντός της καλλιτεχνικής αρτιότητας
τους στο εναρκτήριο ποίημα της συλλογής,
«Οριοθέτηση του τοπίου» με το οποίο και
κλείνουμε:

Χωράς
να κινηθείς απ’ τη μιαν άκρη στην άλλη

Εδώ
έχει κίνηση και γέννηση και θάνατο

Πλατάγιασμα
της πέτρας στο μαύρο πανί του ποταμού

Κι
αν βγούμε βράδυ ως το βουνό

με κλαρίνο
και λαούτο και φόβο για βοηθό−

έρχονται
ζώα με στόμα κόκκινο που αχνίζει

Είναι
ένας τόπος όμορφος

Τόπος
ροής

τόπος
κυνηγιού

τόπος
μελισσοκόμων.