Χαρτογράφηση
Εκεί
όπου πραγματικά
εδράζεται
ο κόσμος
στο
πράσινο λιβάδι του εθισμού μου
υπάρχει
ένα κορίτσι ολόγυμνο
που
του ‘βγαλα τα μάτια
μ’
ένα χοντρό κοτσάνι παπαρούνας
Βαλσάμωση
Ο
χειμώνας είναι
το
χελιδόνι που βαλσάμωσα
και
στέκει πια
πάνω
στο τζάκι
με
τα μικρά του πόδια
κατάμαυρα
απ’ την στάχτη
με
την κοφτή του την ουρά και
το
λευκό του ράμφος που
όσο
γυαλίζω
περνάει ο καιρός
Πλήξη
Μια
μελαγχολική λευκότητα
απασχολεί
την πλήξη δυο κοριτσιών
κοιτάζουν
ένα παιδί
που
καταβρέχει αίμα
τους
περαστικούς
με
το μικρό του νεροπίστολο και
φεύγει
ο δρόμος
φεύγουνε
οι αμυγδαλιές
όπως
τα χρόνια
Το
κορίτσι που κοιτώ
Το
κορίτσι που κοιτώ
φορά
ένα μαύρο ξεφτισμένο παλτό
κι
η πλήξη μου λιώνει
όπως
τα δευτερόλεπτα
πάνω
στη τζαμαρία.
Όταν
σηκώθηκε να φύγει
με
μια ταυτόχρονα μακρινή και βίαιη έλξη
εξόχως
εξωτερική
συγκέντρωσε
γύρω της τον κόσμο
κι
έτσι κατάφερα
να
φέρω εις πέρας
ετούτη
την
συνοπτική περιγραφή της
Χίλια
χρόνια
Κύματα
μ’ εξοβελίζουν
στην
Παρθένο
κι
ύστερα πίσω
στα
ζουμπούλια.
Δεν
υπήρξε κανείς!
Ρουθουνίζουν
με πίκρα
οι
σκιές των αλόγων
στον
ερειπωμένο στάβλο.
Εκμαγείο
των Χειμώνων που πέρασαν
Δεν
κρατώ σημειώσεις για τους χειμώνες
κάθε
τόσο
περνούν
στην εξορία της σιγής μου
μόνοι
τους
μόνοι
τους
μ’
αφήνουν
να
πέσει το μολύβι
μ’
αφήνουν
να
πέσει στο πάτωμα
λευκό χαρτί∙
τόσες
βροχές δεν μαγαρίζονται
δεν
μαγαρίζονται με λέξεις
τόση
μοναξιά πηγαίνει στράφι
τόσο
χαμένο αίμα∙
δεν
κρατώ σημειώσεις για τους χειμώνες
σας
λέω
εγώ
τους μισώ τους χειμώνες
δεν
κρατώ
δεν
Δάνειο
στιγμές
πασχίζω
μάλλον
θα σέρνω αλυσίδες
την
επόμενη φορά θα δανειστώ
τ’
αλυσοπρίονο σου
εσένα
που διαβάζεις και
δεν
έχεις ιδέα