Αποικιοκρατία και τουρισμός
Του Αντώνη Γουλιανού
H αρκετά διαδεδομένη και ευρέως αποδεκτή πεποίθηση πως τα ταξίδια πλουτίζουν πνευματικώς ένα άτομο κυριαρχεί σε μεγάλο μέρος του πολιτιστικού υλικού που ανταλλάσσεται στα ψηφιακά μέσα, ιδιαίτερα στις πλατφόρμες ψηφιακού καπιταλισμού όπως το instagram και το facebook. Σελίδες με εκατοντάδες ακολούθους μοιράζονται ταξιδιωτικές εμπειρίες, προφίλ στο instagram προσθέτουν λίστες με τα εικονίδια των σημαιών από τα κράτη που έχουν επισκεφτεί, ενώ και σε πιο παραδοσιακά media, όπως για παράδειγμα η τηλεόραση, η ταξιδιωτική εκπομπή παραμένει ένα διαχρονικό και ιδιαίτερα δημοφιλές πρόγραμμα ψυχαγωγίας.
Παρά αυτή την θετική απεικόνιση, η ταξιδιωτική εμπειρία στο σήμερα σχετίζεται σε μεγάλο μέρος της με το εμμένον αποικιοκρατικό φαντασιακό της ετερότητας, καθώς και της αφήγησης του “Άλλου” ή του “Ξένου”. Η οριστική πτώση των μεγάλων αυτοκρατοριών τον 20ο αιώνα, παρότι περιόρισε την αμεσότητα του φαινομένου, δεν αφάνισε το βαρύγδουπο σκεπτικό του “πολιτισμένου” και του “άγριου”, αντιθέτως, αυτές οι αφηγήσεις επικράτησαν, πιο καλλωπισμένες όμως, ως επιστημονικοί όροι κοινωνιολογικής παρατήρησης (“αναπτυσσόμενες χώρες”), που σχετίζονται άμεσα με την καπιταλιστική δυναμική του εκάστοτε κράτους, καθώς και την πολιτική του επιρροή.
Η ίδια η ταξιδιωτική εμπειρία άλλωστε είναι άρρηκτα συνδεδεμένη, παρά τα πακέτα “οικονομικού τουρισμού” , με κάποιας μορφής οικονομική δυνατότητα, κοινωνικού στάτους, ακόμα και με μια έκφραση έμμεσης τοξικής αρρενωπότητας μέσω του -συχνά διαφημιζόμενου- ρίσκου που παίρνει ο περιπετειώδης ταξιδιώτης (είναι χαρακτηριστικό πως ο Έλιοτ Ρότζερ που διέπραξε τις μαζικές δολοφονίες στο Isla Vista, το 2014, αναφέρει στο ημερολόγιο του ως “κατόρθωμα” τα πολλά ταξίδια που είχε κάνει λόγω του πλούτου της οικογένειάς του). Η σύνδεση της οικονομικής ευμάρειας με την ταξιδιωτική δυνατότητα εμφανίζεται, εξάλλου, αρκετά νωρίς. Το μεγάλο εύρος της κλασικής ταξιδιωτικής λογοτεχνίας αποδεικνύει την τεράστια κουλτουρολογική επίδραση που είχε η ιδέα του εξωτισμού στην δυτική διανόηση. Τα μεγάλα εξερευνητικά ταξίδια και οι “συναρπαστικές” αφηγήσεις των εξερευνητών διέσπειραν στην ευρωπαϊκή ιντελιγκέτσια μια μανία ουτοπισμού, που αποτυπώνεται από πολλούς μεγάλους διανοητές και συγγραφείς. Παράλληλα, νεαροί άνδρες πλούσιων οικογενειών συμμετείχαν συχνά σε αποστολές ως ημιεπίσημοι πρεσβευτές και εντολοδόχοι διπλωματικών επιδιώξεων της περιοχής ή και της χώρας τους, ενώ οι ταξικές αγκυλώσεις της ταξιδιωτικής εμπειρίας φαίνεται πως κάμπονταν μόνο όταν οι αποστολές αφορούσαν επιστημονικούς σκοπούς. Ωστόσο, τα φυσιοδιφικά ταξίδια, οργανωμένα από πανεπιστήμια και την Εκκλησία, ήταν λιγότερο άνετα από αυτά των πλουσίων, ενώ, εξακολουθούσαν παράλληλα να αποτελούν ένα προνόμιο για τους συμμετέχοντες αφού αυτοί ήταν κυρίως μορφωμένοι λευκοί άνδρες, οι οποίοι διέθεταν την απαραίτητη ελευθερία ώστε να φοιτήσουν σε ένα πανεπιστήμιο και να διεξάγουν έρευνα.
Ο Οριενταλισμός, η άκρατη εξιδανίκευση, και παράλληλα εκμετάλλευση της Ανατολής, επικράτησε στο μεγαλύτερο μέρος του 18ου και 19ου αιώνα. Οι αποικιοκρατικές ενέργειες της Ευρώπης σε στρατιωτικό, πολιτικό και εμπορικό επίπεδο, εμποτίζονταν και ενισχύονταν από τις φαντασιώσεις των ανδρών της αριστοκρατικής τάξης και των μεγαλοαστών που έβλεπαν την Ανατολή ως ένα μέρος που το υποτιθέμενο πολιτισμικό χάσμα, θα τους έδινε τη δυνατότητα να βιώσουν ελευθεριακές εμπειρίες μυστηρίου, έρωτα και παρανομίας, αφηγήσεις, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, επιβιώνουν παραλλαγμένες σε πακέτα της σημερινής τουριστικής βιομηχανίας.
Φυσικά, δεν έλειψε και ο δριμύς σκεπτικισμός κατά της πρώτης φάσης της αποικιοκρατικής αυθαιρεσίας, ακόμα και όταν αυτή βρισκόταν στην ακμή της. Στα Ταξίδια του Γκιούλιβερ, ο Τζόναθαν Σουίφτ επεξεργάζεται εντέχνως τις επιζήμιες επιδράσεις του ξέφρενου αποικιοκρατικού επεκτατισμού, ενώ ο Καντίτ του Βολταίρου παίζει με την ιδέα του παράλογου εξωτισμού και της εμπορευματοποίησης της τοπικότητας, σατυρίζοντας τις απανταχού υποσχόμενες ουτοπίες. Διανοητές όπως ο Ντιντερό ή ακόμα και ο ντε Σαντ, άλλωστε, είχαν ήδη ασκήσει έντονη κριτική στο φαινόμενο της αποικιοκρατίας και στο κατά πόσο οι δυτικές αποστολές ήταν οι “σωτήρες” των “απολίτιστων άγριων”.
Και τα δύο προαναφερθέντα έργα μπορούν να διαβαστούν ως κριτικές του μοντέρνου φαινομένου του τουρισμού. Και οι δύο ήρωες, ο Γκιούλιβερ και ο Καντίτ, είναι άτομα που διψάνε για “εμπειρίες”. Ο Γκιούλιβερ βλέπει τους κατοίκους των χωρών που επισκέπτεται μέσα από τα γυαλιά του “ανώτερου πολιτισμένου” και συχνά δεν μπορεί να καταλάβει ή και να σεβαστεί τη διαφορετικότητά τους, αντιθέτως τους παρατηρεί ως κάτι αξιοπερίεργο. Με τον ίδιο τρόπο, ο Καντίτ, ψάχνοντας μια υποτιθέμενη ουτοπία, εξιδανικεύει τον χώρο και την καθημερινότητα του “Άλλου”, μετατρέποντας τους περιγραφόμενους προορισμούς σε χώρους εξωτιστικής απιθανότητας.
Η μεγάλη παράδοση της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας έχει παρόλα αυτά επικρατήσει ως αφήγηση και στις μέρες μας, συχνά πλήρως απενοχοποιημένη από τις αποικιοκρατικές συνδηλώσεις της. Λογοτεχνίζουσες περιγραφές, τις περισσότερες φορές υπερβολικές και εξιδανικευμένες, ανάγουν την ταξιδιωτική εμπειρία σε ένα σχεδόν μυστικιστικού τύπου βίωμα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Η “ματιά του Τουρίστα” (the “tourist gaze” σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο John Urry) είναι κατά κανόνα απλουστευτική, ψάχνει με αδιάκριτη και διψασμένη περιέργεια τα υποσχόμενα στερεότυπα που θα του επιτρέψουν να φωτογραφίσει την διαφημιζόμενη εμπειρία για να την οποία πλήρωσε και την οποία σκοπεύει να διακινήσει στα δίκτυα του ψηφιακού καπιταλισμού.
Με μικρές παύσεις επίγνωσης (όπως τις στυγνά μπλαζέ και απαθείς, εώς βαρεμένες, περιγραφές του Φλωμπέρ από το ταξίδι του στην Ελλάδα -περιγραφές που διαφέρουν αρκετά από τις συχνά ενθουσιώδεις επιστολές που απέστειλε από το ταξίδι του σε συγγενείς και φίλους- όταν ο ρεαλιστής συγγραφέας αντί να παρασυρθεί σε κάποιο βυρωνικό θάμβος για τα αρχαία μνημεία περιγράφει τις κατσίκες και την βρωμιά της περιοχής), η Δύση αρεσκόταν ευχαρίστως στην αφήγηση του σχήματος του “πολιτισμένου” και του “άγριου”, σκεπτικό που επιβιώνει παραλλαγμένο έως σήμερα. Ακόμα και ως πολιτιστικό φαινόμενο, ο τουρισμός, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την αθρόα αρχαιοκαπηλία των προηγούμενων αιώνων ή τις περιγραφές πολιτισμικής ανωτερότητας των ευκατάστατων δυτικών που καταλάμβαναν τα σαλόνια της ευρωπαικής διανόησης με τους ίδιους τρόπους που σήμερα ένας ταξιδιώτης διασπείρει την εξωτική αφήγηση της καπιταλιστικής του εμπειρίας στα σόσιαλ μίντια, αφορά κατά κανόνα μια αφήγηση ετεροποίησης και απόστασης.
Παρόλα αυτά υπάρχουν έκδηλες διαφορές ποιότητας μεταξύ των δύο ταξιδιωτών, αυτόν του παρελθόντος και αυτόν του σήμερα. Ο οργανωμένος καπιταλιστικός τουρισμός του σήμερα δεν προσφέρει σε καμία περίπτωση τον ίδιο βαθμό πολιτιστικής ευρυμάθειας που μπορούσε να προσφέρει σε έναν ταξιδιώτη του 17ου και 18ου αιώνα. Οι αποστολές των ταξιδιών του τότε, καθώς ήταν χρονοβόρες, ακριβές και επικίνδυνες, περιλάμβαναν τεράστια προετοιμασία, διάβασμα και στόχους που διαφέρουν ποιοτικώς από την ευκολία και την επιφανειακότητα της ταξιδιωτικής εμπειρίας του σήμερα. Η φωτογράφιση πλάι σε ένα μνημείο και η διασπορά της φωτογραφίας στα σόσιαλ μίντια δεν καθιστά το απεικονιζόμενο άτομο κοινωνό της ιστορίας της περιοχής ή με οποιοδήποτε τρόπο πεπαιδευμένο, ενώ η επίσκεψη σε μουσεία, η πολιτιστική κονσέρβα των ξεναγήσεων και η μουσειακή εκθεσειακότητα ενός τόπου, αφαιρεί από το ταξίδι την περιηγητική και μαθησιακή του διάσταση και το καθιστά απλώς ένα προϊόν προς αγορά.
Η ίδια επιφανειακότητα παρατηρείται άλλωστε και σε πιο “εξειδικευμένες” μορφές τουρισμού, όπως οι διαφημιζόμενοι ΛΟΑΤΚΙ+ παράδεισοι ορισμένων νησιών της Ελλάδας που στην πραγματικότητα αποτελούν παραλλαγές των ζωγραφισμένων ειδυλλιακών χωριών του Ποτέμκιν, αφού, παρά τον διαφημιστικό στόχο και την υπόσχεση των ιδανικών διακοπών για το ΛΟΑΤΚΙ+ υποκείμενο, η ομοφοβία στην Ελλάδα αλλά και σε άλλους αντίστοιχους προορισμούς είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που κάθε άλλο παρά εκλείπει.
Η εξιδανίκευση της ταξιδιωτικής εμπειρίας, συνεπώς, απορρέει από ένα συνεχιζόμενο αποικιοκρατικό φαντασιακό, αφού, όπως αποδεικνύεται, ο ρατσισμός και η φοβικότητα, συστατικά στοιχεία της αποικιοκρατικης αυθαιρεσίας, κάθε άλλο παρά εξαλείφονται από τις κοινωνίες της Δύσης, παρά τον φαινομενικό κοσμοπολιτισμό της και το διάνοιγμα σε έναν, υποτίθεται, φτηνό, πολιτισμικά αξιόλογο και εύκολα προσβάσιμο τουρισμό.
Ονομάζομαι Αντώνης Γουλιανός και είμαι συγγραφέας και κριτικός