Σκέψεις πάνω στη νεωτερικότητα, το φόβο και τη μνήμη, με αφορμή το βιβλίο του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου «Οικογενειακή Ρίζα 70» εκδ. Έναστρον 2023.

Η οικογενειακή ρίζα 70 είναι ένα βιβλίο αποτελούμενο από 31 ιστορίες του οικογενειακού δέντρου μιας οικογένειας με αρχικό πρόγονο τον Φίλιππο Ιωάννου Καλογερή (πατέρα του Κωσταντίνου ή Δαλάσου), καλύπτοντας ολόκληρη την ιστορία του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού από το 21’ μέχρι σήμερα και εκτυλισσόμενη κατά βάση στη Ρούμελη και τη Δυτική Ελλάδα αλλά και στην Νέα Υόρκη. Κάθε ιστορία θα μπορούσε να είναι αυτοτελής, αλλά δένεται και με τις υπόλοιπες μέσω των δεσμών αίματος (τις πιο πολλές φορές) μεταξύ των ανθρώπων της οικογένειας Καλογερή. Ο χρόνος δεν ξεδιπλώνεται γραμμικά και κάθε ιστορία είναι μια γρήγορη παράθεση της ιστορίας του κάθε μέλους με έναρξη την γέννηση και τέλος το θάνατο του-της. Το βιβλίο κινείται σε δίπολα: το λογικό και το παράλογο, την αρετή και τη μοίρα, την κατάρα και την ευχή τα οποία συνολικοποιούνται στην αντιφατική σχέση μεταξύ παράδοσης και μοντερνισμού η οποία διαπερνά το σύνολο του βιβλίου.

Η σχέση μεταξύ παράδοσης και μοντερνισμού είναι εξαρχής αντιφατική. Θεμελιώδης αξία για το μοντέρνο είναι η εγκαθίδρυση ενός κόσμου όπου η εξήγηση και η ερμηνεία έχουν (ορθό)-λογική έδραση, εξοβελίζοντας σε μεγάλο βαθμό τα στοιχεία της μεταφυσικής, του παράλογου, του μη ορθολογικού και του υπερβατικού, στοιχεία που είναι συστατικά του λόγου της παράδοσης. Κατά τον Μιχάλη Μερακλή (2006) «ο εκλογικευμένος μοντερνισμός εργάζεται σταθερά και συστηματικά, με πρωτοπόρους τους εκπροσώπους των θετικών επιστημών, για την αποδυνάμωση του, -ριζικά βέβαια μεταφυσικού,- θρησκευτικού συναισθήματος». Όταν λοιπόν ο Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, άνθρωπος των θετικών επιστημών επιχειρεί με το βιβλίο του «Οικογενειακή Ρίζα 70» να επαναφέρει και να συνομιλήσει με την παράδοση, το μεταφυσικό, τη λαϊκή σοφία και το θρησκευτικό συναίσθημα δημιουργείται μια ενδιαφέρουσα αντίφαση. Το βιβλίο ακροβατεί με ακρίβεια μεταξύ επιστήμης και μεταφυσικής. Γράφει ο Λουκόπουλος «Το μωρό πέθανε από ένα σύνδρομο που αναγνωρίστηκε δεκαετίες αργότερα ως σύνδρομο αιφνίδιου θανάτου, κι έτσι του έμελλε να φύγει. Το ριζικό του καθενός εκκινεί από το πρώτο κλάμα κι είναι ανεξάρτητο προθέσεων και αιτίων». Κι αλλού «ώσπου, στα 42 της χρόνια (ακολουθώντας το ριζικό σχεδόν κάθε γυναίκας τους γένους Καλογερή) κι ενώ είχε ήδη κάνει έντεκα γέννες, είχε μεγαλώσει έντεκα παιδιά σαν ματαιωμένα ποιήματα και τα ’χε χίλιες φορές χτενίσει, σκεπάσει,- χαϊδέψει και θηλάσει, πέθανε από μια επιπλοκή που είχε κλινική εικόνα συστροφής του εντέρου και της προκάλεσε σηψαιμία, ενώ ήταν έγκυος». Ο Λουκόπουλος έχει μελετήσει και εμπνέεται από τον αυστριακό φιλόσοφο Ludwig Wittgenstein, πολέμιο τόσο της μεταφυσικής όσο και του επιστημονισμού. Αλλά ο Λουκόπουλος είναι και φυσικός και η φυσική, η ίδια θα μπορούσε να πει κάποιος πως είναι διαρκώς στο διάκενο μεταξύ μεταφυσικής και επιστημονισμού. Το φως είναι σώμα ή κύμα; Ο αιθέρας; Το σωματίδιο του θεού; Σε μια εποχή απομάγευσης και απομυθοποίησης, ένας μοντερνισμός ή ένας λόγος ακομά που θα ενσωματώνει την επιστήμη, την λαϊκή γνώση, το μύθο, την ιερότητα και την λογική, την ερμηνεία και το ανερμήνευτο μοιάζει ζητούμενο, κυρίως απέναντι στην οικονομική υπερθολογικότητα της εποχής μας.

Καίτοι, ο μοντερνισμός διατηρεί μια σχέση έντασης με την παράδοση, σε καμιά χρονική στιγμή δεν απορρίπτει απόλυτα το παρελθόν (Friedman 2006: 436, βλ. και Μαυρουδής 2020). Είναι χαρακτηριστικό ότι για τους μοντερνισμούς περιοχών που βρίσκονταν εκτός της επικράτειας του κυρίαρχου Δυτικού Μοντερνισμού, o χώρος της παράδοσης, όχι απλώς δεν θεωρήθηκε τροχοπέδη, αλλά αναδείχτηκε σε ζωτικό παράγοντα για την παραγωγή τέχνης (Clifford 2004: 159, 162, Danos 2018: 81, βλ.
και Μαυρουδής 2020).

Ο Λουκόπουλος συνδέει πολύ επιτυχημένα το ρεαλιστικό και το πραγματικό με το εξωλογικό, μεταφυσικό στοιχείο, καταργώντας ή αδρανοποιώντας την αντίθεση μεταξύ τους, με τον ίδιο τρόπο που ο Frederik Jameson θα πει για το σινεμά του Θεόδωρου Αγγελόπουλου πως «το έργο του χαρακτηρίζεται από έναν εκπληκτικό, σφύζοντα ρεαλισμό, στο πλαίσιο του οποίου, η παραδοσιακή αντίθεση μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας έχει, καταργηθεί ή αδρανοποιηθεί» (Jameson 2000). Η συνύπαρξη πραγματικού και φανταστικού έχει συντελεσθεί στην ιστορία της λογοτεχνίας από το ρεύμα του μαγικού ρεαλισμού, με κύριο εκφραστή τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Ο μαγικός ρεαλισμός προτείνει το μυθικό, το παραδοσιακό/μεταφυσικό στοιχείο ως μέρος μιας συμβατικής λογοτεχνικής διαδικασίας και το διαχειρίζεται ως τέτοιο, επιπλέον δε, χωρίς κανένα ίχνος ξαφνιάσματος ή έκπληξης. Γράφει η Πεχλιβάνη (2023) για το βιβλίο «οικογενειακή ρίζα 70» πολύ πετυχημένα, πως «τα φανταστικά στοιχεία υποστασιοποιούνται, γειώνονται και γίνονται αντιληπτά ως μέρος της πραγματικότητας καταρρίπτοντας έτσι τα όρια της κοινής λογικής. Σε αυτό το πλαίσιο του μαγικου ρεαλισμού, υπάρχουν μέλη της οικογένειας Καλογερή αποκλίνοντα από την κυρίαρχη νόρμα και την κοινώς παραδεδεγμένη συμπεριφορά, πρόσωπα καταραμένα αλλά και χαρισματικά που μετεωρίζονται ανάμεσα στο φως της ιερότητας και στο σκοτάδι μιας παράδοξης μοίρας». Με έναν μικρό αστερίσκο, μια υποσημείωση, από πλευράς μου. Η ιερότητα, η λαϊκή γνώση η λαϊκή σοφία και οι συλλογικές πρακτικές της υπαίθρου μαζί με τις συνεπακόλουθες δοξασίες της, η εμπειρική γνώση δεν αναιρούν την κοινή λογική. Θα μπορούσαν να ενσωματωθούν σε μια νέα κοινή λογική, εκείνη που θα γεννιόταν στη συνάντηση μεταξύ επιστημονικού λόγου και λαϊκής γνώσης και πρακτικής, στο σημείο όπου η επιστήμη κοινωνικοποιείται και ταυτόχρονα παίρνει σχήμα από τα ερωτήματα των καθημερινών ανθρώπων.

Στην οικογενειακή ρίζα 70 ξετυλίγεται η ιστορία της ζωής, όπως ορίζεται από τα πρωταρχικά της στοιχεία, δηλαδή τη γέννηση και το θάνατο. Το βιβλίο μας εξοικειώνει με το θάνατο, θεμελιώδες ζητούμενο άλλωστε και για αυτή την ενότητα νεωτερικότητας και παράδοσης. Η νεωτερικότητα υποτίθεται ότι θα ήταν η περίοδος
εκείνη της ανθρώπινης ιστορίας στην οποία οι φόβοι που στοίχειωναν την κοινωνική ζωή κατά το παρελθόν θα μπορούσαν να ξεπεραστούν οριστικά και τα ανθρώπινα όντα θα μπορούσαν να αναλάβουν τον έλεγχο της ζωής τους και να δαμάσουν τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις του κοινωνικού και του φυσικού κόσμου. Κι όμως, στην εποχή της μετανεωτερικότητας, στην αυγή του εικοστού πρώτου αιώνα, ζούμε ξανά σε μια εποχή φόβου. Είτε πρόκειται για τον φόβο των φυσικών ή περιβαλλοντικών καταστροφών είτε για το φόβο τυφλών τρομοκρατικών επιθέσεων, είτε για τον φόβο του θανάτου, ζούμε σε μια κατάσταση διαρκούς άγχους αναφορικά με τους κινδύνους που δύνανται να ενσκήψουν απροειδοποίητα και ανά πάσα στιγμή. «Φόβος» είναι το όνομα που δίνουμε στην αβεβαιότητά μας μπροστά στους κινδύνους που χαρακτηρίζουν τη ρευστή μεταμοντέρνα εποχή μας, στην άγνοιά μας σχετικά με τη φύση της απειλής και στην ανικανότητά μας να καθορίσουμε τι μπορεί και τι δεν μπορεί να γίνει για την αντιμετώπισή της. Φόβος που αποσκοπεί (και) στην κατασκευή ενός ενεργού εργασιακού υποκειμένου της νεοφιλελεύθερης παραγωγικότητας. Το βιβλίο μας εξοικειώνει με το θάνατο, τον φυσικοποιεί και τον εντάσσει στη συλλογική ζωή, σπάζοντας έτσι το φόβο. Ο Εδουάρδο Γκαλεάνο (2019) έγραφε: «Όσοι δουλεύουν φοβούνται μη χάσουν τη δουλειά τους. Όσοι δεν δουλεύουν φοβούνται ότι δεν θα βρουν ποτέ δουλειά. Όποιος δεν φοβάται την πείνα φοβάται το φαγητό. Οι οδηγοί αυτοκινήτων φοβούνται να περπατήσουν και οι πεζοί φοβούνται μην τους πατήσουν τα αυτοκίνητα. Η δημοκρατία φοβάται να θυμηθεί και η γλώσσα φοβάται να μιλήσει. […]Φόβος των κλεφτών, φόβος της αστυνομίας. Φόβος της πόρτας χωρίς κλειδαριά, του χρόνου χωρίς ρολόγια, του παιδιού χωρίς τηλεόραση, φόβος της νύχτας χωρίς υπνωτικά χάπια και φόβος της ημέρας χωρίς διεγερτικά χάπια. […] Φόβος του θανάτου, φόβος της ζωής». Λέει ο Επίκτητος «να μη φοβάστε ούτε τις αρρώστιες, ούτε τον θάνατο, να φοβάστε τον φόβο» και ο Σπινόζα (1632-1677) πως «ένας ελεύθερος άνθρωπος σκέφτεται ούτε λίγο ούτε πολύ τον θάνατο, και η σοφία του είναι ένας διαλογισμός όχι του θανάτου αλλά της ζωής» (Elwes, 1919, p. 113). Το βιβλίο του Λουκόπουλου, στις 31 ιστορίες της οικογένειας Καλογερή κάνει το θάνατο να φαίνεται φυσικός, δοξάζοντας τη ζωή. Γράφει ο Λουκόπουλος «ώσπου, στα 42 του χρόνια, κι ενώ τραγουδούσε «Τα παιδιά της γειτονιάς σου με πειράζουνε» σε κάποιο Καφέ Αμάν του Σικάγου όπου βρέθηκε
περιοδεύοντας, τον κατέσφαξε –για λόγους ερωτικής αντιζηλίας– ένας ιταλός μπακάλης».

Λέγεται συχνά πως «αν θέλεις να φτάσεις στην πατρίδα σου, πρέπει να πας και να μιλήσεις με τους νεκρούς». «Οι νεκροί είναι ακριβώς η γλώσσα του παραμυθιού και της παραλογής, γεμάτη ρυθμό και τραγούδι. Αυτό που κάνουν οι μύθοι, οι παραλογές και τα παραμύθια είναι να μας συνδέουν με τη συλλογική μνήμη» (Τραχανάς 2016). Σε ένα μεταμοντέρνο κόσμο μαζικής παραγωγής λήθης η μνήμη αφορά την τέχνη και τα καλλιτεχνικά υποκείμενα. “Μας νοιάζει”, με μια μάλλον παράδοξη έννοια, που δεν έχει καμία σχέση με τη νοσταλγία, αλλά μάλλον μ’ αυτό που καταλαβαίνουμε σα μαζική παραγωγή της λήθης μέσα στην (και μέσα από την) καπιταλιστική αναδιάρθρωση. Στις 31 ιστορίες του, το βιβλίο του Λουκόπουλου κατορθώνει να διατρέξει όλη την ιστορία του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού από τις απαρχές του μέχρι σήμερα. Στο φόντο αυτό εμφανίζονται η Μικρασιατική Καταστροφή και η μετανάστευση στην Αμερική, το κραχ του 29’, η Μεταξική δικτατορία, ο εμφύλιος, η κατοχή, οι δοσίλογοι αλλά και οι πολιτικοί της μεταπολίτευσης. Οι ιστορίες δεν αρθρώνονται χρονικά κάνοντας μια διδακτικού τύπου περιήγηση στην ιστορία του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, αλλά κάνοντας στάσεις σαν σεκάνς ταινίας. Ενώ διαλύει την πλοκή, κάνει οικεία την κάθε φυσιογνωμία αλλά και τα περιστατικά που όρισαν τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, φέρνοντας κοντά τη συλλογική μνήμη αυτού του τόπου. Στο ίδιο μήκος κύματος ο Αγγελόπουλος θα πει «έκανα τις πρώτες μου ταινίες (Αναπαράσταση, Μέρες του 36΄ και Θίασος) για να καταλάβω την Ελλάδα».

Οι ιστορίες του Λουκόπουλου εκτυλίσσονται κυρίως στην περιοχή της Φωκίδος αλλά και γενικότερα στη Στερεά και δυτική Ελλάδα και σε αντιδιαστολή με την οριενταλιστική προσέγγιση του μεσογειακού χώρου και των κατοίκων της, αντιλαμβάνεται τους ανθρώπους ως δυνατούς για το καλύτερο και το χειρότερο. Η εικονοποιεία αποτυπώνει ξεκάθαρα τις επιρροές του Λουκόπουλου από το σινεμά, από τις σεκάνς των ταινιών Θεόδωρου Αγγελόπουλου, του Κώστα Σφήκα, του Σταύρου Τορνέ, του Νίκου Κούνδουρου, του Βίκτορ Ερίθε και των αδερφών Ταβιάνι, τόσο στην ατμόσφαιρα, όσο και στις ανθρώπινες φιγούρες. Μου θύμισε τις ταινίες Καρκαλού του Σταύρου Τορνέ, το Νότο του Ερίθε, το Φιορίλε των αδερφών Ταβιάνι, το Θηραϊκό Όρθρο, το ταξίδι στα Κύθηρα. Το βιβλίο είναι ποιητικό, πραγματικό, μεταφυσικό, οικείο και κυρίως ατμοσφαιρικό όπως ακριβώς και το σινεμά των
παραπάνω σκηνοθετών. Οι άνθρωποι δεν είναι ούτε a priori κακοί, ούτε a priori καλοί, είναι μονάχα δέσμιοι της στιγμής, των παθών, του καταναγκασμού και της ομορφιάς. Κλείνοντας θα πω, πως τελειώνοντας το βιβλίο θυμήθηκα την ιστορία του βοσκού ο οποίος χωρίς να ξέρει να μιλάει, όταν συνάντησε έναν άγγελο του ζήτησε
να του μάθει να προσεύχεται. Ο άγγελος βοήθησε το βοσκό να μάθει απ’εξω το πάτερ ημών. Όταν λοιπόν έφευγε ο άγγελος και ο βοσκός είχε ξεχάσει τα λόγια του πάτερ ημών, ο βοσκός άρχισε να τρέχει πάνω στη θάλασσα για να πει του αγγέλου να του ξαναπεί τα λόγια. Ένιωσα αυτήν την παράδοξη ιερότητα που έχουν ορισμένοι άνθρωποι, αυτή τη χαρά της ανακάλυψης της μαγείας που κυρίως τη συναντάμε στη φύση και στα βιβλία.

 

 

Αναφορές

Clifford, James. “Traditional Futures”. Questions of Tradition. Επιμ. Mark Salber Phillips και Gordon Schochet. Τορόντο: University of Toronto Press, 2004. 152-168.

Danos, Antonis. “Mediterranean Modernisms: The Case of Cypriot Artist Christoforos Savva”. Critically Mediterranean: Temporalities, Aesthetics, and Deployments of a Sea in Crisis. Επιμ. Yasser Elhariry and Edwige Tamalet Talbayev. Λονδίνο: Palgrave Macmillan, 2018. 76−110.

Friedman, Susan Stanford. “Periodizing Modernism: Postcolonial Modernities and the Space/Time Borders of Modernist Studies”. Modernism/modernity 13.3 (Σεπτέμβριος 2006): 425-443.

Jameson, Fredric. «Το παρελθόν ως Ιστορία». Θόδωρος Αγγελόπουλος. Μτφρ. Τιτίκα Δημητρούλια. Επιμ. Αχιλλέας Κυριακίδης και Ειρήνη Στάθη. Αθήνα: Eκδόσεις Καστανιώτη, 2000. 65-80.

Spinoza (1919). Ethics, translated by R. H. M. Elwes. London: Bell Publishing.

Γκαλεάνο Εντουάρντο. Ένας κόσμος ανάποδα, εκδ Πάπυρος 2019.

Μαυρουδής Παρασκευάς. «Ο κινηματογράφος του Θόδωρου Αγγελόπουλου: αντι-ηγεμονική νεωτερικότητα και μοντερνισμός στη Μεσόγειο» Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου Σχολή Κάλων Και Εφαρμοσμένων Τεχνών, Μεταπτυχιακή Διατριβή, https://ktisis.cut.ac.cy/bitstream/20.500.14279/19506/1/MAVROUDIS%20PARASKE
VAS%20THESIS%20FINAL.pdf

Μερακλής Μιχάλης. «Παράδοση και μοντερνισμός στη λογοτεχνία μας» 15/11/2006. https://www.poeticanet.gr/paradosi-monternismos-logotexnia-a-130.html

Πεχλιβάνη Αγγελική. «Ο μαγικός ρεαλισμός ενός φυσικού επιστήμονα», Περιοδικό Χάρτης, τεύχος 56 Αύγουστος 2023, https://www.hartismag.gr/hartis-56/biblia/o-
maghikos-realismos-enos-fisikoy-epistimona

Τραχανάς Κώστας. «Παραλογές και μεταφυσικό στοιχείο – η επιρροή τους στη λογοτεχνία», 9/11/2016, http://www.maxitisartas.gr/single_page.php?catid=&id=3328

 

Φάνης Παπαγεωργίου
Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών