Ποιήματα για την Απεργία 9 Νοέμβρη 2022

A’ μέρος
Οι επιλογές ενός μέλους σωματείου

Είχα την τύχη χάρη στον ποιητή Νικόλα Κουτσοδόντη να διαβάσω κάθε ποίημα που υποβλήθηκε από τους ποιητές που εργάσθηκαν για να συμβάλλουν στην πρόσκληση που απηύθυνε. Η πρόκληση αυτή επ’ αφορμή της Γενικής Πανελλαδικής Απεργίας της 9ης Νοέμβρη αποτελεί τόπο συνάντησης και διαλόγου, στον οποίο με χαρά συμμετέχω και με θερμούς, εγκάρδιους χαιρετισμούς υποδέχομαι καθέναν και καθεμιά από εσάς που εργάζεσθε με την τέχνη της γραφής και στην ουσία των υλικών σας βρίσκεται η αγάπη για τον εργαζόμενο άνθρωπο. Προσδοκώ για όλους σας ότι δεν θα είστε μόνο ποιητές του παρόντος, αλλά και ενός φωτεινού για την κοινωνία μέλλοντος.

Προτού αναφερθώ στα πολύ συγκεκριμένα ποιήματα που εγώ ξεχώρισα, σας διευκρινίζω ότι τοποθετούμαι ενώπιον σας και ενώπιον του αναγνωστικού κοινού ως μισθωτή επιστήμονας εργαζόμενη, γυναίκα, σπλάχνο από τα σπλάχνα της εργατικής τάξης, που συνειδητά συμμετέχει στις γραμμές του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος και του γυναικείου ριζοσπαστικού κινήματος. Για εμένα κίνητρο της πράξης είναι ο κάθε άνθρωπος να ζήσει ως αυθύπαρκτη προσωπικότητα την ζωή που επιθυμεί, ισότιμος κοινωνός με τους άλλους, απαλλαγμένος από κάθε μορφής καταναγκασμό.

Ο αγώνας αυτός, ωστόσο, ούτε ατομικός είναι, ούτε καινούργιος. Στα ορυχεία του Ludlow, για το ψωμί και την αξιοπρέπεια (‘Η μπαλάντα του Λούη Τίκα’, Γιώργος Δρίτσας), κάηκαν ζωντανοί απεργοί εργάτες, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, όταν αρνήθηκαν να συνεχίσουν να σκάβουν της γης το εφηβαίο (‘ Απεργία’, Χάρης Μελιτάς) για να αναβλύζει το χρυσάφι του Ροκφελερ. Συνεχιστές των αιματηρών απεργιών του Σικάγο, διατράνωσαν ότι είναι άνθρωποι και πρέπει να ζουν ανθρώπινα. Σ’ αυτό το κοινό αίτημα, Έλληνες, Ιταλοί, Ασιάτες, Αφροαμερικάνοι εργάτες έμαθαν τις τρεις διαστάσεις, το πλάτος, το ύψος, το μαζί, και απέδειξαν πράγματι ότι από σπίθες ραμμένες, οι ιστορικές πυρκαγιές αιφνιδιάζουν (‘Απεργία’, Βασίλης Μορέλλας). Ο Λούης Τίκας λοιπόν συναντά στο παρόν την Αγία Γκαρσόνα (‘Η αγία γκαρσόνα’ Δημήτρης Γκιούλος), γυναίκα, και της λέει ότι δεν αξίζει να περιμένει το πενιχρό πουρμπουάρ και να μην χρησιμοποιεί το ακονισμένο από τον εξευτελισμό και την εκμηδένιση της ύπαρξης μαχαίρι.

Εμπνεόμενη από τους ανωτέρω ποιητές (γιατί αυτή είναι η δύναμη της τέχνης σας), συνεχίζω η ίδια. Εκείνη, Αγία καθώς είναι, τον ρωτά ‘ενάντια σε ποιον’; Εκείνος χαμογελά και της μιλά για την 8η Μάρτη και τις υφαντουργίνες του Σικάγο, της μιλά για την Σωτηρία (Βασιλακοπούλου) και την Ηλέκτρα (Αποστόλου), της μιλά για μια Ρόζα, που πέταξε ως αετός στην αθανασία, παρά το καμένο και πεταμένο στο ποτάμι κορμί της, της μιλά για μια γυναικεία φωνή που ήχησε ως πολεμική τυμπανοκρουσία και ούρλιαξε ταυτόχρονα όλη η Μαδρίτη ‘No pasaran’.

Γιώτα Ανδρικ., Μέλος του σωματείου Μισθωτών Δικηγόρων της Περιφέρειας Αττικής

Βασίλης Μορέλλας

Απεργία

Σήμερα τεντώνεται
η νεκρόπολη και ξεμυτά
κόκκινα μάτια στάζουν κούραση
βροντώντας στην άσφαλτο
αντιγνέφει ο ουρανός
λιώνουν γυαλιά στις αρθρώσεις των δαχτύλων
απ’ την καρδιά ο κόμπος στη γροθιά
την τιμή των κεντρικών αρτηριών
σώζει ένας παλμός.
Μεταβολή στο χείλος της παραφροσύνης
την ύστατη στιγμή ξεμούδιασαν τ’ άκρα
-ας κάνει αναστροφή

ο αυτόματος οδοστρωτήρας.

Σήμερα τελεσίγραφα επιστρέφονται
αδιέξοδα μετακινούνται
ο πόλεμος κοντοστέκεται
στρέφει τα νώτα, συλλογιέται
αμετακίνητος.
«Δεν αρκεί»:
σφίγγουμε παραμάσχαλα την αναστολή
και πορευόμαστε.
Καθώς τις προσπερνά η ροή
δυσφορούν και σκοτεινιάζουν
οι αφίσες με τους γελαστούς κυνόδοντες.
Οι αφίσες με το ξεθωριασμένο «ψωμί»
ξαναωριμάζουν.
Από παλιά σινεμά βγαίνουν ασπρόμαυροι άνθρωποι
γυμνές πατούσες, κασκέτα
μπολιάζουν το πλήθος, δεν βαστούν πανό, όμως
στην πρώτη γραμμή κραυγάζουν άλαλοι.
Οι νέοι μαθαίνουν τις τρεις διαστάσεις
το πλάτος, το ύψος, το μαζί
έξω από κάμαρες και υπνωτήριες οθόνες.
Στα χαμηλά μπαλκόνια χαιρετούν γριές.
Στα αψηλά μπαλκόνια σφυρίζουν άνεμοι.

Η άσφαλτος μουσκεύει
κόκκινη παλιωμένη υγρασία αναδύεται
τα βήματα δεν αφήνουν να ξινίσει
πατούν τον μούστο που ακόμα ζυμώνεται
γλυκόπιοτο κάποτε.
Προειδοποιώ: όλη η πρόσοψη
ιστοί και ροχάλες
παχύσαρκες οχιές έχουν κατάληψη
-στο θέατρο της μάχης σκόρπιο ασήμι…
Μειδιάς: έτσι διυλίζουμε
τους μαύρους ατμούς της απελπισίας.
Συμφωνάμε: από σπίθες ραμμένες

οι ιστορικές πυρκαγιές αιφνιδιάζουν.

***

Γιώργος Δρίτσας

Η μπαλάντα του Λούη Τίκα

Μαύρη πέτρα,
η φτώχια των ανθρώπων,
ρίχτηκε στο λιμάνι του Ρεθύμνου·
το σκουριασμένο πλοίο στοίβαξε
τις τελευταίες, πεταμένες ελπίδες
καθώς η Κρήτη γινόταν μια μικρή
κουκίδα μέσα στον λαβύρινθο
των ωκεανών.

Στου Νέου Κόσμου
τις ακτές όπου ο Κολόμβος, ρακένδυτος,
δόξασε τον νόμο της ισχύος
και τον μακάβριο κανόνα της
υποταγής του ανθρώπου στον άνθρωπο
-όταν τα πάντα πίσω του
είχαν χαθεί,
ήρθες υπηρέτης,
μέλος μιας άλλης
γενιάς σκλάβων
αυτών του Κεφαλαίου.

Από τις τάξεις των I.W.W.
στα μεταλλεία του Ροκφέλλερ
έκανες την αξίνα όπλο
και τη μαυρισμένη
φόρμα εργασίας τη μπαντιέρα
ενός νέου λαού,
της τάξης σου.

Ενώ το αίμα
των εργατικών συνδικάτων
του Σικάγο
δεν είχε ακόμη στεγνώσει
από τη μαγιάτικη εξέγερση του 1886,
βάδισες ξανά
στο μονοπάτι του αγώνα.

Στο Ludlow σφραγίστηκε
η πορεία σου
κάτω από το δειλό
χτύπημα ενός διεκπεραιωτή
“του νόμου και της τάξης”.

Το κρανίο σου άνοιξε,
κόκκινο αίμα χύθηκε δίνοντας
στις αγνές προθέσεις σου
το χρώμα της αντίστασης.

Από τότε,
κάθε φορά που η αδικία
σκιάζει τις καρδιές των ανθρώπων
πορεύεσαι σιωπηλά
-μαζί με τον Μαρίνο Αντύπα,
μέσα στις σκέψεις
των καταπιεσμένων,
δίνοντάς τους θέληση
να πολεμήσουν
για αυτό που έχει απομείνει.

Το ψωμί και την αξιοπρέπεια

***

Δημήτρης Γκιούλος

Η αγία γκαρσόνα

Σε βλέπω καμιά φορά στο ακριβό εστιατόριο
πώς σερβίρεις τις κινητές ιδιοτροπίες των πελατών σου
πώς αποκρούεις με χαμόγελο την αγένεια, την προσβολή
το πέσιμο του αφεντικού στον στρογγυλό σου κώλο
(που και εγώ κοιτώ)
πώς μαζεύεις το μικροσκοπικό πουρμπουάρ σκεπτόμενη
το φλερτ με την ανεργία
και τους απλήρωτους λογαριασμούς
αγία εσύ
φυλάς το ακονισμένο μαχαίρι σου
χαρίζοντας στους αφεντάδες ακόμα μια μέρα ζωής

Ως πότε όμως

Αστικά Δύστυχα, Θίνες, 2020

***

Χάρης Μελιτάς

ΑΠΕΡΓΙΑ

Είμαι το σκουριασμένο φτυάρι.
Φτύνατε
τις άπληστες παλάμες πριν μ’ αγγίξετε
τρέματε
μην πληγιάσουν απ’ τις σκλήθρες μου
την ώρα που με μπήγατε στο χώμα.
Τι με κοιτάτε τώρα μελιστάλαχτοι
σε μια θηλιά της μοίρας
κρεμασμένο;
Φυσάει στους σταυρούς του Γολγοθά
αράχνες παιχνιδίζουν στο κορμί
η μνήμη καταπίνει ενοχές
μοχλεύοντας ρινίσματα αιθάλης.
Πόσες φορές ξεκούμπωσα
το φόρεμα της γης
χορεύοντας βαθιά στο εφηβαίο
πόσο χρυσάφι έχυσα στα δόντια σας
και πόσο κάρβουνο
στα χρώματα του κόσμου;

Αφήστε τις ευγένειες και δρόμο.
Δεν σκάβω άλλο
για να θάψετε στις τσέπες σας
το άδειο φέρετρο που κουβαλάτε…