Στον επόμενο
τόνο
Στο
χωλ , δεξιά από την πόρτα , σ΄ένα ξύλινο
σκυριανό τραπεζάκι ακουμπούσε το γκρι
αναλογικό τηλέφωνο. Δίπλα στο τραπεζάκι,
με τη ράχη ν΄ ακουμπά στον τοίχο μια
ψάθινη , φθαρμένη καρέκλα. Πάνω στο
τραπεζάκι , είχε στρωμμένο ένα δικό της
εργόχειρο. Το είχε φτιάξει με το βελονάκι,
τις μέρες που περίμενε την Μαρία να
γυρίσει από τη σχολή. Είχε φτιάξει πολλά
εργόχειρα. Κουρτινάκια, τραπεζομάντηλα
, πετσέτες με τα μονογράμματα , όλα
φτιαγμένα την ίδια εποχή που πήγαινε
στο Μπάρι να δει τη Μαρία . Τους τα μοίρασε
δίκαια . Κράτησε κι αυτή δυο τρια. Δίπλα
στο τηλέφωνο είχε βάλει δυο ολόιδια
βαζάκια . Μπλε με άσπρα λουλουδάκια
από φίνα γερμανική πορσελάνη. Στο ένα
έβαζε ένα στιλό , στο άλλο ένα λουλουδάκι.
Παλαιότερα είχε γλάστρες στη βεράντα
της κουζίνας.
Απέναντι
από το χωλ ήταν δυο πόρτες πάντα ανοικτές.
Η μια οδηγούσε στη κουζίνα και η άλλη
στο καθιστικό. Όταν καθόσουν στο τραπεζάκι
του χωλ είχες ανεμπόδιστη θέα και στα
δυο δωμάτια. Στο καθιστικό , σε δεσπόζουσα
θέση βρισκόταν η τηλεόραση. Παλιό μοντέλο
, τώρα με τα αναλογικά κανάλια είχε
ξεπεραστεί. Είχε περάσει ο γείτονας ο
Θόδωρος και είχε προσπαθήσει να τη
προσαρμόσει στα νεα δεδομένα . Είναι
λίγα τα ψωμιά της , της είχε πει και πως
πρέπει να την αλλάξει. Ακουμπισμένη
χρόνια τώρα στην ίδια θέση, πάνω στην
κασέλα που έφεραν με τον Παναγιώτη από
το χωριό . Καθώς δεν έπιανε παρά ένα δυο
κανάλια όλα κι όλα, την άφηνε ανοικτή
να ακούει τον υπόκωφο και συνεχή ήχο
της . Δεν πειράζει ας μην έπιανε κανάλια.
Στο
κέντρο της κουζίνας ήταν το τετράγωνο
τραπέζι με το καρώ τραπεζομάντιλο και
το πήλινο βάζο από τα Χανιά. Εκείνο το
καλοκαίρι που πήγαν διακοπές στα Χανιά
είχαν μάθει πως ο Γιώργης είχε μπει στην
Κτηνιατρική Σχολή της Θεσσαλονίκης.
Μια φορά να μην έχει ψίχουλα ο πάγκος
της κουζίνας δεν θυμάται. Τα παξιμάδια,
τα κουλούρια , τα τσουρέκια, τα τοστ,
απογεύματα και πρωινά , στα όρθια και
στα βιαστικά όλα εκεί στο πάγκο
κοβόντουσαν. Μετά τα παιδιά έπιασαν
δικά τους σπίτια και έφυγαν. Στο πάγκο
της κουζίνας τα ψίχουλα λιγόστεψαν.
Σαν
όνειρο βλέπει καμιά φορά να στέκεται
πάνω από τον ίδιο πάγκο να μαζέψει τα
ψίχουλα πάλι. Να κάθεται ο Παναγιώτης
στο τραπέζι κι αυτή να τον ρωτά . Είπες
αυτό που ήθελες να πεις; Μήπως είπες
αυτό που δεν ήθελες να πεις; Στα λόγια
των ανθρώπων υπάρχει πάντα ένα ανεπαίσθητο
κενό. Ο Παναγιώτης πέθανε πριν δυο χρόνια
χωρίς να το περιμένει. ”. Οι μέρες άρχισαν
να κυλλούν σαν κιτρινισμένες σελίδες
βαθιά κολλημένες στη ράχη ενός βιβλίου.
Κάθεται
στην ψάθινη καρέκλα του χωλ. Ακουμπάει
τα πόδια της στον απέναντι τοίχο . Οι
πατούσες της αφήνουν αποτυπώματα.
Σηκώνει το ακουστικό. Σχηματίζει το
νούμερο. Στο αυτί ακούει ακόμα τη
περιστροφή του μηδέν να ολοκληρώνεται
. Ακουμπάει το ακουστικό κάτω και σε
ολόκληρο το δωμάτιο ακούγεται σαν από
ηχείο η γνώριμη φωνή ”στον επόμενο τόνο
η ώρα θα είναι..” Μέχρι τώρα σ΄εκείνο
τον επόμενο τόνο η ώρα έχει κολλήσει σε
μια παλιά ώρα. Τον χρόνο δεν μπορεί να
τον κάνει καινούργιο.Αυτό το ξέρει.
Τουλάχιστον ας είναι να μπορέσει
ν΄απαντήσει σ΄εκείνη εκεί την ερώτηση
που είχε κάποτε δει γραμμένη σ΄ένα
τοίχο, στο δρόμο. Εσένα ποιά μέρα τελείωσε
η ζωή σου;