Ράινερ
Βέρνερ Φασμπίντερ, Βέρνερ Χέρτζογκ:΄Όπως τέμνονται οι παράλληλοι κόσμοι
Αν είναι καθήκον κάθε
γενιάς να συγκρούεται με την προηγούμενη, τότε το Γερμανικό σινεμά των ‘60sξεκίνησε
επιβεβαιώνοντας τον κανόνα. Για να σπάσει, όμως, στην πορεία των δύο επόμενων
δεκαετιών κινηματογραφικούς κανόνες και νόρμες και να εξελιχθεί, ως ολόκληρο
ρεύμα, σε ένα από τα διαχρονικότεραenfantterribleτου
παγκόσμιου σινεμά.
Το 1962, λοιπόν, 26 νέοι Γερμανοί
κινηματογραφιστές, μεταξύ των οποίων οιEdgarReitz,AlexanderKlugeκαιHaroSenftυπέγραψαν
το “OberhausenManifesto”
εξωτερικεύοντας την πεποίθηση τους για την ανάγκη πλήρους ανανέωσης του
γερμανικού σινεμά αλλά και την πρόθεση τους να λειτουργήσουν ως οι φωτεινοί του
αναμορφωτές. Τελικά, όμως, αν και η ιδιότυπη αυτή κινηματογραφική επαναστατική
ιδεολογία, έσπειρε στα ‘60s, έδρεψε, εν τέλει, τους βασικούς της καρπούς
τη δεκαετία των 70’s,
με κύριους εκπροσώπους, τους Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, Βέρνερ Χέρτζογκ και Βιμ
Βέντερς.
Στην κινηματογραφικά αειθαλή,αυτή,τριπλέτα, ο μοναδικός τρόπος
επιλογής είναι ο –εντελώς- προσωπικός έρωτας. Σε μια κατάσταση παντελούς, όμως,
έλλειψης «φυλλοβόλων» δημιουργών, ο προσωπικός,εδώ,έρωτας μοιράζει ισότιμα τα κομμάτια
του. Και η καρδιά (όπως και το άρθρο) , θα κινηθεί ανάμεσα
στο δίπολο Χέρτζογκ- Φασμπίντερ, εντοπίζοντας διαφορές, ομοιότητες και
καταθέτοντας προσωπικές εμπειρίες ενός διπλού κινηματογραφικού πάθους.
Στιγμές
από μπουρζουαζία
Αν υπήρχε κάπου στο
σύμπαν μια λεπτή κλωστή που ένωνε τους Φασμπίντερ και Χέρτζογκ, η κλωστή αυτή
θα λεγόταν «κριτική της μπουρζουαζίας» . Κι αν οι δυο τους κινούνται σε μήκη
κύματος που προσεγγίζουν την παραλληλία, βρίσκουν κοινό έδαφος στην με κάθε
τρόπο –σχεδόν- σάτιρα της μεγαλοαστικής ζωής, των αριστοκρατικών βελούδινων σαλονιών
και των πάσης φύσεως δυτικών απατηλών ονείρων.
Οι ήρωες, λοιπόν, των
δημιουργών ξεκινούν –σε ευθεία γραμμή με το λαϊκό άσμα- μ’ ένα όνειρο τρελό κι
απατηλό. Κι αν στο προσφιλές άσμα η ευθύνη για το ναυάγιο των ονείρων
μοιράζεται ανάμεσα στο σβήσιμο των αστεριών και σε μια κάποια «μοίρα», οι
σκηνοθέτες εναποθέτουν ολόκληρο το βάρος-μενίρ στους ώμους ενός μόνο Οβελίξ υπό
την κωδική ονομασία μπουρζουαζία.
Στο σινεμά του Χέρτζογκ,
ο Κασπάρ Χάουζερ ( Το αίνιγμα του Κασπάρ Χάουζερ, 1975) εμφανίζεται μια ωραία
πρωία σε μια γερμανική πλατεία, μετά από χρόνιο εγκλεισμό, σχεδόν μουγκός και
με προφανή ανικανότητα να προσαρμοστεί στο κοινωνικό περιβάλλον. Η υποτιθέμενη
επιβεβλημένη κοινωνική βοήθεια που του παρέχεται αφειδώς από τους εύπορους
αστούς του τόπου καταλήγει στην ανηλεή περιφορά του ως έκθεμα ενός ακόμα
τσίρκου.
Στο σινεμά του
Φασμπίντερ, ο απένταρος Φοξ (Ο Φοξ και οι Φίλοι του, 1975) έχει εναποθέσει τα
όνειρα του σε ένα λαχείο που αισιοδοξεί πως θα ρίξει άπλετο φως στη σκοτεινή
του ζωή. Όταν το πολυπόθητο λαχείο θα έρθει, θα βρεθεί στο διάβα του και οEugen. Και ένας έρωτας- στρουμπουλός
φτερωτός θεός θα ενώσει με τα σχέδια του για ένα κοινό μέλλον, Φοξ καιEugen. Η ρομφαία ,όμως, της «μεγάλης» ζωής
θα πάρει γρήγορα τη μορφή τουEugen,
όταν ο Φοξ θα μετατραπεί σε αστείρευτη πηγή χρημάτων για τα λαμπερά
επιχειρηματικά σχέδια του «συντρόφου» του.
Και σε ένα από τα
-δυστυχώς- παραγνωρισμένα αριστουργήματα του Χέρτζογκ, «Στρότσεκ» (1977), το
αμερικάνικο όνειρο μετατρέπεται σε μπούμερανγκ για ένα ήρωα που ονειρεύτηκε,
απλώς, μια διέξοδο.
Όταν
οι ήρωες αποκλίνουν
Τελικά, μάλλον, κοινός
τόπος της κινηματογραφικής δυάδας, είναι πως το μεγάλο όνειρο του δυτικού
κόσμου δεν είναι παρά μία καλοστημένη φάκα για αφελείς. Και ένας ατέλειωτος
μηχανισμός ποινικοποίησης των ονείρων που καταλήγει –πάντα- σε ένα εμφατικό
«καλύτερα να καθόσουν στα αυγά σου».
Σε ένα κόσμο που τιμωρεί
αυτόν που ονειρεύτηκε οι ήρωες αισιοδοξούν.
Ο Αγκίρε (Αγκίρε, η
Μάστιγα του θεού ,1972) αναλώνεται σε μια εκστρατεία στα βάθη των Άνδεων σε
αναζήτηση του μυθικού Ελ Ντοράντο. Και ενός πλούτου ακόμα μυθικότερου, ικανού
να του χαρίσει την πολυπόθητη ιστορική αθανασία και την ες αεί (σε αυτό τον
πλανήτη) εξασφάλιση.
Η Μαρία Μπράουν (Ο Γάμος
της Μαρία Μπράουν, 1978) απόλαυσε τα θέλγητρα της συζυγικής ζωής για ένα βράδυ,
πριν χάσει τον άντρα της κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου. Σε μια διαρκή
αναζήτηση ενός μέλλοντος –με κάθε τρόπο- καλύτερου και μιας επικείμενης
ευτυχισμένης οικογενειακής εστίας, θα τραβήξει βιαστικά κόκκινη γραμμή σε κάθε
παρελθόν. Για να επανεφεύρει τελικά έναν εαυτό αδίστακτο που υπόσχεται ,όμως,
αιώνια ευημερία. Μια μεταπολεμική Γερμανία που αποτινάσσει βιαστικά το
ναζιστικό παρελθόν για να τραβήξει προς τη δόξα του οικονομικού θαύματος και
μια γυναίκα γρανάζι ενός συστήματος καταδικασμένου να μην καλύψει –ποτέ- τα
νώτα του.
Η
φύση και η πόλη
Ίσως, τελικά, οι
ομοιότητες ανάμεσα στους δύο να μην μοιάζουν με ψύλλους στα κινηματογραφικά
άχυρα, οι διαφορές όμως είναι αυτές που καθόρισαν τα προσωπικά σινεφιλικά τους αποτυπώματα.
Ο Χέρτζογκ, λοιπόν,
αναδεικνύεται στον πλέον ουσιαστικό κινηματογραφιστή της φύσης. Ενώ ο
Φασμπίντερ είναι ένας από τους πιο ιδιαίτερους σκηνοθέτες της πόλης. Ένα δίπολο
φύση- πόλη που δε σταματά να διαχωρίζει δύο δημιουργούς ενός ρεύματος χωρίς
κανόνες.
Στο σινεμά του Χέρτζογκ,
η φύση ξεφεύγει από την εικόνα κινούμενων φύλων και ηλιόλουστων απογευμάτων και
εξελίσσεται σε απειλή για την ίδια την ανθρώπινη φύση. Ενώ, παράλληλα,
λειτουργεί ως συμβολισμός, όλων εκείνων, που κινούνται ,συνειδητά και
ασυνείδητα, εντός των ηρώων.
Η οργισμένη φύση του «Αγκίρε»
(Αγκίρε, η Μάστιγα του Θεού) και το αινιγματικό φινάλε του «Στρότσεκ» με μια
κότα κλεισμένη σε ένα κουτί, εν είδει παιχνιδιού, να στροβιλίζεται ασταμάτητα,
επιδεικνύοντας τις χορευτικές της ικανότητες, αποδεικνύουν πως η φύση για το
Χέρτζογκ απεκδύεται πλήρως οποιοδήποτε χαρακτήρα βουκολικό. Και, φυσικά, δε
χωράει χαρούμενες Χάιντι με μακριές ξανθές πλεξούδες, αλλά τυφώνες που
καταστρέφουν χωρίς έλεος ζωές και συμβολίζουν όσα ποτέ δε λέγονται.
Η πόλη, του Φασμπίντερ,
είναι εκείνη η κακιά μάγισσα-φόρμουλα που ενώνει απόκληρους και μεγαλοαστούς.
Είναι εκείνο το «μπαρ» μοιραίο ναυάγιο για κόσμους καταδικασμένους να αποτύχουν
όταν τολμήσουν να χτυπήσουν την πόρτα του και να πιουν από κοινού ένα ποτήρι
τζιν τόνικ.
Ο Φοξ (Ο Φοξ και οι Φίλοι
του), ελέω του τυχερού λαχείου, τολμάει να αποτινάξει το ζυγό της φτώχειας και
να επιδοθεί στην πολυπόθητη κοινωνική κινητικότητα. Όσο, όμως, κινείται προς τα
«πάνω» ένα κάποιο άλογο μέσα του ασθμαίνει και ανυπομονεί να γυρίσει στο
στάβλο-κοινωνική τάξη που ανέκαθεν τον φιλοξενούσε. Όταν, μάλιστα, οι νέοι
«πολιτισμένοι» σύντροφοι, με πρόσχημα την εξασφάλιση του Φοξ, θα επιδοθούν στην
οικονομική και πολιτισμική λεηλασία του, η επιστροφή στο παρελθόν μοιάζει μονόδρομος.
Ενώ, στο «Φόβο τρώει τα
Σωθικά» η κοινωνία φοράει το προσωπείο του αδύνατου, στον ειλικρινή έρωτα μιας
εξηντάρας Γερμανίδας νοικοκυράς και ενός νεαρού Μαροκινού εργάτη. Μια συνάντηση
πολιτισμών, των οποίων η ειρηνική συνύπαρξη βαφτίζεται «άρνηση». Και ένας
έρωτας που ρίχτηκε στον καιάδα των ανεκπλήρωτων παθών από τα σπάργανα του.
Ένας Χέρτζογκ που
αποκαλείται «απολιτίκ» και ένας Φασμπίντερ που αποκαλείται αυτοαναφορικός. Μια
μονομανία με τη φύση και μια αποτύπωση προσωπικών οργισμένων παθών. Η αποσιώπηση
των κοινωνικών δεδομένων και η τοποθέτηση στο κέντρο του κυκλώνα τους. Και εν
τέλει δύο δημιουργοί καταδικασμένοι να ψάχνουν την αλήθεια και το ωραίο σε
τόπους εντελώς διαφορετικούς.
Το
χειροκρότημα πριν το φινάλε
Και επειδή στους
καλλιτεχνικούς έρωτες η κτητικότητα υποχωρεί μπροστά στη διάδοση των εκάστοτε
αριστουργημάτων, η 7η τέχνη θα χρωστάει για το –δικό της- πάντα στον
Χέρτζογκ την ωραιότερη κινηματογράφηση της φύσης και την τιθάσευση του
τεράστιου Κλάους Κίνσκι. Ενώ, θα αναγνωρίζει στον Φασμπίντερ την πλέον
οργισμένη ματιά στην ιστορία της και το κόντρα ξύρισμα στο μελόδραμα –μέχρι να
ματώσει.