1.

ΠΩΣ ΠΕΘΑΝΕ Η ΦΡΑΝΣΟΥΑΖ ΝΤΟΛΤΟ

Χτύπησε το κουδούνι της πόρτας.

Η Φρανσουάζ Ντολτό πήγε ν’ ανοίξει.

Στα ογδόντα της, βήματα αργά.

Εκείνη στεκόταν,

το κεφάλι της κάτω.

«Περάστε», της είπε η Ντολτό.

Ούτε που σάλεψε.

Ίσως να ρίγησαν τα μαλλιά της

ανάκατα,

μαύρα σχοινιά

ή φίδια.

Η Ντολτό την τράβηξε μέσα απαλά.

Λέξεις διάσπαρτες

«επιθυμία» «Άλλος» «βλέμμα» «μοναξιά»

ξεχείλιζαν από τους τοίχους, το ντιβάνι και το πάτωμα

(πρόσεχε τόσο πολύ μην τις πατήσει).

«Ήρθα σε σας» ψέλλισε,

«νομίζω πως κάτι δεν πάει καλά».

«Για να δούμε τι συμβαίνει» χαμογέλασε η Ντολτό,

προτού τα βλέμματά τους αγγιχτούν

κι η τελευταία λέξη πετρώσει στον αέρα.

2.

ΑΝΕΙΠΩΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Βολοδέρνουν

οι ανείπωτες ιστορίες

ωσότου κατακλύσουν

τον ευάλωτο

που θα τις πει.

Κάποιες φορές

για να διασκεδάσουν

κυριεύουν

τυφλούς

ή τρελούς,

τον Όμηρο

τον Νίτσε

και άλλους.

Άλλοτε

πέφτουν με ορμή

πάνω σ’ εκείνες,

τη Μάγια Αγγέλου

τη Σαπφώ,

από το γένος

που για μουγκό

προορίζεται.

Τότε

με δύναμη

στην αρχή αδέξια

προσκρούει η γλώσσα

στα δόντια

ή τον ουρανίσκο

παλεύοντας να δώσει

σχήμα στους φθόγγους.

Λέγεται πως

οι ιστορίες

που φτιάχνονται

με τόση λαχτάρα

μυρίζουν

ιδρώτα

ταμπάκο

ή γιασεμί.

3.

ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΟ, ΤΕΛΙΚΑ?

Τόση προσπάθεια ν’ αποστηθίσεις πολέμους, μάχες, στρατηγικές,

ανακωχές και συνθηκολογήσεις

Και φτάνει μια κίνηση, δυο λέξεις

για να επιστρέψεις

μ’ απευθείας πτήση

σ’ εκείνο το βουβό ποτάμι χωρίς όνομα

που αγωνιάς να σβήσεις απ’ τον χάρτη