William Forsythes «Scattered Crowd», Frankfurt Bockenheimer Depot. Mar 2013
Σπίτι προσφυγικό γελαστό.
Μπροστά αυλή. Έξω χωματόδρομος. Μιμόζες σκεπάζουν τρίκυκλα. Μουριές ανασταίνουν μετάξια. Τροφαντές ψείρες
λαμπυρίζουν πυγολαμπίδες σε σγουρά μαλλιά. Λάσπη, σκοινάκι, μακριά γαϊδούρα.
Ο μικρός ξεριζώνει κεφάλια
κοτόπουλων και τα φυτεύει, χώρια απ’ τα σώματα, να βγουν κι άλλα. Ποτίζουμε τις
κοτοπουλιές μας.
Η Σαπουντζάκη κι η
Κωνσταντοπούλου μπαινοβγαίνουν όταν δεν έρχεται μια κυρία που φέρνει λικέρ κι
εσταυρωμένους. Σε ένα χορό πέφτει το ταβάνι και χαλάει κότσους. Αποκτάμε νιπτήρα στο δωματιάκι που είχε
μόνο τρύπα, έξω απ’ το κανονικό σπίτι. Νερό δεν υπάρχει. Από πάνω τσίγκινο
βρυσάκι, από κάτω κουβάς για τα απόνερα.
Η μαμά παθαίνει αναιμία, της
ανοίγουν μια τρύπα και της χώνουν σκουλήκια στο λαιμό. Ο μπακάλης μας κάνει
δώρο την κόρη του τη Βασίλω, του περισσεύει γιατί είναι χαζή.
Την ερωτεύεται ο Ευρυδάμαντας
που έχει υδροπικίαση, γαλάζιο κεφάλι και γυναικεία καπούλια στερεωμένα σε πόδια
χήνας, χορεύει ροκ. Κουμπάρος ο Λίνος που βγήκε
γυναικωτός, πήγε για περμανάντ,
κάνει υπέροχο μουσακά, άλλο που δεν θα παντρευτεί.
Μου τη βαράει που λένε όλο ‘Λο
και Λα, Λ-ό-λ-α’, τραγουδάω τον ‘μαύρο τον Αράπη το σκύλο’ καντάδα στο δάσκαλο
που μ’ ερωτεύτηκε. Είμαι ο Μάκης Λεφεντάριος, ‘η Λύρα παρουσιάζει’,
ανακοινώνω πάνω στην έδρα, μετά γίνομαι
ο Οικονομόπουλος, ψάχνω για τριφύλλια, δέρνω άγρια άμα μου βάλουν γκολ, δεν μου
ξαναβάζουν.
Μουσικές από Νταϊάνες, Κάρολ
και άλλα με φουρό κι ασφαλίτες γείτονες με τρίκυκλα γκοτζαμάνικα.
Ο Καζαντζίδης έχει ένα σκύλο
για φίλο, πιο έξυπνο απ’ τον δικό μας, του καρφώνει την άπιστη γυναίκα του, τη
διώχνει για το χατίρι του, παίζει καταπληκτική πόκα με σάμαλι. Η Αρλέτα κάνει
τη μαμά να χάνεται στα πλεχτά της, με το κεφάλι γερμένο στον αριστερό ώμο. Ο
Πολ Άνκα ρουμπώνει το Λιτλ Τζον το χούφταλο, η Λολομπρίτζιτα παρατάει τον
κινηματόγραφο, χτίζω τζάκια με το θείο τον Πέτρο, έρχεται η χούντα την ώρα που
η μαμά τινάζει τα κιλίμια, κάνει αντίσταση, θάβοντας τα βιβλία με το νιπτήρα
για μνήμα τους, οι μεγάλοι βουβαίνονται.
Ύστερα τρικούβερτο γλέντι μπας
και λυθούν οι απορίες, «που πάει η πατρίδα μας;» ρωτάει ο κυρ-στρατηγός, «στον κώλο σου πάει
χαφιέ», απαντάει ο αδελφός μου.
Η Άννα Μαρία χορεύει γιάγκα
αντιστασιακή, «η κυρία Χούντα κάνει τα βρακιά της φούντα μην αρπάξει καμιά πούντα»,
βροντοφωνάζω απ’ το ταρατσάκι τρώγοντας βερίκοκα.
Σκοτώνεται ο θείος ο Τατάκης,
το φορτηγό του πέφτει στον Κηφισσό, γυμνός από τη μέση και κάτω, φτου να χαθεί
ο μουρντάρης, κρίμα, κρίμα το παλληκάρι, ήταν μεγάλος μάστορας στην κλανιές,
τώρα ποιος θα βρίσκει κλάνοντας που θα κοιμηθούμε στο Σκοινιά, κάθε πορδή κι
άλλη νότα, απ’ τη μελωδία αποφάσιζε, ο αντίλαλος μας οδηγούσε, τον
ακολουθούσαμε φορτωμένοι τις κουβέρτες μας, αγκαλιαζόμασταν πνιγμένοι ανάμεσα
στα ζευγάρια, του άρεσαν οι πατάτες γιαχνί, τις έλεγε καρτοφλί, τώρα ποιος θα
μας λιώνει τη φέτα στη νυσταγμένη σάλτσα;
Η γυναίκα του δεν ξέρει πως να
κάνει τη χήρα, πάσχει από νευρικό γέλιο χρόνια, χορεύει με απλωτές,
αμπλαούμπλικα, κολλάμε στις γάμπες της, βαρίδια, μην πετάξει κι αυτή, δεν
χωράει άλλους ο ουρανός.
Ο αδελφός μου αρπάζει τις
νύχτες τον αστράγαλο της μαμάς μην ταξιδέψει, εγώ ξαγρυπνάω στην αγκαλιά του
μπαμπά κοιτώντας άγρια κάτι μαύρο στο ταβάνι.