Ήρθαν και οι τρεις κόρες του να γιορτάσουν μαζί
του κι όπως τις σερβίρει, σκέφτεται μήπως πεθαίνει και δεν το ξέρει. Είχαν τρία
χρόνια να βρεθούν. Απορεί, πώς έγινε αυτό; Ρίχνει μια ματιά στη φιλενάδα του
που μιλάει με τα κορίτσια του και θυμάται: Εκείνη το οργάνωσε. Δεν ξέρει πως,
αλλά την κοιτάζει με ευγνωμοσύνη.

Τέσσερις γυναίκες από είκοσι έως πενήντα μιλάνε,
γελάνε, τρώνε κι αυτός, μια χαζοχαρούμενη μύγα, στριφογυρίζει, τις σερβίρει,
βάζει μουσική, τις σηκώνει μία μία να χορέψουν μαζί του. Είναι χαμένος, είναι
ευτυχισμένος, είναι αποβλακωμένος.

‘Οι γυναίκες μου’ λέει μέσα του και ξάφνου
εμφανίζεται κι η μάνα του με την αδελφή του και κάτι του λένε, κι έρχεται και η
πρώτη αγαπημένη του, εκείνη που όποτε την άγγιζε, του ζητούσε βύσσινο και το
σιχάθηκε το βύσσινο για πάντα και έρχονται κι άλλες που δεν θυμάται καθόλου κι
όλες κάτι ζητάνε που δεν καταλαβαίνει, κι ύστερα έρχεται κι η πρώτη γυναίκα του
και η δεύτερη που κι αυτές κάτι θέλουν που πάλι δεν αντιλαμβάνεται, του μιλάνε
σε γλώσσες που δεν ξέρει, ποτέ δεν έμαθε, γλώσσες γυναικείες, γλώσσες της
αγάπης, του μίσους, του θυμού, της οργής, της προδοσίας,. Όλες κάτι λένε, κάτι
που πρέπει οπωσδήποτε να καταλάβει, δεν θα έχει άλλη ευκαιρία και γυρίζει μια
από δω, μια από κει, τις κοιτάζει, διαβάζει τα χείλη τους, όμως όχι, τίποτα,
δεν ξέρει τι θέλουν, δεν ξέρει και φοβάται ότι πάλι θα φύγουν, πάλι θα τον
αφήσουν ολομόναχο, πάλι θα μείνει στο τεράστιο σπίτι παρέα με την τηλεόραση και
τα πορνοσάιτ στο λάπτοπ και όχι, δεν θέλει άλλη ερημιά, όχι, πρέπει να
καταλάβει τι του λένε οι ζωντανές και οι νεκρές γυναίκες του, πρέπει να
συγκεντρωθεί, να τους δώσει το χρόνο που απαιτούν, να τις ακούσει, να κάνει
αυτό που ζητάει η κάθεμιά τους.

Απομακρύνεται λίγο απ’ το τραπέζι, κολλάει την
πλάτη στον τοίχο, τις κοιτάζει, χαμογελάει, σκύβει το κεφάλι, κλείνει τα μάτια.

Ναι, επιτέλους τις ακούει.

«Καμπούριασα για σένα» η μάνα του.

«Το βύσσινο είναι πιο γλυκό από μένα;» η
δεκατετράχρονη αγαπημένη.

«Έπρεπε να βρεις πώς να σ’ αγαπήσω» η πρώτη
γυναίκα του.

«Μίλα μου, έχω κατάθλιψη» η αδελφή του.

«Δεν ήθελα φιλαράκι, ήθελα πατέρα» η μεγάλη του
κόρη.

«Βολεύτηκες με την αρρώστια μου» η δεύτερη γυναίκα
του.

«Μπαμπά, συγγνώμη που δεν βγήκα όπως ήθελες» η
μεσαία κόρη του.

«Εγώ σας έχω όλους χεσμένους» η πιο μικρή.

«Πάντα αγαπούσες στη φαντασία σου» μια παλιά του
φιλενάδα.

«Με πενήντα σου κάνω ό,τι γουστάρεις, μωρό μου»
μια πουτάνα.

«Αν νομίζεις ότι θα μείνω επειδή μεγάλωσα και
φοβάμαι τη μοναξιά, γελάστηκες» η τελευταία του αγαπημένη, αυτή που ένωσε τις
κόρες του και τις έφερε να γιορτάσουν σπίτι του.

Κάποιες άλλες εξακολουθούν να μιλάνε σε άγνωστες
γλώσσες όμως δεν τον νοιάζει πια. Του αρκεί που άκουσε τις πιο δικές του
γυναίκες. Πλησιάζει το τραπέζι.

«Τι να σας πώ; Ζω σε ένα παράλληλο σύμπαν. Που και
που ανοίγω το παράθυρο μου και κοιτάζω κατάμουτρα την πραγματικότητα. Και
φοβάμαι. Φοβάμαι πολύ. Όμως σας αγαπάω. Χωρίς εσάς είμαι νεκρός».

Τέσσερις γυναίκες τον κοιτάζουν βουρκωμένες.