ΑΓΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛ

(ΓΡΑΝΑΔΑ)

Στον Ντιέγο Μπίγας ντε
Νταλμάου

Φαίνονται
απ’ τα καγκελάκια,

εις
το όρος, όρος, όρος,

τα
μουλάρια κι οι σκιές τους

με
ηλιανθούς γεμάτα.

Με
τα μάτια στις σκιές μέσα

θαμπώνονται
μεγάλη νύχτα.

Στις
στροφές του αέρα τρίζει

το
ξημέρωμα όλο αλάτι.

Ουρανός
λευκά μουλάρια

υδραργύρου
κλείνει μάτια

δίνοντας
στον ήσυχο ίσκιο

τέλος
ένα από καρδούλες.

Το
νερό γίνεται κρύο

που
κανείς να μην τ’ αγγίζει.

Νερό
τρελό κι ακάλυπτο

εις
το όρος, όρος, όρος.

Ο
Μιχαήλ, όλο κεντίδια

Μες
στην κάμαρα του πύργου,

δείχνει
τα όμορφα του μπούτια

κυκλωμένος
με φανάρια.

Άγγελος
εξημερωμένος

μες
στων δώδεκα το νεύμα

παίζει
τη γλυκιά οργή του

από
πτίλα κι από αηδόνια.

Ψάλει
ο Μιχαήλ στα τζάμια,

Έφηβος
νύχτες τρεις χιλιάδες,

μυρισμένος
με κολώνια

και
των λουλουδιών ο ξένος.

*     *    
*

Στην
ακτή χορεύει κύμα

ένα
ποίημα από μπαλκόνια.

Και
οι όχθες της σελήνης

χάνουν
βούρλα, ήχους παίρνουν.

Του
λαού κορίτσια φτάνουν

τους
ηλιόσπορους που τρώνε,

μυστικοί
μεγάλοι κώλοι

σαν
από χαλκό πλανήτες.

Φτάνουν
ψηλά παλικάρια

και
γυναίκες όλο θλίψη

μελαμψές
με νοσταλγία

ενός
αύριο απ’ αηδόνια.

Κι
ο δεσπότης της Μανίλας,

με
σαφράν τυφλός και φτώχεια,

λειτουργάει
σε σειρές δύο

για
γυναίκες και για άντρες.

*     *    
*

Ο
Μιχαήλ μόνος βρισκόταν

μες
στην κάμαρα του πύργου,

με
κεντημένα μεσοφόρια

με
καθρεφτάκια και πετράδια.

Μπαλονιών
ο Βασιλέας

και
του ένα, τρία, πέντε…

στο
φέρσιμό του Μπερμπερίνος

με
κραυγές και μπαλκονάκια.