Photo by Diane Arbus

Νόμος, σαν Αγάπη  

Νόμος, λένε οι κηπουροί, είναι ο ήλιος

Ο Νόμος είναι εκείνος

Που υπακούουν όλοι οι κηπουροί

Την χθες, την σήμερον και την αυριανή.

Νόμος των γερόντων η σοφία

Των στείρων προγόνων η ασθενική φιλονικία·

Η γλώσσα η πρίμα των εγγονιών

Νόμος η λογική των νιών.

Νόμος, λέει ο δέσποτας με ιεροπρέπειας ύφος,

εξηγώντας σε ακατήχητο πλήθος

Νόμος είναι τα λόγια στο βιβλίο το ιερατικό
μου

Νόμος είναι ο άμβωνας και το καμπαναριό μου

Νόμος λέει ο δικαστής καθώς κοιτάζει αφ’
υψηλού

Μιλώντας με σαφήνεια και σοβαρά απολύτως,

Νόμος είναι όπως στο παρελθόν σας έχω πει

Νόμος είναι όπως υποθέτω έχετε γνώση,

Νόμος είναι αλλά να το εξηγήσω άλλη μια φορά
ας μου επιτραπεί

Νόμος είναι Ο Νόμος.

Ωστόσο γράφουν ακαδημαϊκοί εμβριθείς:

Ο νόμος δεν είναι εσφαλμένος ή ακριβής,

Ο Νόμος είναι εγκλήματα μόνο

Σωφρονισμένα από χώρους και χρόνο,

Νόμος είναι τα ρούχα που οι άνθρωποι φορούν

Πάντα, παντού,

Καλημέρισμα και Καληνύχτισμα ο Νόμος.

Άλλοι λένε, Νόμος η Μοίρα μας είναι·

Άλλοι λένε, Νόμος η Χώρα μας είναι·

Άλλοι λένε, άλλοι λένε

Νόμος δεν υπάρχει πια,

Ο Νόμος έχει φύγει μακριά.

Και πάντα το κραυγαλέα αγριεμένο πλήθος,

Πολύ θυμωμένο και πολύ ηχηρό,

Νόμος είμαστε Εμείς,

και πάντα ο μαλθακός ηλίθιος ήσυχα Εγώ όχι
Εσείς.

Αν εμείς, φίλε, ξέρουμε πως δεν ξέρουμε για το
Νόμο

Περισσότερα απ’ ότι αυτοί,

Κι αν εγώ δεν ξέρω περισσότερα από εσένα

Αν θα πρέπει να κάνουμε κάτι ή μη

Και μόνο συμφωνούμε όλοι

Μίζερα ή ευχαρίστως

Ότι Νόμος είναι

Που όλοι ξέρουμε αρίστως

Αν επομένως παράλογο φανεί

Με άλλη λέξη ο Νόμος να οριστεί,

Σε αντίθεση με τόσα μυαλά

Δεν θα πω Νόμος είναι ξανά,

Δεν αποσιωπούμε πιότερο απ’ όσο αυτοί μπορούνε

Την πανανθρώπινη θέληση εικασίας

Ή το ξεγλίστρημα απ’ την δική μας θέση

Σ’ ανέμελη κατάσταση ηρεμίας

Όμως μπορώ τουλάχιστον τα όρια να θέσω

Στην ματαιοδοξία σου καθώς και στη δική μου

Έχοντας ταπεινά να παραθέσω

Μια ταπεινή ομοιότητα εκ των έσω,

Που θα ’πρεπε γι’ αυτήν να περηφανευτούμε:

Με την αγάπη μοιάζει ας το πούμε.

Όπως στην αγάπη δεν ξέρουμε το γιατί ή το που,

Όπως την αγάπη αδύνατο να επιβάλλουμε ή να
ξεφύγουμε αλλού,

Όπως στην αγάπη συχνά θρηνούμε,

Όπως την αγάπη σπάνια κρατούμε.

  

—-

Law, Like Love   

Law, say the gardeners, is the sun,

Law is the one

All gardeners obey

To-morrow, yesterday, to-day.

Law is the wisdom of the old,

The impotent grandfathers feebly scold;

The grandchildren put out a treble tongue,

Law is the senses of the young.

Law, says the priest with a priestly look,

Expounding to an unpriestly people,

Law is the words in my priestly book,

Law is my pulpit and my steeple.

Law, says the judge as he looks down his nose,

Speaking clearly and most severely,

Law is as I’ve told you before,

Law is as you know I suppose,

Law is but let me explain it once more,

Law is The Law.

Yet law-abiding scholars write:

Law is neither wrong nor right,

Law is only crimes

Punished by places and by times,

Law is the clothes men wear

Anytime, anywhere,

Law is Good morning and Good night.

Others say, Law is our Fate;

Others say, Law is our State;

Others say, others say

Law is no more,

Law has gone away.

And always the loud angry crowd,

Very angry and very loud,

Law is We,

And always the soft idiot softly Me.

If we, dear, know we know no more

Than they about the Law,

If I no more than you

Know what we should and should not do

Except that all agree

Gladly or miserably

That the Law is

And that all know this

If therefore thinking it absurd

To identify Law with some other word,

Unlike so many men

I cannot say Law is again,

No more than they can we suppress

The universal wish to guess

Or slip out of our own position

Into an unconcerned condition.

Although I can at least confine

Your vanity and mine

To stating timidly

A timid similarity,

We shall boast anyway:

Like love I say.

Like love we don’t know where or why,

Like love we can’t compel or fly,

Like love we often weep,

Like love we seldom keep.