PHOTO: ANDREAS FRANKE

Καλοκαίρι του 1972 στην Αίγινα, οι γονείς τους δεν είχαν να φάνε κι έστειλαν τα παιδιά στη θεία, να μην πεινάσουν. 

Εκεί που χοροπηδούσε στις πεζούλες και μάζευε ακρίδες να τις ψήσουν με τον αδελφό της, περασμένες σε καλαμάκια, είδε αίμα να κυλάει στα πόδια της. Σταμάτησε και παρατηρούσε μια τα πόδια της, μια τον αδελφό της που έκλαιγε. Μοσκιό τον έλεγαν, έτσι που πριν το κλάμα όλο του το πρόσωπο ρυτίδιαζε και χαλάρωνε, ζυμάρι γινόταν που ξέχυνε δάκρυα. «Μη φοβάσαι» τον διέταξε. Μια και δεν πονούσε πουθενά, αποφάσισε ότι δεν έπαθε τίποτα. Άρπαξε μια ακρίδα, της ξεκόλλησε τα φτερά, την έλιωσε με μια πέτρα. Ο αδελφός της βουβάθηκε.

Όταν πήγαν σπίτι, η θεία γούρλωσε τα μάτια της γελώντας. Την αγκάλιασε, τη φίλησε, την έπλυνε, της άλλαξε βρακί, της έβαλε ένα χοντρό πακέτο κωλόχαρτο με μπαμπάκι στη σέλα, της έδωσε γλυκό βύσσινο. «Κοριτσάκι μου έγινες γυναίκα» φώναξε κι έτρεξε στης γειτόνισσας να τηλεφωνήσει στην Αθήνα. Την άκουγαν απ’ τη βεράντα να ξεφωνίζει ενθουσιασμένη: «να μας ζήσει, της ήρθε περίοδος». 

Ο αδελφός της άναυδος. Εκείνη πήρε το πιο σοβαρό της ύφος. Είχε ακούσει για την περίοδο. Κάθε τρεις και λίγο οι θειάδες της την έπαιρναν εμπιστευτικά και της εξηγούσαν. «Κατάλαβες;» – «Κατάλαβα. Να πάω τώρα να παίξω ποδόσφαιρο;». Τίποτα δεν είχε καταλάβει. Η μόνη έγνοια της να μη φάνε γκολ κι άμα έτρωγαν, έδερνε τον ένοχο. Ήταν τερματοφύλακας. Ένα κορίτσι με δέκα αγόρια.

Την επομένη η θεία της την πήγε στο λιμάνι. Πρώτη φορά θα ταξίδευε ολομόναχη για Πειραιά. Ο αδελφός της οδυρόταν που την έχανε. Όταν δεν τον έβλεπε πια, έσκασε στο κλάμα. 

Στο λιμάνι είδε τον πατέρα της να σηκώνει ψηλά ένα μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα και τη μάνα της να λάμπει. Περπατούσε παπίσια απ’ το πακέτο ανάμεσα στα πόδια της. Ο πατέρας της την αγκάλιασε και της έδωσε τα λουλούδια. Η μάνα της περήφανα βουρκωμένη. «Είσαι γυναίκα τώρα!» της είπε ο πατέρας της κι όπως τον κοίταξε, μεγάλωσε. Τον είδε σχεδόν όπως πραγματικά ήταν. Ένας άνθρωπος φοβισμένος με τη γυναίκα του, γενναιόδωρος με τους φίλους του, μπερδεμένος με τα παιδιά του, που δεν ήξερε από λόγια, που άργησαν πολύ, πάρα πολύ, να τον εκτιμήσουν όσο του έπρεπε. Ένας κανονικός άνθρωπος όπως όλοι. Με τα καλά του και τα στραβά του. Μόνο που τον έβλεπε έχοντας τα τριαντάφυλλά του στο πρόσωπό της. Και ο πατέρας της μύριζε έκτοτε τριαντάφυλλο. Και έκτοτε αγάπησε όλους τους άντρες. Και περιμένει να μοσκοβολάνε όπως εκείνος. Κι αν δεν μοσκοβολάνε, φροντίζει η ίδια τη μυρωδιά τους. 

Χειμώνας του 2014, η εφτάχρονη ανιψιά της χωρίστηκε απ’ τον πατέρα της που έκανε έγχυση ραδιενεργού ιωδίου κι απαγορευόταν να την πλησιάσει. Την έβλεπε από μακριά στο σχολείο, στηνόταν κάτω απ’ το μπαλκόνι του σπιτιού τους, η μικρή να τον κοιτάζει από ψηλά στέλνοντάς του φιλιά κι εκείνος να την παρηγορεί, παρηγορώντας στην ουσία τον εαυτό του, ότι σύντομα θα τελειώσει η καραντίνα. Ένας Ρωμαίος με την Ιουλιέτα του. Κι αυτή δίπλα της, στην κλιμακτήριο πια, να της ψιθυρίζει ότι οι άντρες είναι σπάνια τριαντάφυλλα.