Ο αετός και το αρνί
Μια φορά ήταν ένας αετός που κατοικούσε στο Ψηλώτερο Βράχο, στο κέντρο της Ερημιάς. Στα ριζά του Βράχου ζούσε το αρνί.
Καθημερινά ο αετός προπονείτο να πετάει στα μεγάλα ύψη ενώ το αρνί έβοσκε τα λιγοστά χόρτα που έβρισκε να φυτρώνουν δίπλα σε μεγάλες κοτρώνες.
Όταν το αρνί έβλεπε τον αετό να πετά έμπαινε τρομαγμένο σε μια στενή σπηλιά όπου ίσα-ίσα χωρούσε και περίμενε ώρες ολόκληρες μέχρι να απομακρυνθεί ο Κίνδυνος.
Δειλά-δειλά τότε πρόβαλε το κεφάλι του έξω και κοίταζε τον αετό που φαινόταν μια μικρή κουκίδα να ταξιδεύει προς τον Ήλιο.
Μια μέρα ο αετός στάθηκε έξω από τη στενή σπηλιά και ρώτησε το αρνί :
-Γιατί με φοβάσαι και δε βγαίνεις έξω να γίνουμε φίλοι ?
Απάντησε το αρνί :
-Γιατί θα με φας.
-Εγώ? Ανταπάντησε ο αετός, θρέφομαι με μπουκιές φώς. Δεν τρώω κοκκαλιάρικα αρνιά. Αλλά κι αν ακόμη σε έτρωγα πόσο καλύτερα θα ήταν από τη μίζερη ζωή σου, στα ριζά του βράχου μου, στο κέντρο της ερημιάς.
Εδώ δεν τρως παρά ελάχιστα ενώ ο φόβος σε κατατρώει καθημερινά.
-Όχι, είπε το αρνί. Δεν βγαίνω.
-Καλά , είπε ο αετός. Σήμερα δε θα βγεις, ούτε αύριο. Όμως κάποτε θα με φωνάξεις να σε φάω. Εγώ τότε θα σου μάθω να πετάς.
Έσκασε στα γέλια το αρνί μέσα στη στενή σπηλιά. Αποκλείεται να πετάξω, φώναξε, γιατί δεν έχω φτερά.
-Θα σου μάθω να πετάς, αντιφώναξε ο αετός, και φτερούγισε με δύναμη προς τον ήλιο.
Οι μέρες του αρνιού ήταν μίζερες σαν το θάνατο. Μόνον τη στιγμή που άνοιγε τα μάτια του κάθε πρώι, ένιωθε φχαριστημένο.
Ήταν η στιγμή που ονειροπολούσε τι και τι είχε να κάνει σήμερα, πόσα πράγματα να σκεφτεί, πώς να βάλει τα υπάρχοντά του σε τάξη, να περπατήσει για να δει τι εκτείνεται πέρα από το κέντρο της ερημιάς.
Όμως , μετά από λίγο, βυθιζόταν στη νωχέλειά του, η Ανία του έτρωγε τη Καρδιά, ξάπλωνε, ξανασηκωνόταν, ανέβαλε, χασμουριόταν, ψιλότρωγε.
Τότε η μόνη του παρηγοριά ήταν ο Κίνδυνος. Έβγαινε έξω από τη στενή σπηλιά και έστρεφε το βλέμμα του προς τον αετό που με απλωμένα τα πελώρια φτερά του κοιτούσε κατάματα τον ήλιο.
Όμως δεν άντεχε πολύ να κοιτά ψηλά γιατί στραβωνόταν. Ξανάμπαινε μέσα στη σπηλιά που είχε δροσιά και μηρύκαζε.
Καθημερινά το αρνί βαριόταν και καθημερινά ο αετός πετούσε.
Οι μέρες του αετού ήταν γεμάτες από άσκηση και δύναμη και έρωτα.
Του άρεσε να βλέπει τα φτερά του να ανοίγουν πελώρια και υπάκουα στην εσωτερική του ορμή για ταξίδι.
Καθημερινά πιο γλήγορα, όλο και πιο γλήγορα προσπαθούσε να φθάσει τον ήλιο.
Αυτό που τον γέμιζε Έρωτα ήταν η άσκηση και η επίδοση γιατί γνώριζε ότι ποτέ δεν θα έφθανε μέχρι εκεί. Ούτε καν θα πλησίαζε.
Το βράδυ κατακουρασμένος και χαρούμενος κοιμόταν μέχρι την ανατολή και περίμενε τον ήλιο να φθάσει το ύψος του βράχου για να ορμήσει καταπάνω του.
Ήταν μια γεμάτη ζωή.
Το αρνί κλεισμένο ασφυκτικά μέσα του είχε αρχίσει να βαρυγγομά. Η Ανία του είχε φάει τόσο πολύ τη Καρδιά που ήδη σκεφτόταν σοβαρά να αυτοκτονήσει.
Τότε η μόνη του παρηγοριά ήταν ο Κίνδυνος.
Δειλά-δειλά τότε πρόβαλε το κεφάλι του έξω και κοίταζε τον αετό που φαινόταν μια μικρή κουκίδα να ταξιδεύει προς τον Ήλιο.
Και μια μέρα βγήκε έξω θαρετά, μόλις ανέτειλε ο Ήλιος, και φώναξε παρακλητικά στον αετό:
-Έλα να με φας.
Το αρνί κοιτούσε ψηλά προς τη κορυφή του βράχου και φώναζε παρακλητικά.
-Καημένο αρνί, ψιθύρισε ο αετός. Θέλεις να σε φάω γιατί φοβάσαι να αυτοκτονήσεις.
Είσαι ήδη ένα ψωφίμι.Τα σιχαίνομαι τα ψωφίμια.
Θα σου μάθω να αγαπάς τη ζωή και μετά θα σε φάω.
Με δυνατά φτερουγίσματα έφθασε τα ριζά του Ψηλώτερου Βράχου και στάθηκε αντίκρυ στο αρνί που έτρεμε αν κι επιθυμούσε να φαγωθεί.
Χωρίς πολλές κουβέντες το άρπαξε με τα νύχια του από το σγουρό πυκνό μαλλί του κι άρχισε να το ανεβάζει ψηλά και ψηλώτερα.
-Άνοιξε τα μάτια σου, ηλίθιο πλάσμα, του είπε, και δες τι υπέροχη είναι η ερημιά. Πως θα μπορούσες ποτέ να δεις τέτοιο θέαμα από μόνο σου?
-Να με φας, παρακάλεσε το αρνί .Μη με ανεβάζεις ψηλώτερα’ ζαλίζομαι.
Και ο αετός το ανέβασε στη φωλιά του. Εκεί το αρνί άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε ολόγυρα και λιποθύμησε.
Την άλλη μέρα, ο αετός , έφερε νερό και χορτάρι δίπλα του, και είπε :
-Να φας.
Το αρνί απάντησε :δεν πεινώ.
Αν δε πεινάς δε θα σε φάω, αποκρίθηκε ο αετός και το αρνί κατάπιε ότι ήταν μπροστά του.
Ύστερα, όταν ο αετός άρχισε το ταξίδι του για τον ήλιο, το αρνί βγήκε δειλά-δειλά στην είσοδο της φωλιάς και κοίταξε την ερημιά. Και θαύμαζε τις κοτρώνες στα ριζά του βράχου που φαίνονταν μικροσκοπικές. Και τα χρώματα της ερημιάς που φαίνονταν ως πέρα. Και τα χρώματα του ουρανού.
Μόνο τον ήλιο δε μπορούσε να κοιτάξει κατάματα γιατί στραβωνόταν.
Είδε κι απόειδε το αρνί να φαγωθεί από τον αετό. Τα βράδυα εκείνος κούρνιαζε δίπλα του, ακουμπούσε το ράμφος του πάνω στο μαλλιαρό του δέρμα, άκουγε τη καρδιά του να χτυπά.
Όμως δεν το έτρωγε. Και το αρνί δεν ένιωθε ούτε φόβο ούτε ανία πια.
Τα πρωινά που ξύπναγε ένα γλυκό φαρμάκι κυλούσε μέσα στο αίμα του.
Ώσπου μια μέρα το αρνί είπε μέσα του δυνατά : θα πετάξω.
Έκανε δυο βήματα μέχρι το χείλος του γκρεμού και ρίχτηκε με βιάση και αυτοπεποίθηση στο κενό.
Τι ίλιγγος, θέ μου, τι πανέμορφη κατρακύλα χωρίς αντίσταση στον αέρα.
Ο θάνατος ήταν το γλυκό φαρμάκι που κυλούσε στο αίμα του.
Όμως ένιωσε τα νύχια του αετού να γραπώνουν το μαλλιαρό του δέρμα και να το ανεβάζουν ψηλά και ψηλώτερα.
-Γιατί δε με αφήνεις να πεθάνω, ρώτησε το αρνί.
-Γιατί θα σε φάω, απάντησε ο αετός.
-Να με φας, παρακάλεσε το αρνί.
Αλλά ο αετός, εκείνη τη νύχτα, γύρισε από το άλλο πλευρό και κοιμήθηκε μονάχος.
Την άλλη μέρα, το πρωί, το αρνί είδε προς μεγάλη του έκπληξη πως είχε βγάλει δυο μικρά φτερά στα πλευρά του.
Όλη τη μέρα τα κοίταζε με μεγάλη περιέργεια, τα περιεργαζόταν, τα μύριζε, προσπαθούσε να τα κινήσει.
Και χαιρόταν που ήταν τόσο ψηλά στην ερημιά και δεν το έβλεπαν τα άλλα αρνιά.
Όταν πια κάποτε είχε συνηθίσει τα δυο μικρά φτερά του, έκανε δυο βήματα προς το χείλος του γκρεμού κι ένιωσε πάλι να κατρακυλά στο ζωογόνο κενό, ένιωσε να κατρακυλά προς το θάνατο, ώσπου και πάλι τον άρπαξαν τα γραπά νύχια του αετού.
Και το άλλο πρωί τα φτερά είχαν μεγαλώσει λίγο παραπάνω.
Κάθε μέρα έκανε το ίδιο εγχείρημα και κάθε μέρα το άρπαζε ο αετός και κάθε μέρα τα φτερά του μεγάλωναν. Ώσπου έγιναν σαν αετού.
Τώρα αρνί και αετός πέταγαν μαζί. Πέταγαν προς τον ήλιο, εκείνος με τα μάτια ορθάνοιχτα κι εκείνο ακολουθώντας με το βλέμμα λοξά για να μη στραβωθεί.
Ένιωθε πια ευτυχισμένο γιατί η εξάσκηση στα ύψη του είχε απαλείψει τη πεθυμία να πεθάνει ή να φαγωθεί.
Ένα βράδυ, ο αετός το ρώτησε ειρωνικά :
-Σου αρέσει η ζωή, αρνί?
-Μου αρέσει αφάνταστα αποκρίθηκε το αρνί.
-Τώρα έπαψες να είσαι ψωφίμι, είπε ο αετός, και γράπωσε ένα κομμάτι κρέας από τη πλάτη του αρνιού.
Το αρνί έσκουξε από το πόνο. Ο αετός όμως κοιμήθηκε φχαριστημένος.
Και κάθε βράδυ συνεχιζόταν το ίδιο βιολί. Ο αετός έτρωγε μια μπουκιά από το κορμί του αρνιού.
Όταν πλέον εξαντλημένο από τις πολλές μπουκιές κρέας που είχε χάσει ρώτησε τον αετό « γιατί δε με τρως ολόκληρο, να ησυχάσω «, ο αετός του είπε :
Θα φάω μόνο όσο, πρέπει από σένα.
Και το αρνί κοιμήθηκε δυστυχισμένο και ονειρεύτηκε πως ήταν πάλι στα ριζά του Ψηλώτερου Βράχου, στο κέντρο της ερημιάς, ολομόναχο με την Ανία και το Φόβο του.
Όμως ένα πρωί ξύπνησε κι είδε πως το σώμα του είχε πάρει σχήμα πουλιού.
Είχε γίνει ένας μικρός αετός.
-Κοίτα, είπε του αετού
-Κι εκείνος γέλασε φχαριστημένος
-Τώρα, είπε ο μεγάλος αετός στον μικρό, πήγαινε να βρείς σε άλλη ερημιά άλλο Ψηλώτερο Βράχο να κατοικήσεις γιατί οι αετοί ζούνε μόνοι τους.
Όχι, κι έβαλε τα κλάμματα το αρνί-αετός. Θα μείνω εδώ μαζί σου.
-Καλά, του απάντησε ο μεγάλος αετός. Μείνε εδώ. Εγώ θα βρώ ψηλώτερο βράχο. Και πέταξε κατά τον ήλιο.
Με απλωμένα τα φτερά, δυνατός σαν τον Έρωτά του.
Και το αρνί κοίταξε τον αετό. Κοίταξε και τον ήλιο κατάματα χωρίς να στραβωθεί.
Του Νότη Γέροντα