ΠΕΡΙΠΑΘΕΙΣ και ΠΑΣΧΟΝΤΕΣ
Της Μπελίκας-Αντωνίας Κουμπαρέλη
Κάθε Μεγάλη Βδομάδα χώριζαν. Μεγάλη Δευτέρα, άντε Τρίτη, κάθονταν στο τραπέζι της κουζίνας που δεν είχε τζάμια. Τα έσπαγε ο Ιωσήφ εξοβελίζοντας πιάτα, οι τοίχοι έβγαζαν φακίδες, φύτρωναν δαφνόφυλλα, το μαντείο των Δελφών σφραγισμένο. Η Μαριάμ έκοβε τις φλέβες της – ποτέ τόσο βαθιά που να ξεματώσει ως τη Μεγάλη Τετάρτη.
Τα παιδιά άκουγαν με σκυμμένο κεφάλι: «Η μαμά κι ο μπαμπάς παίρνουν διαζύγιο» και περίμεναν να μάθουν σε ποια σπίτια θα τα στείλουν, να σουβλιστούν. Η Μεγάλη τα μάζευε στο υπόγειο, λίγο πριν τα διώξουν οι γονείς τους. «Μη φοβάστε, ρε, αφού τους ξέρετε, αυτοί παίζουν θέατρο κι εμείς τους κρατάμε το κοντάρι». Ο πιο μικρός έκλαιγε, ίδιος ο Λιγνός, καθώς τα άλλα τέσσερα αγόρια τον κάρφωναν στο πεύκο, από ένα καρφί ο καθένας, να μοιραστούν οι τύψεις. Οι τρεις αδελφές τους ετοίμαζαν τα καλά τους για την παράσταση. Ήξεραν ότι οι γονείς τους θα τα ξαναβρούν Μεγάλη Παρασκευή ότι η ‘Ανάσταση’ θα ανέβαινε για άλλη μια χρονιά.
O μπαμπάς πέθανε απ’ τον καημό του γιατί η μαμά δεν τον αγαπούσε, αφού γεννοβολούσε χωρίς να την αγγίζει κι εκείνη σταμάτησε να κόβει τις φλέβες της κι άρχισε τα χάπια. Η Μεγάλη κατέλυσε στη Νουσαράντα ως κλόουν στα πιθίκια. Οι δύο μικρότερες έγιναν ερωμένες διασήμων ψυχαναλυτών και, καθώς είχαν ορκιστεί ότι δεν θα ομολογήσουν τα οικογενειακά τους ποτέ, τους έλεγαν αρχαιοελληνικές ιστορίες κι έτσι βγήκε το Οιδιπόδειο, το σύνδρομο της Ηλέκτρας, του Νάρκισσου, του Θεού, του Σαβάντ και πολλά άλλα.
Όσο για τα αγόρια του Ιωσήφ και της Μαριάμ, δοξάστηκαν: Ο μεγαλύτερος με λιθοβολισμό, ο δεύτερος με τοξοβολισμό, ο τρίτος σταυρώθηκε ανάποδα. Ο Μικρός έφτιαξε κίνημα και αφού ξεψύχησε, τον έφαγαν κομμάτι κομμάτι οι προσήλυτοί του γιατί, όπως εξηγεί ο Γιαν Κοττ στη ‘Θεοφαγία’, πήραν στην κυριολεξία το, ‘λάβετε φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου’ κι ύστερα έγιναν χορτοφάγοι να εξιλεωθούν. Δυστυχώς μετά την κατασπάραξη του Μικρού, το κίνημα διασπάστηκε κι από τότε, οι βόμβες πέφτουν τυχαία.
Κάποια στιγμή σε μια άλλη ζωή, ο Μικρός μπήκε στο όνειρο της Μεγάλης. «Ψάχνω γυναίκα να ερωτευτώ με σπίτι δικό της, τα ξενοδοχεία είναι πανάκριβα». Χάρηκε που τον είδε αρτιμελή. «Και δικά της παιδιά, μην ζητάει από σένα και ξαναπεράσουμε τα ίδια». Κι ο Μικρός είπε: «Σωστά, η τελευταία με ξέσκισε». Και η Μεγάλη είπε: «Εγώ το αίμα το ‘κοψα γιατί μου χύνονταν τα γράμματα». Και συμφώνησαν να βρεθούν το Πάσχα στην πρεμιέρα.