(Photographer Paul Schneggenburger)

«Στο
δυτικό ημισφαίρο αρχίζει σήμερα το καλοκαίρι», της είπε ενώ η νοσοκόμα άλλαζε
το σωληνάκι που έβγαζε το περισσευούμενο αίμα απ’ την καρδιά του. «Σε λίγες
μέρες θα σε αφήσω μόνη σου. Όμως θα είμαι πάντα μαζί σου, όταν με χρειάζεσαι.
Τώρα βγες έξω, κάνε μια βόλτα, φαντάσου ότι είναι καλοκαίρι και κολυμπάμε μαζί
στη θάλασσα».

Τον
κοίταξε αμίλητη. Φόρεσε το παλτό της, το σκουφί, τα γάντια και έφυγε όπως της
ζήτησε. Δεν ήταν καιρός για αντιρρήσεις. Έφτασε στο κέντρο της πόλης χωρίς να
καταλάβει ούτε το κρύο ούτε την απόσταση, κάθισε να πιει έναν καφέ, να μαζέψει
τα μυαλά της. Οι γιατροί το είπαν ξεκάθαρα και στους δυο τους. Η καρδιά του δεν
τροφοδοτούσε σχεδόν τίποτα πια. Το αίμα λίμναζε. Σε δέκα μέρες το πολύ θα
σταματούσε. Ίσως από αύριο να μη μπορούσε να σκεφτεί πια.

Μπήκε σ’
ένα δισκάδικο, αγόρασε τρίαcdτου Φρανκ Σινάτρα, μετά σ’ ένα κατάστημα αντρικών ρούχων, του αγόρασε ένα
κοστούμι, πουκάμισο, γραβάτα κι ύστερα παπούτσια. Πήρε ξυριστική μηχανή,
εσώρουχα, κολώνια. Αγόρασε και για τον εαυτό της μια τουαλέτα, γόβες,
δαντελένια εσώρουχα. Μπήκε σ’ ένα κομμωτήριο, έφτιαξε τα μαλλιά της όπως τα
ήθελε εκείνος. Βγαίνοντας φορτωμένη τσάντες, ψώνισε μια σαμπάνια και φαγητό.
Πήρε και μια τεράστια αφίσα: Μια θάλασσα με μια βάρκα. Καλοκαίρι κάπου στη
Μεσόγειο.

Επέστρεψε
στο νοσοκομείο, κόλλησε την αφίσα στον τοίχο απέναντι απ’ το κρεβάτι του,
ζήτησε απ’ το νοσοκόμο να τους φέρει ένα τραπέζι με δύο καρέκλες, τον σήκωσαν,
τον έκαναν μπάνιο, τον ξύρισε, τον έντυσε, ντύθηκε κι εκείνη. Στόλισε το
τραπέζι κι έβαλε Φρανκ Σινάτρα, τον αγαπημένο του. Όταν ήταν καλά, έπιανε την
κιθάρα και της τραγουδούσε κι εκείνη του έλεγε ότι η φωνή του είναι ωραιότερη
απ’ του Φρανκυ – και ήταν. Σερβίρισε. Έφαγαν. Όσο μπορούσαν. Ήπιαν όλη τη
σαμπάνια. Δεν είπαν ευχές. Στο ‘myway’ έβαλαν τα γέλια. Σηκώθηκε
κρατημένος απ’ το τραπέζι και τη ζήτησε σε χορό. Σηκώθηκε κι εκείνη. Κόλλησαν ο
ένας πάνω στον άλλον. Χόρεψαν όπως χορεύουν όσοι αγάπησαν ατέλειωτα.
Ισορροπώντας ο ένας πάνω στον άλλο, δίχως βήματα, δίχως φιγούρες.

Ύστερα
κάθισαν πάλι στις θέσεις τους. Του έπιασε το χέρι. Εκείνο το γιγάντιο χέρι που
είχε γίνει ένα μάτσο κόκκαλα. Το φίλησε. «Σ’ ευχαριστώ». Δεν ανταπέδωσε, μόνο της
χάιδεψε τα μαλλιά, της έλυσε τον κότσο, πέρασε τα δάχτυλά του ανάμεσά τους.
Αθέλητα το άλλο του χέρι πήγε στο δικό του άτριχο κεφάλι. Της χαμογέλασε.

«Θέλω να
γίνω καλοκαίρι» της είπε.

«Θα
γίνεις. Θα γίνουμε».

Τον
έγδυσε, γδύθηκε κι εκείνη, ξάπλωσαν στο κρεβάτι αγκαλιασμένοι κι ολοτσίτσιδοι
με τα μάτια καρφωμένα στην αφίσα απέναντί τους. Απ’ τους ήχους κατάλαβε ότι
έβγαζε τα σωληνάκια του. Την έσφιξε πάνω του. Εκείνη ακούμπησε το κεφάλι στο
στήθος του όπως παλιά. Άκουγε το σεισμό μέσα του. Άκουγε ώσπου την πήρε ο
ύπνος.

Δεν
κατάλαβε πότε έγινε. Σηκώθηκε τον ξανάντυσε, ξανάβαλε Φρανκ Σινάτρα, ειδοποίησε
τους γιατρούς, τους συγγενείς και τους φίλους. Φόρεσε την τουαλέτα, τις γόβες
της, έφτιαξε τα μαλλιά της κότσο. «Είμαστε έτοιμοι» είπε στο νοσοκόμο.