Μικρή
ωδή στον Ντιν. Χριστιαν.

«τους
αγάπησα πολύ τους ανθρώπους εκείνο το
απόγευμα,

δεν
ξέρω γιατί, πολύ τους αγάπησα,

σαν
ένας μελλοθάνατος
»

που
αρπάζεται από το βλέμμα του αποσπάσματος,

πιάνεται
από τα λόγια των φυλάκων

αυτά
που του είπαν και δεν τα εννοούσαν

αυτά
που εννοούσαν και δεν του είπαν

το
προηγούμενο βράδυ στο κελί

όπως
ο αναποφάσιστος για τη ζωή

γραπώνεται
από τύψεις κι ενοχές

ο
χωρίς υπόσταση και βάθος έρωτα

από
οφέλη και απώλειες

εγώ
σε κουβαλώ στους μαύρους δρόμους,

στους
αόρατους αστερισμούς

στις
ονειρώξεις και στους συνειρμούς

όλοι
φτιαγμένοι από μικρούς θανάτους είμαστε

απ’
το χαμηλό φως εκείνου του απογεύματος

κανείς
δεν αγάπησε τη ζωη

όσο
αγάπησα εγώ εσένα

Θυμάσαι
θάλασσα

Θυμάσαι
θάλασσα

τα
παιδικά δωμάτια

ένα
κοπάδι όνειρα κρυμμένα στο συρτάρι

την
αθωότητα μισήσαμε, τον άνεμο

και
το σκοτάδι,

την
παλεύαμε όπως παλεύει ο σκορπιός

το
θύμα του,

όπως
ο άνθρωπος

στον
ύπνο του με το τομάρι του

στις
πόλεις ανάψαμε φωτιές

χορέψαμε
την άγρια εφηβεία

σε
κοντινή απόσταση απ’ το θάνατο

κι
επιστρέψαμε στο ίδιο σημείο

στην
ίδια αυλή σχολείου

στο
ίδιο τάμα

στο
ίδιο τραύμα

γιατί
μετακινήθηκε η όψη

των
ανθρώπων

και
τέλειωσε το βλέμμα μας

από
τον ήλιο

τη
θέση του πήραν φεγγάρια

που
έσκασαν στα χέρια μας

σαν
πρόσωπα παιδιών

Θυμάσαι
θάλασσα

τα
παιδικά δωμάτια

Θυμάσαι
που σε ρώτησα

πότε
θα μεγαλώσω