κι αν βυθιστούν πόθοι και κόσμος ένα
ποίημα θα κολυμπάει
e.e.cummings
Στα
χέρια μου, η πρώτη ποιητική συλλογή της Αθανασίας Γιασουμή. Όσοι γνωρίζουν τη
νεαρή ποιήτρια από την Κύπρο, περιμένουν καιρό ένα δικό της εκδοτικό εγχείρημα.
Ώσπου ήρθε η ώρα μιας ολιγοσέλιδης αλλά προσεγμένης έκδοσης από την “Bookstars
– Free Publishing”. 26 ιδιαίτερες ποιητικές απόπειρες, μοιρασμένες σε τρεις
ενότητες που κάθε μία φέρει κάτι από τον τίτλο: «Τα πρώτα ερωτικά και εφτά μικρές εναποθέσεις».
Στην
εξομολόγηση του πρώτου κιόλας ποιήματος, αναρωτιέται κανείς τι ωθεί μια γυναίκα
του σήμερα να επικαλείται θεότητες άλλων εποχών, αφιερώνοντάς τες μάλιστα στίχους
της. Στίχοι που μιλούν για εραστές-καρτ ποστάλ και αγνοούμενες ποιότητες ανθρώπων
που προσμετρούνται άλλοτε ως αριθμητικές μονάδες κι άλλοτε ως πλήθη που
ενοικούν εντός τους. Μιλούν για ψυχές θερμοκηπίων μέσα σε φιλεύσπλαχνα σύμπαντα,
για όσους πέθαναν χωρίς ποτέ να το μάθουν και για ‘κείνους που απώλεσαν την
ιδιότητα του ανθρώπου, κρατώντας φιλάρεσκα στα χέρια τα τεφτέρια των ισολογισμών
τους. Συγκροτημένη μελαγχολία, καλοδιαχειριζόμενη οργή, ανάσες ενθουσιασμού.
Η
ποίηση της Γιασουμή απαιτεί απόσταση από τις εγγενείς μας εντάσεις και διάθεση
σιωπής. Με μια πρώτη ανάγνωση, η συλλογή μοιάζει να ακροβατεί μεταξύ έρωτα και
υπαρξιακής ταυτοποίησης, βρίσκοντας εν τέλει ισορροπία στην αίσθηση του
συν-υπάρχειν. Όσο το βλέμμα περιεργάζεται τους στίχους, αναγνωρίζει ότι οι
λέξεις συγκλίνουν σχεδόν πάντα σε κάτι ερωτικό, σαν αντίδραση σε καιρούς
ανέραστους. Για ‘κείνη, τα πλέον ζωτικά ξεκινούν και τελειώνουν στον έρωτα. Συχνά,
διαπιστώνει, ερμηνεύει ή υποψιάζεται τη δολοφονία των ομορφότερων στιγμών απ’
τα ίδια μας τα χέρια. Ποίηση για ‘κείνη σημαίνει να ποιείς πρωτίστως τα εντός
σου. Σημαίνει να στέκεις μπροστά στους στίχους σαν σε θεία δίκη, μεταδίδοντας
κάτι από το προαιώνιο χάρισμα που σου διατέθηκε. Το εγώ της ποίησης ως
αυτοβιογραφία και ως εξομολόγηση. Ως κοινωνική ευθύνη και ως αποτύπωση ενός
τέλματος. Εγώ και ο διάολος των άλλων. Εγώ, ο κανένας. Μου δίνω όνομα και
κρίνομαι αυτομάτως ένοχος.
Η
ποίησή της συμβολική, απευθύνεται σε δεύτερο ή τρίτο πρόσωπο σαν μια συζήτηση που
δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Λόγος γεμάτος ωσμώσεις αναγνωστικών εμπειριών και βιωμάτων
αφιερωμένων στην παρατήρηση. Και η ποιήτρια καταφέρνει να εισδύει σε όσα, όπως
λέει, ήδη γνωρίζουμε, χωρίς λογοτεχνικά τερτίπια και περισσεύματα. Άλλοτε πάλι,
νιώθει παιδί που ‘χωσε βιαστικά στην τσέπη τον χάρτη του κρυμμένου θησαυρού, μη
το δουν οι μεγάλοι και το μαλώσουν. Παραμύθια των άλλων χωρίς ίχνος αλήθειας
και αλήθειες που δυσκολεύουν τη ζωή. Αλήθειες και ψέματα, μια συνεχής
περιπλάνηση σ’ ανθρώπους-τόπους-θάλασσες. Κάθε περιπλάνηση και μια εποχή: Μεγαλόνησος,
Κόρινθος, Πάτρα, Αθήνα. Εναλλαγές που αδειάζουν και γεμίζουν τον μέσα χώρο με
ανεπαίσθητα επιφωνήματα. Κι η ποίηση, πατρίδα και ξενιτιά. Κι ο εν Ελλάδι
ποιητής ένας ακόμη ξενιτεμένος στην ίδια του τη χώρα. Μέχρι να εμφανιστεί ξανά
ο Ωρίων ανάμεσα σε διάττοντες αστέρες. Μέχρι ν’ αναγορευθούν οι αγκαλιές «έργα
κοινής ωφελείας» ή να εκπέσουν γεμάτες φίδια σ’ έναν κόσμο που δεν του πρέπει
τόση αγάπη.
«Δεν είναι πια καιρός»αναρωτιέται ο Rilke στις ελεγείες του «να
ελευθερωθούμε από ‘κείνο που αγαπάμε, ενώ ακόμη το αγαπάμε, κι αναρριγώντας να
το ξεπεράσουμε;» Αγάπες και αλήθειες σαν θρεπτικές τροφές που ‘χουν στο
εσωτερικό τους σκληρά κουκούτσια τις αναμνήσεις. Πεινάς, τρέφεσαι, φτύνεις τα
κουκούτσια και συνεχίζεις. Τα ναι τα μεν και τα αλλά του έρωτα. Εναποθέσεις
κατεργασμένης κι ακατέργαστης ύλης. Χώμα στην επιφάνεια, ημιπολύτιμοι λίθοι στα
πιο κάτω και στο βάθος πολύτιμα ορυκτά και διαμάντια. «Τάχα κι οι ποιητές υπήρξαν άνθρωποι»: απορία ή αμφισβήτηση; Κι η
ποίηση ένα προστατευτικό πανωφόρι κάθε που ο καιρός δυσκολεύει… Καλό ταξίδι στ’
ανοιχτά, αγαπητή μου ποιήτρια!
Γιώργος Σαράτσης