φωτο
Τσούκας Δημήτρης
“Θα μας ξεχάσουν κάποτε τα ονόματά μας
δε θα μας ξέρουν ούτε στο όνειρό τους
θα ζήσουν μια δική τους ζωή με άλλες σημασίες σε εξώθυρες
και εξώφυλλα
βροχές θα τα μουσκεύουν δάκρυα και δε θα μας ξέρουν
Εμείς χαμένες σημασίες
κι αυτά ίχνη από ξένα πεπρωμένα”
(Βύρων Λεοντάρης, Στιχομαντεία)
Αφορμή για το παρακάτω κείμενο υπήρξε μια γνωριμία. Η συνάντηση για την
ακρίβεια με τα βιβλία του Τάσου Μελίτη. Διηγήματα σύγχρονα, με θέματα
καθημερινά -ιστορίες στις οποίες λίγο πολύ όλοι μπορούμε να αναγνωρίσουμε
στιγμές του βίου μας και όψεις του εαυτού μας-
και λόγος οικείος και -ας μου επιτραπεί- τρυφερά σαρκαστικός.
Στο πρώτο, λοιπόν, βιβλίο του Τάσου Μελίτη το διήγημα
“Αθήνα-Αικείνιο-Τζέντα” μού έφερε στο νου ένα άλλο, γραμμένο πριν από
περισσότερα από εκατό χρόνια, το διήγημα του Μιχαήλ Μητσάκη με τίτλο
“Αυτόχειρ”.
Δυο λόγια κατ’ αρχάς για τους συγγραφείς. Ο Τάσος Μελίτης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Το
πρώτο του βιβλίο “Παπαλάμπραινα by Gibson” κυκλοφόρησε το Δεκέμβρη
του 2009, από τις εκδόσεις Οσελότος. Το βιβλίο “Το κέρασμα που
άργησε” από τις εκδόσεις Παρουσία είναι το δεύτερό του.
Εκατό χρόνια νωρίτερα γεννήθηκε ο Μιχαήλ Μητσάκης (1865 – 1916). Ως την
εισαγωγή του στο «Δρομοκαΐτειο» τον Απρίλιο του 1896, μετά την εκδήλωση σοβαρής
ψυχικής νόσου, είχε μια λαμπρή αλλά ιδιότυπη παρουσία στα ελληνικά γράμματα.
Μετά την έξοδο του από το ίδρυμα, τον Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου, έπαψε να
δημοσιεύει και προοδευτικά βυθίστηκε στην τρέλα και την εξαθλίωση. Ακολούθησε
μία δεύτερη νοσηλεία το 1911 στο «Δρομοκαΐτειο», όπου και πέθανε το 1916.
Και τα δυο διηγήματα, λοιπόν, περιστρέφονται γύρω από μια αυτοκτονία:
στον “Αυτόχειρα” του Μητσάκη η αυτοκτονία ενός αγνώστου οδηγεί τον
αφηγητή σε μια περιπλάνηση στην Πάτρα, ενώ στο διήγημα του Μελίτη η ιστορία του
Κ.Π. εξάπτει την καλλιτεχνική φαντασία του Αλέξη και του Θεόφιλου μέχρι τη
στιγμή τουλάχιστον που ο Κ.Π. θα βάλει τέλος στη ζωή του. Τρεις είναι οι
βασικοί άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφονται οι δύο ιστορίες.
* Ο χώρος
Στον “Αυτόχειρα” ο αφηγητής, επισκέπτης στην Πάτρα, αφήνεται
αρχικά σε μια νωχελική περιήγηση στην πόλη, “στα καντούνια και στης
ρούγες”, “τα γραφικά στενά και τους περιέργους μαχαλάδες”
και στην απόλαυση “του εξαισίου πανοράματος οπού απλώνει προ των
οφθαλμών σου σμαραγδένιος ο Kορινθιακός”. Μετά την ανακοίνωση της
αυτοκτονίας η ατμόσφαιρα αλλάζει και το σκηνικό αποκτά μια βαριά, απειλητική,
νοσηρή σχεδόν διάσταση. Ο χώρος γεννά φόβο, καθώς αντανακλά τον υπαρξιακό τρόμο
του αφηγητή: “το πρασινοβαφές ξύλινον επιθάλασσον παράπηγμα, το παρά
τον φάρον, εκολλάτο εις τα πλάγιά του, προσλαμβάνον εις το σκότος ως αλλόκοτον
τινά μορφήν κολοσσαίου φυσικού εκφύματος, οστρεώδους, βρυοσκεπούς.”
Αναπόφευκτα, το ξενοδοχείο όπου συνέβη η αυτοκτονία τού ασκεί έλξη και το
κερί που φέγγει σε ένα παράθυρο τον μαγνητίζει: “Μόνον, οι φανοί της
εισόδου του, έκαιαν, με ασθενές φως, και μόνον, εις ένα εκ των παραθύρων του,
επάνω, εις το τρίτο πάτωμα, απομέσ’ από το τζάμι, διεκρίνετο, τρεμολάμπον, ένα
κερί. Παραμέσα θα έκειτο βέβαια το πτώμα, δύσμορφος σωρός, ακίνητος, επάνω εις
το μαύρο του κρεββάτι, το κρεββάτι το αγκαλιάζον τον ξένον, τον οποίον κανένας
δε θα έκλαιε αύριον”.
Το ξενοδοχείο, άλλωστε, στο οποίο επιστρέφει ο αφηγητής μετά το δείπνο
του μεταβάλλεται σε χώρο απειλητικό : “H σκάλες του ξενοδοχείου, υψηλές
και μισοσκότεινες, ανερριχώντο προς τα ύψη του πολύβαθμοι, έρημοι εξετείνοντο
οι διάδρομοι, τα φώτα δεν είχαν ακόμη αναφθή καλά-καλά, ησυχία εβασίλευε”.
Η κίνηση από κάτω προς τα πάνω κι από έξω προς τα μέσα αντανακλά την
ψυχική αναστάτωση του αφηγητή που θα κορυφωθεί με μια νύχτα αγρυπνίας.
Αντίστοιχα στο διήγημα του Μελίτη το ενδιαφέρον των προσώπων αποδίδεται
από την περιπλάνηση στις τρεις πόλεις του τίτλου, αλλά και από την ανταλλαγή
επιστολών μεταξύ των δυο φίλων που αποτελεί και το κύριο όχημα της πλοκής.
Αν, όμως, στο διήγημα του Μητσάκη το σκηνικό αντανακλά την ταραχή του
αφηγητή, στο διήγημα του Μελίτη αναδίδει εξ αρχής μια αίσθηση μιζέριας. Στο μπαρ του ξενοδοχείου στην Τζέντα “δεν
σέρβιραν αλκοόλ, μόνο κάτι γλυκερά σερμπέτια, κι αυτά υπό τους ήχους αραβικής
ποπ”. Το Αικείνιο – ψεύτικο όνομα επαρχιακής πόλης- απωθεί τον μελλοντικό αυτόχειρα με τη “συμβατική
κοινωνική ζωή” του και η Αθήνα περιμένει με τις καφετέριες, τις
αραβικές ταβέρνες, τους γνώριμους ρυθμούς και την κανονικότητα της να καταπιεί
και πάλι τους ήρωες..
Παρά τις διαφορές μεταξύ της υποβλητικής περιγραφής του Μητσάκη και του
σαρκαστικού ύφους του Μελίτη, η κοινή αίσθηση
που αποκομίζουμε είναι αυτή του παραπλανητικά φιλόξενου ή κυριολεκτικά
αφιλόξενου χώρου. Αν στον
“Αυτόχειρα” ο χώρος αποκτά εμφανώς απειλητικές διαστάσεις, στο
“Αθήνα-Αικείνιο-Τζέντα” η απειλή εμφανίζεται με τη μορφή της πλήξης,
της σύμβασης και της συνήθειας οι όποιες εγκλωβίζουν τους ήρωες.
* Οι Άλλοι
Στον Μητσάκη κανείς δεν ενοχλείται, κανείς δεν πρόκειται να ενοχληθεί από
την αυτοκτονία: αστοί και κεφαλαιούχοι , πωλητές και μπακαλόπαιδα, στρατιώτες, μεθυσμένοι και χαμίνια,
μνηστευμένα ζεύγη της καλής κοινωνίας και σαντέζες ελαφρών ηθών περιφέρονται
και φωνασκούν εφιαλτικά αδιάφοροι. Παράλληλα, την ώρα που το σώμα του αυτόχειρα
είναι ένας “δύσμορφος σωρός,
ακίνητος επάνω εις το μαύρο του κρεβάτι”, σε απόλυτη αντίστιξη, στο
ξενοδοχείο του αφηγητή, σε διπλανό δωμάτιο η ζωή συνεχίζεται με λύσσα: ”
αήθεις ήχοι ανεδίδοντο, παράδοξοι θόρυβοι αντήχουν, σκεπασμάτων θρους, και
σεντονιών ψίθυρος, το κρεββάτι επηγαινοήρχετο, προσέκρουε συνεχώς κατά του
τοίχου, εκλυδωνίζετο σφοδρώς, ως πλοίον εν καταιγίδι”.
Στο διήγημα του Μελίτη οι Άλλοι είναι κατ’ αρχάς οι γυναίκες : η πρώην
σύζυγος του Αλέξη, οι παλιές σύντροφοι του μελλοντικού αυτόχειρα: στο Αικείνιο
η υπερσεξουαλική Βάνα, στην Αθήνα η Άννα, το ‘καλό κορίτσι’ , στην Τζέντα οι
απρόσωπες γυναίκες με τα τσαντόρ και οι γυναίκες που εκπορνεύονται, στην
πραγματικότητα ή στη φαντασία των ηρώων. Ανεξάρτητα από τις μεταξύ
τους διαφορές εντοπίζουμε μια βασική
ομοιότητα που τις φέρνει
κοντά στους απρόσωπους Άλλους του
Μητσάκη: είναι η απόλυτα απόμακρη και τυπική παρουσία
τους, ο αποστασιοποιημένος σχεδόν τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας τις
τοποθετεί στην τροχιά των ηρώων του.
Υποτίθεται πως ο αφηγητής στο
διήγημα του Μητσάκη αντιμετωπίζει αρχικά με απορία, με ενόχληση που φτάνει στα
όρια του εκνευρισμού τη διακριτική προτροπή “Ας μην ενοχληθεί
κανείς” στο σημείωμα του αυτόχειρα.
Σχεδόν αυτόματα όμως ο αφηγητής
δείχνει να κατατρύχεται από την αυτοκτονία ενός ανθρώπου χωρίς όνομα και χωρίς ιστορία. Η εμμονή αυτή εξηγεί
τη νυχτερινή περιπλάνησή του στην πόλη
και την αϋπνία του. Η νέα μέρα που
ξημερώνει περίλαμπρη, διώχνοντας τα φαντάσματα
της νύχτας, αφήνει να εννοηθεί
ότι ο αφηγητής, ο μόνος που ”
ενοχλήθηκε” ούτως ή άλλως,
μάλλον θα ξεπεράσει την
ενόχληση…
Στο διήγημα του Μελίτη ο
Αλέξης και ο Θεόφιλος είναι στενοί φίλοι: “Ήσαν και έξυπνοι ασφαλώς :
Ποτέ δεν είχε εκφρασθεί ο ένας για τη γυναίκα του άλλου.
Έτσι, ποτέ δεν παρεξηγήθηκαν”. Έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με μια φιλία
που στηρίζεται στην αποσιώπηση και
ανθεί, όπως φαίνεται, μόνο σε
ουδέτερο έδαφος . Επικοινωνία επιφανειακή , επομένως και ανώδυνη, βασισμένη
σε συναισθήματα ρηχά – άρα και ασφαλή.
Η ιστορία του μελλοντικού
αυτόχειρα είναι ο “τόπος” στον οποίο συναντιούνται ο Αλέξης
και ο Θεόφιλος για να εκπονήσουν
το φιλόδοξο καλλιτεχνικό τους σχέδιο .
Με το άγγελμα της αυτοκτονίας, κυνικά, ο
Θεόφιλος αναλογίζεται την δημιουργική
ελευθερία κινήσεων που αποκτά, ενώ ο Αλέξης βασανίζεται από ένα
ακαθόριστο αίσθημα ενοχής, που
σύντομα όμως μετατρέπεται σε… ανακούφιση: “Σύντομα , όμως, και ο
Αλέξης αισθάνθηκε κάποια ανακούφιση με αυτή
την αυτοκτονία, αλλά ντρεπόταν να
το ομολογήσει στον εαυτό του”. Όσο
ο ήρωας ήταν ζωντανός, ο Αλέξης τον ταύτιζε ενδόμυχα με
τον εαυτό του, με τις δικές του επαγγελματικές περιπλανήσεις και περιπέτειες . Η
αυτοκτονία αποτελεί τρόπον τινά
για τον αφηγητή ξόρκισμα των δικών του αποτυχιών και επιβεβαίωση της ασφαλούς ρουτίνας στην οποία και
ξαναβυθίζεται ασμένως.
Τα σχέδια καλλιτεχνικής δημιουργίας των δύο φίλων κράτησαν όσο και η συγκίνηση που προκάλεσε
μια ανθρώπινη ιστορία που παρέμεινε ανείπωτη. Ο σαρκασμός του
Μελίτη στο τέλος του διηγήματος πραγματικά
τσακίζει: μετά το φαγοπότι, μέσα σε δημιουργικό οίστρο οι δυο φιλόδοξοι
άνθρωποι του πνεύματος σκέφτονται
πώς θα μπορούσαν να παραποιήσουν την αληθινή ιστορία, ώστε να φαντάζει λιγότερο … μελοδραματική, ακολουθώντας μάλιστα
” ένα παράδοξο συναίσθημα
χρέους προς τον νεκρό “! Σύντομα
βέβαια κι αυτό ξεφουσκώνει, η
τραγική ιστορία οδεύει ολοταχώς προς τη λησμονιά και η
τάξη αποκαθίσταται – μαζί με την
αδιαφορία.
* Οι αυτόχειρες
Και στα δυο διηγήματα βάση της υποτυπώδους πλοκής, ουσία της και
διακριτικό πανταχού παρόν υπόβαθρο είναι μια ιστορία άγνωστη που καταλήγει σε αυτοκτονία όπως άλλωστε
άγνωστα παραμένουν και τα ονόματα των δυο αυτοχείρων.
Στον “Αυτόχειρα”, λοιπόν, στο κέντρο βρίσκεται ένα πρόσωπο
χωρίς όνομα. Ένα λιτό, ευγενικό και
διακριτικό σημείωμα είναι το μόνο που γνωρίζουμε γι’ αυτόν: ” ”Aυτοκτονώ. Aς μην ενοχληθή
κανείς”. Kαι από κάτω το όνομα
της πόλεως, η ημερομηνία και το έτος, και ολίγο παραπέρα, η υπογραφή του
αυτοκτόνου. Tίποτ’ άλλο. Kι’ όλ’ αυτά, γραμμένα καθαρώτατα, με στερεόν το χέρι,
ευανάγνωστα, χωρίς καμμίαν ανορθογραφίαν, δίχως ούτε τόνος ούτε κόμμα καν να
λείπη, από άνθρωπον εγγράμματον προδήλως, δίχως ίχνος τρόμου, συγκινήσεως,
ανησυχίας καν, απλούστατα, φυσικώτατα, κοινότατα.”
Αντίστοιχα , στο “Αθήνα-Αικείνιο- Τζέντα” στο κέντρο βρίσκεται
ένα πρόσωπο γνωστό σε μας με το ψευδώνυμο Χρήστος ή με τα αρχικά Κ.Π. , άρα κατ’ ουσίαν
ανώνυμο . Ένα πρόσωπο του οποίου το παρελθόν
είναι σκιτσαρισμένο με αδρές
γραμμές και που βασανίζεται από μια
ιστορία ανείπωτη, που εν τέλει
συμπυκνώνεται σε δυο γραμμές : “Κάπως αναμενόμενο τέλος για φιλμ. Συγχωρήστε με. Δεν είχα
καλύτερη έμπνευση”.
Πέρα από τη νηφάλια
αντιμετώπιση του επικείμενου
θανάτου τα σημειώματα των δυο αυτοχείρων
μαρτυρούν μια φυσική ευγένεια , μια συστολή και ταυτόχρονα ένα
αίσθημα ενοχής, όχι τόσο μπροστά
στο απονενοημένο διάβημα στο οποίο επέλεξαν να καταφύγουν, αλλά σε σχέση με την αναταραχή που ενδεχομένως προκαλέσει η πράξη τους.
Ποιος, λοιπόν , είναι ο αντίκτυπος
της αυτοκτονίας ;
Η πρώτη αντίδραση είναι μάλλον
αναμενόμενη. Αναφέρεται ότι ο αυτόχειρας του Μητσάκη ίσως έπασχε από κάποια ανίατη ασθένεια που τον οδήγησε στο απονενοημένο. Αντίστοιχα, ο αυτόχειρας του Μελίτη
παρουσιάζεται πριν ακόμα την
αυτοκτονία του ως πάσχων από ” διαταραχή προσωπικότητας “,
έχοντας κάτι ” το μίζερο και νοσηρό”, κάτι
που αποδεικνύεται από τον ”
πυρετικό τρόπο “ και τις “πολλές παρενθέσεις ” με τις
οποίες διηγήθηκε την ιστορία του.
Άλλωστε, οι συλλογισμοί του δεν ταίριαζαν σε “ανθρώπους της λεγόμενης
ώριμης ηλικίας “ και μάλλον ήταν “για το Δαφνί”. Και στις δυο
περιπτώσεις η αυτοκτονία αποδίδεται με ευκολία σε ασθένεια , σωματική η ψυχική.
Σαν μια προσπάθεια αποδόμησης της
ίδιας της πράξης και a priori
ακύρωσης της τραγικότητας της.
Και η αυτοκτονία είναι πράξη
όχι μόνο φύσει τραγική , αλλά και εξόχως ενοχλητική, γι’ αυτό άλλωστε κεντρίζει έστω και προσωρινά
το ενδιαφέρον . Ο αφηγητής στον
“Αυτόχειρα” εμφανώς
επηρεάζεται: περιπλανιέται και μένει
άυπνος σε μια πόλη που συνεχίζει ατάραχα να ζει στους ρυθμούς της. Στο “Αθήνα-Αικείνιο-Τζέντα” ο
Αλέξης και ο Θεόφιλος εκπονούν φιλόδοξα καλλιτεχνικά σχέδια με βάση την ανείπωτη ιστορία, σχέδια που η αυτοκτονία θα ανατρέψει.
Στο “Αθήνα-Αικείνιο-Τζέντα” η τραγικότητα του αυτόχειρα
πηγάζει κυρίως από τη
συνήθεια , τη βαρεμάρα, την απόρριψη που
στο τέλος διαδέχεται το αρχικό ενδιαφέρον
των ηρώων οι οποίοι βυθίζονται προοδευτικά στους γνώριμους
ρυθμούς της ζωής τους, συμβιβασμένοι,
επιλέγοντας να μυρικάζουν τα όνειρα τους, όνειρα
που προφανώς δεν πρόκειται να
πραγματοποιηθούν ποτέ …
Κι εδώ καίρια είναι η συμβολή του συγγραφέα που τορπιλίζει τους ίδιους του τους ήρωες μέσα από
ένα λόγο σαρκαστικό, ο οποίος αντί να αποδομεί την τραγικότητα του ανώνυμου
αυτόχειρα ήρωα, τελικά την οξύνει. Ακόμα
και το μουσουλμανικό όνομα με το
οποίο ο αυτόχειρας του Μελίτη είχε επιλέξει να αποκαλείται στην Τζέντα, στην πραγματικότητα αντιστοιχεί σε εξωτική
σαλάτα με βάση τη μελιτζάνα…
Έτσι, λοιπόν, ακόμα και μετά τον θάνατό
τους οι αυτόχειρες είναι ανώνυμοι
και μόνοι . Μένει τελικά η αίσθηση πως η
τραγικότητα της αυτοκτονίας
συμπίπτει με την τραγικότητα της
ανωνυμίας. Η άγνοια ή η αποσιώπηση όχι μόνο των λόγων που οδήγησαν
τους δυο ανθρώπους στην
αυτοχειρία, αλλά και του ίδιου του
ονόματός τους καθιστά την πράξη εξόχως
τραυματική. Ο Ανώνυμος καταλήγει να
είναι ο Καθένας ή ο Κανένας , κάτι που στην πρώτη εκδοχή γεννά στους ζωντανούς την ανασφάλεια και στη δεύτερη προκαλεί
την αδιαφορία τους.
Όμως, αντίστοιχα ακυρωμένες δείχνουν και οι ζωές των (επι)ζώντων ηρώων των δυο διηγημάτων . Ο αφηγητής του Μητσάκη παραμένει κι αυτός
ανώνυμος : ζει όσο διαρκεί η
περιπλάνησή του και η υπαρξιακή αγωνία
που του προκάλεσε η “επαφή
” με τον άγνωστο αυτόχειρα. Οι
ήρωες του Μελίτη, αυτοακυρώνονται,
καθώς στο τέλος του διηγήματος επανέρχονται σε μια οικεία κι ελαφρώς μίζερη καθημερινότητα .
Επιχειρήσαμε εδώ, λοιπόν, να φέρουμε κοντά δυο εξαιρετικά ενδιαφέροντα διηγήματα
που, αν και τα χωρίζουν περισσότερα από εκατό χρόνια, μοιράζονται και ψηλαφούν
την ίδια έγνοια, το ίδιο δέος για την πιο συνταρακτική ίσως επιλογή στην οποία
μπορεί να οδηγήσει η ελεύθερη (;) ανθρώπινη βούληση…
(* η Ειρήνη Κουρούνη είναι Δρ. Συγκριτικής Λογοτεχνίας Εργάζεται στη
Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση)