Οκταβιανός Καρυωτάκης
Αγύρτευε σαν ασκητής στο λογγώδες έδαφος
Τα τείχη μόνωση αγρύπνιας
Τείχη νίκης και ήττας
Του’ χε μείνει το ρωμαϊκό κράνος
Ενας φθηνός μανδύας κι ενα μπαστούνι
Να γιατροπορεύει τα ροζιασμένα χρόνια
Κάτω από τη βελανιδιά
Με ενα φλασκί τσίπουρο νερωμένο
Να θεραπεύει τις αναμνήσεις
Τοτε που αποπειράθηκε μαζί με τις ενταφιασμένες μέρες
Να γκρεμίσει στο λιμάνι και τα ποιήματα
Φωνή βοούσα σε αποσβολωμένους
καφενόβιους
Άλλοι τον έλεγαν Οκταβιανό
‘Αλλοι Κώστα…
Aναισθητικό για λησμονημένους
Όταν φιλοξενώ την νύχτα θα της δωρίζω την πιο μεγάλη αντοχή μου, ένα ζεστό ρόφημα κι ένα μέρος να πλαγιάσει.
Έρχεται πάντα κουρασμένη απ’το πολύ φώς και την απόσταση των ανθρώπων. Δεν λέμε πολλά.
Δώστε μια γωνιά στην νύχτα να αποκάμει, κι αυτή θα ανταποδώσει, φωτίζοντας τον ουρανό με την πύρινη φλόγα των αστεριών. Έτσι που μέχρι να ξανάρθει να μοιάζει μοιραίος ο ερχομός κι αναπόφευκτη η θαλπωρή της.
Αναισθητικό για λησμονημένους. Αιώρα σε ύπνο γλυκό. Διαδρομή ανάμεσα σε ονειρικές εξάρσεις.
16.2.2016
Λεκές
Λευκός λεκές η ζωή
Ξετρυπώνει από το τριμμένο πουλόβερ
μιας ξέπνοης αιωνιότητας
Ο δήμιος μας κερνά ξυνισμένο κρασί
Εμείς το πίνουμε σαν νέκταρ
Πουλιά που αποδήμησαν σε χάρτινη άνοιξη
H Τζοκόντα χαιρετάει με χέρι προτεταμένο
Φοράει κάσκα των SS
Πυροβολώντας ακόμη και τα όνειρα των νεκρών