Ναυτία: Η Εγγενής Περιπέτεια της Ύπαρξης
Γράφει ο Εμμανουήλ Μαυροπαλιάς
Το πρώτο μυθιστόρημα του Σαρτρ είναι ένα κέντημα υπαρξιακής φιλοσοφίας και οντολογίας, η οποία εκφράζεται με την μορφή της Ναυτίας, κατακλύζοντας τον πρωταγωνιστή μας. Ο Αντουάν Ροκαντέν είναι ένας νέος άνθρωπος, κοντά στα τριάντα, που έχει εγκατασταθεί στην πόλη Μπουβίλ. Η ζωή του – περιπετειώδης και έντονη, έχοντας ταξιδέψει σε διάφορες χώρες, γνωρίζοντας πληθώρα ανθρώπων και πολιτισμών – τον ωθεί να αποφασίσει να αφιερωθεί στην συγγραφή της βιογραφίας του μαρκήσιου ντε Ρολμπόν.
Ταυτόχρονα, ο Αντουάν κρατάει ένα ημερολόγιο, στο οποίο περιγράφει τις μέρες του στην Μπουβίλ, από το οποίο θα αντλήσουμε τις πληροφορίες του χαρακτήρα του. Είναι ο αντίκτυπος στον ψυχισμό του, από τον παραλογισμό των ανθρώπων, και, φυσικά, η υπαρξιακή του κρίση – η Ναυτία.
Ο Αντουάν αγανακτεί, κυριότερα από το ψέμα που έπλασε ο ίδιος για τον εαυτό του, νομίζει πως η ζωή του είναι έντονη, γεμάτη εικόνες και συναισθήματα – μόνο που, σύμφωνα με τα λόγια του: “δεν έζησα την παραμικρή περιπέτεια, ή μάλλον δεν ξέρω καν τι σημαίνει αυτή η λέξη”. Πού βρίσκεται η Ναυτία σε αυτή την φράση; Στην αμφισβήτηση. Η υπαρξιακή κρίση οφείλεται στην έλλειψη πραγματικού σκοπού και νοηματοδότησης – όπου, στην περίπτωση του Αντουάν, είναι η έλλειψη της περιπέτειας. Τα κίβδηλα ταξίδια, οι έρωτες και οι λέξεις ήταν περιτυλίγματα δίχως ουσία – μάταιες προσπάθειες αξιοποίησης της ύπαρξης, που τώρα ο ίδιος τις αμφισβητεί. Ζούσε την ζωή του με τρόπο που θα μπορούσε να την διηγηθεί, καθώς ο άνθρωπος είναι ένας αφηγητής των ιστοριών του.
Η ουσία της αφήγησης δεν βρισκόταν στην ίδια την αφήγηση, αλλά στην κενότητα που αισθανόταν πριν, μετά και κατά τη διάρκεια της, έτσι ώστε αποφάσισε πως θα σταματήσει πια να διηγείται και θα ξεκινήσει επιτέλους να ζει.
Η ζωή του φαινόταν μια άγονη κατάσταση, δίχως διηγηματικές αναταράξεις, τίποτα δεν είχε σημασία, είτε Δευτέρα είτε Κυριακή, ο ίδιος ήταν εγκλωβισμένος στην ματαιότητα της. Κατά τη διάρκεια της περισυλλογής του, κάτι αλλάζει μέσα του: ο Αντουάν δείχνει να αγκαλιάζει το παράλογο που έχει σκεπάσει τους ανθρώπους και τον κόσμο – η αποδοχή του παράλογου θα τον οδηγήσει στην επίτευξη του σκοπού του. Παίρνει τα ηνία της ευθύνης: “είμαι εγώ και καταλαβαίνω ότι είμαι εδώ”, πλάθει τον ρόλο του πρωταγωνιστή, όχι κάποιου μυθιστορήματος, αλλά της ίδιας της ζωής του – προχωράει με το αίσθημα του πεπρωμένου. Αγκαλιάζει την Ναυτία, καταλαβαίνει πως η ματαιότητα και η έλλειψη ενός απώτερου προκαθορισμένου σκοπού είναι τα εφόδια που μας δίνονται για να ορίσουμε την ύπαρξή μας, η οποία προϋποθέτει την αμφισβήτηση του ίδιου του εαυτού μας και του κόσμου που μας περιβάλλει.
Η ύπαρξη πρέπει να μας κυριεύσει απότομα, να σταματήσει πάνω μας και να συνθλίψει την καρδιά μας σαν ένα τεράστιο ακίνητο κτήνος. Διαφορετικά, δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα πια. Πρέπει να αντιληφθούμε πως η ύπαρξη δεν είναι η ουσία που κρύβεται πίσω από τα πράγματα, αλλά είναι τα ίδια τα πράγματα – η ύπαρξη βρίσκεται παντού, είναι αναίτια, είναι μέσα μας, είναι στα παγκάκια που θα ξαποστάσουμε, στον απέραντο ορίζοντα της θάλασσας, ταξιδεύει ατέρμονα σαν ένα ανοιξιάτικο αγέρι. Είμαστε περιττοί μπροστά της, γιατί αποτελούμε μονάχα ένα μέρος ανάμεσα στην σύνθεση της απολυτότητας της. Για να την αισθανθούμε και να την στολίσουμε, όπως εμείς επιθυμούμε, χρειάζεται να την αφήσουμε να εισβάλλει μέσα μας και να γεμίσει το αίμα μας με αναιτιότητα, το συστατικό της νοηματοδότησης. Το αποτέλεσμα είναι μία αντίθεση κενότητας και πληρότητας.
Κενός είναι ο χώρος που θα πλάσουμε από την αρχή, αφού αμφισβητήσουμε το ήδη υπαρκτό. Η πληρότητα βρίσκεται στην ελευθερία, η οποία μας χαρίζει την ευθύνη, να δημιουργήσουμε την ύπαρξή μας με θεμέλια που θα θέσουμε εμείς οι ίδιοι, καθορίζοντας τον σκοπό και τα μέσα της επίτευξής της.
“Δεν βιάζομαι να συνεχίσω. Πιστεύω ότι άγγιξα το απόγειο της ευτυχίας μου”. Ο Αντουάν δεν περιμένει τίποτα, δεν κυνηγάει τίποτα, υπάρχει και αυτό του είναι αρκετό. Στον έρημο δρόμο, που διανύει κάθε βήμα, εναρμονίζεται με τον χτύπο της καρδιάς του, παρατηρεί και σκέφτεται το ιστορικό πλαίσιο της εποχής του: πόλεμοι, αγωνία και αβεβαιότητα. Παρόλα αυτά, ο πρωταγωνιστής μας βρίσκει την αρμονία, αρκούμενος πως υπάρχει, άλλος ένας ανάμεσα στους υπόλοιπους, άλλη μια τυχαία και περιττή ύπαρξη στην πληρότητα του κόσμου – και αυτό του είναι αρκετό για να ζήσει αυθεντικά την περιπέτεια του από την αρχή. Η περιπέτεια δεν είναι τα γεγονότα και τα μέρη, αλλά ο τρόπος που συνδέονται οι στιγμές, αυτή η κλωστή που, όσο πιο κοντά βρίσκεται στην ύπαρξή μας, τόσο πιο άφθαρτη θα παραμείνει στο πέρασμα του χρόνου, ανεπηρέαστη από τυχόν Ναυτίες. Η περιπέτεια είναι η ιδιότητα που δίνουμε στις στιγμές, αλλά όχι την ώρα που συμβαίνουν, διότι τότε βρισκόμαστε μέσα στην περιπέτεια και δεν μπορούμε να την αντιληφθούμε, μονάχα να την αισθανθούμε. Η περιπέτεια είναι μια αίσθηση της υπερβατικότητας του Εγώ, για αυτό αδυνατούμε να την προσδιορίσουμε – είναι τα σημάδια του χρόνου.
Ο Καρτεσιανός μας πιστεύει πως υπάρχει επειδή σκέφτεται – άρα υπάρχει. Υπάρχει γιατί απεχθάνεται να υπάρχει. Η απέχθεια του δημιουργεί όλες αυτές τις σκέψεις, οι οποίες ανανεώνουν την ύπαρξή του, ώστε να μπορεί να την αντιληφθεί.
Ο κάθε άνθρωπος αντλεί το νόημα της ζωής του από το νόημα της ζωής του άλλου. Χρέος μας είναι να παλεύουμε για την ελευθερία του συνόλου μέσα από την ίδια μας την ύπαρξη, διότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να ελευθερωθεί όταν βρίσκεται ανάμεσα σε φυλακισμένες υπάρξεις.Ο Αντουάν το εκλαμβάνει παρατηρώντας. Τι είναι αυτό που βλέπει; Μια τυποποιημένη ομοιογένεια, όπου η κοινωνική ιεραρχία, η συμβολικότητα της τάξης, εξαφανίζεται μέσα στο πλήθος. Οι αριστοκράτες, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι εργάτες χάνουν τις ταυτότητές τους – και τι είναι αυτό που μένει αν αφαιρέσεις από τον άνθρωπο την ιδιότητα του; Η ανθρώπινη υπόσταση. Μια υπόσταση που μετατρέπεται σε μικρούς κόκκους, διάσπαρτη στον άνεμο. Βιασμένη από την κυρίαρχη ιδεολογία, προκαθορίζεται στα πλαίσια της συμβατικότητας και του εκάστοτε κανονικού. Το πλήθος, στα μάτια του Αντουάν, ήταν απλοί άνθρωποι, ανίκανοι να εκπροσωπήσουν τον ανθρωπισμό τους, μήτε ουσία, μήτε κάτοχοι κάποιας αλήθειας. Ό,τι πραγματικό έχει μείνει μέσα του είναι η ύπαρξή του που νιώθει ότι υπάρχει. Υπάρχει γιατί αντιτίθεται στην κενή ομοιογένεια που τον διακατέχει μέσα στην ύπαρξή του.
Εγκαταλείπει την συγγραφή της βιογραφίας του μαρκησίου. Για να ξεκινήσει να υπάρχει, χρειάζεται έναν σκόπο, ένα έργο το οποίο δεν θα είναι περιγραφικό ενός άλλου προσώπου. Το έργο του είναι ο σκοπός και τα μέσα του. Αποφασίζει να γράψει ένα μυθιστόρημα, καθώς το μόνο που ήξερε να κάνει καλά ήταν να γράφει. Μια ιστορία σκληρής περιπέτειας, όπου θα δημιουργεί στον αναγνώστη δίψα για ζωή – ή αλλιώς Ναυτία. Η ιδέα της συγγραφής είναι η αφετηρία της ύπαρξής του, το έργο του, η ενσάρκωση της δικής του Ναυτίας, η συμβολή του στην αδίστακτη ροή της ιστορίας.
Ονομάζομαι Εμμανουήλ Μαυροπαλιάς, γεννήθηκα στην Έδεσσα το 1999 και από το 2018 διαμένω μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Είμαι απόφοιτος του προγράμματος Εργοθεραπείας του Πανεπιστημίου Queen Margaret της Σκωτίας και σχεδιάζω να ξεκινήσω ένα δεύτερο προπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών στον τομέα της Φιλοσοφίας, στον οποίο προτίθεμαι να αφοσιωθώ πλήρως. Παράλληλα, δραστηριοποιούμαι συστηματικά στη μελέτη και συγγραφή θεωρητικών κειμένων, ενώ επιπλέον ασχολούμαι με τη συγγραφή βιβλιοκριτικών που εστιάζουν σε λογοτεχνικά, θεατρικά, ψυχαναλυτικά και φιλοσοφικά έργα.