Αφιέρωμα στο Καρναβάλι: όγδοο μέρος
Στο όγδοο μέρος του αφιερώματος για το Καρναβάλι περιλαμβάνουμε ποιήματα και διηγήματα από τους: Γεωργία Μακρογιώργου, Έφη Ζωγράφου, Ελένη Παυλίδου, Νίκη Μπλούτη Καράτζαλη, Λίλια Τσούβα, Παύλος Ανδρέου.
Γεωργία Μακρογιώργου
Απόκριες στη Νάουσα
Τις Απόκριες στη Νάουσα οι μέρες φορούν μάσκα λευκή με κόκκινο στα μάγουλα. Το ποτάμι αλλάζει διαδρομή και γυρνάει προς την πηγή να βυθιστεί στις ιστορίες της. Τότε ακούγονται οι κλέφτες και οι αρματολοί που κατηφορίζουν από το βουνό για να υποδεχτούν την άνοιξη με χορούς και τραγούδια.
Ξίφη κόβουν τα σύννεφα και ανατέλλει το νταούλι ολόλαμπρο που χτυπάει στον ρυθμό της καρδιάς, ενώ ο ήχος του ζουρνά κάνει χέρια να υψώνονται και πόδια να παραπατούν στον χωματόδρομο του έρωτα και του θανάτου. Ν’ ανθίσει η γη, παρακαλούνε τα κορμιά καθώς τραντάζονται. Τ’ ακούνε οι ροδακινιές κι αρχίζουν να ροδίζουν, ενώ ένας μικρός νάρκισσος φυτρώνει στον κόρφο του κάθε γενίτσαρου-χορευτή.
Μπροστά στον καθρέφτη, οι μπούλες-νύφες στολίζουν το κεφάλι με λουλούδια για να χορέψουν στον θανατηφόρο βράχο, πάνω από τις απόκρημνες χαράδρες και τον χείμαρρο. Ύστερα στην ομίχλη θα τις δεις να πέφτουν από ψηλά, ν’ ανασταίνονται και όμοιες με Περσεφόνες να ξεκινάνε για το μεγάλο ταξίδι.
Η Γεωργία Μακρογιώργου γεννήθηκε στη Νάουσα και ζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι εκπαιδευτικός και κάτοχος μεταπτυχιακών τίτλων Ειδίκευσης Καθηγητών Αγγλικής Γλώσσας από το Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο και Δημιουργικής Γραφής από το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Έργα της: Τύχη στα τείχη (πεζό, εκδ. Γαβριηλίδη, 2017), Το φως όταν μεταφυτεύεται (ποίηση, εκδ. Βακχικόν, 2019), Πικραλίδες (πεζό, εκδ. Παράξενες Μέρες, 2020), Με κάρβουνο ροδίζει (ποίηση, εκδ. Κουκκίδα, 2021), Ανταύγειες (πεζό, εκδ. ΑΩ, 2023). Βιβλιοκριτικές, διηγήματα και ποιήματά της δημοσιεύονται σε ιστοσελίδες και έντυπα περιοδικά. Από τον Δεκέμβρη του 2021 είναι στο Δ.Σ. της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης.
***
Έφη Ζωγράφου
απόκρεω
όλοι οι τόποι
είναι δεμένοι
με τα έθιμα τους
χειροπόδαρα
άντρες σε γυναικεία ρούχα
γυναίκες σε αντρικά ποτέ
άρχοντες της εκκλησίας
γελούσαντον φτωχό
του έδιναν έναν φτωχότερο
για να χλευάσει
κάλπικες επιτροπές
έδιναν θέσεις μιας ημέρας
σε άτομα με δυσκολίες στην κίνηση
μην κόψουν ποτέ αυτοί πρώτοι το νήμα
τη μάγισσα του χωριού
—μια γιαγιά—
τη λιθοβόλησαν προσεχτικά
μη μαυρίσουν τα χέρια
τώρα την τιμάνε
την ημέρα των φώτων
όσοι δεν χωρούσαν στα ήθη
τους έδεναν σε ξύλινα δοκάρια
να ταΐσουν
το φιλοθεάμον κοινό
τους έχτιζαν μετά όλους μαζί
στα θεμέλια
έπειτα οι ίδιοι που σηκώσαμε τον επιτάφιο
στολίσαμε και μια κουλουρού
για περιφορά
ένα έθιμο που κάψαμε
μόλις χθες
οι στάχτες όμως
είναι ακόμη μέσα στο τζάκι
όταν το καρναβάλι τέλειωσε
ρίξαμε στη φωτιά
ένα σώμα από άχυρο
χωρίς ταυτότητα
ευτυχώς
τηρήσαμε ενός λεπτού σιγή
για όλα τα θύματα
ύστερα σκύψαμε κοντά
και ψιθυρίσαμε
τα Ονόματα των επόμενων
Γεννήθηκε το 1980 στον Πειραιά, με καταγωγή από την Κύπρο και την Αλεξάνδρεια.
Από το 2006 εργάζεται ως ναυτικός στο εξωτερικό. Ποιήματα της έχουν δημοσιευτεί στην ιστοσελίδα του περιοδικού Θράκα, και στην Ανθολογία Ελληνικής Κουηρ ποίησης των εκδόσεων Θράκα και του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ.Το 2023 εξέδωσε το πρώτο της φωτογραφικό zine με τίτλο «Χαρτογραφώντας το πουθενά» Η πρώτη της ποιητική συλλογή «οικόσιτοι διαμελισμοί» ήταν στη βραχεία λίστα για το βραβείο Θράκα 2023.
***
Ελένη Παυλίδου
Καμουφλάζ
Τη μεταμφίεση αρχίζω από τη βάση
Δουλεύω το χρώμα ανάλογα
με την κατάληξη της τελευταίας μάχης
Αν πληγώθηκα πολύ,
κοκκινάδι βάζω ψηλά στα ζυγωματικά,
να φύγει η χλωμάδα
-προσοχή θέλει στην ποσότητα, μην μοιάζω με τους Κλόουν-
Αν πάλι τ’ όνειρο της νύχτας
μαύρισε μάτια και ψυχή,
μ’ άσπρη μπογιά θα σοβατίσω τις ενδείξεις
-ένα στρώμα αρκεί, δεύτερο βάζεις μόνο για Γκέισα ή για Σαρλώ-
Περνάω έπειτα στο στόμα,
θέλει καλλιτεχνία μεγάλη
στο χέρι και στο ψέμα
Το μολύβι να χαράξει ένα μειδίαμα διακριτικό,
τόσο όσο, γιατί τρομάζει τους γύρω η πολλή χαρά
-μόνο στον Τζόκερ και στον Διάβολο γίνεται ανεκτή-
να καλυφθεί όμως κι η λύπη
-αυτή αρμόζει μονάχα στη Νοικοκυρά-
Στο τέλος αφήνω το πιο δύσκολο,
τα μάτια να πετύχω
Να μην κοιτάν εκφραστικά και σκέψεις να μη δείχνουν
Λίγα μπορώ γι’ αυτό να κάνω,
όπως το να ρίχνω το βλέμμα χαμηλά και να μην αγαπάω
Ή αν τύχει και κάποιο δάκρυ τρέξει,
επιμελώς να το στεγνώσω προτού με σημαδέψει
-εκτός του Αρλεκίνου κανένας δεν πενθεί-
Ελέγχω την εικόνα στον καθρέφτη
πριν στη μασκαράτα ενταχθώ
Άρτιο τ’ αποτέλεσμα,
δεν μ’ αναγνωρίζω ούτε ‘γώ
-Κρίμα που το τριώδιο δεν άνοιξε ακόμη
Ως Τέλεια Μετριότητα, θα έκανα χαμό
Η Ελένη Παυλίδου είναι απόφοιτος του τμήματος Ψυχολογίας ΑΠΘ με μεταπτυχιακές σπουδές στην Κλινική και Κοινωνική Ψυχολογία και στη Δημιουργική Γραφή. Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη ως ψυχολόγος και ως σύμβουλος σταδιοδρομίας σε ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς.Έχει βραβευτεί στον Πανελλήνιο διαγωνισμό συγγραφής σεναρίου ταινίας μικρού μήκους από την Ένωση Σεναριογράφων Ελλάδος. Έχει παρακολουθήσει ποιητικά εργαστήρια με τον Στρατή Πασχάλη, το Νίκο Ζούδιαρη και το Νίκο Φωτόπουλο.
***
Νίκη Μπλούτη Καράτζαλη
Απόκριες!
Στο χωριό μας, ο μπαρμπα-Θεοδόσης που ’χει το ψιλικατζίδικο στον δρόμο για το νεκροταφείο και πουλάει και τις μπογιές που βάφουνε οι γυναίκες τα ρούχα, ετοιμάζει κάθε χρόνο καρναβάλι. Μαζεύει πολλούς άντρες να τον βοηθήσουνε ένα μήνα πρωτύτερα κι αναλαμβάνουνε όλοι να κάνουν από μια δουλειά. Παίρνουνε μέρος πολλοί ντυμένοι μασκαράδες και στολίζουν τα τρακτέρια με τις πλατφόρμες σαν άρματα. Μαζεύεται όλο το χωριό το μεσημέρι για να το δει, γιατί πάντα έχει πολλή πλάκα κι ύστερα, όσοι έχουνε μέσον, πάνε και σ’ ένα άλλο καρναβάλι που γίνεται σ’ ένα διπλανό μεγαλύτερο χωριό. Η γιαγιά μου, που ψοφάει για χανταβάρα, μαζεύει όλες τις φιλενάδες της στην πλατεία να δούνε πρώτα το δικό μας και να κουρκουσουρέψουνε και μετά, επειδή δεν έχουμε δικό μας μέσον, κολλάει όλο του παπά να μας πάει και στο άλλο με το φορτηγάκι του. Αυτός ο καψερός δε θέλει και κάθε χρόνο της εξηγάει πως η θρησκεία είν’ αντίθετη μ’ αυτά τα “ειδωλολατρικά πράματα” κι ότι δεν κάνει ένας παπάς να δίνει το παρόν σε τέτοιες εκδηλώσεις. Τώρα αλήθεια ή ψέματα λέει, επειδή βαριέται να μας πάει πέρα δώθε καβάλα, δεν το ’χω καταλάβει, αλλά η γιαγιά τον καταφέρνει πάντα, αφού δεν μπορεί να της χαλάσει το χατίρι. Δεν έρχεται όμως ποτέ κοντά μας να δει κι αυτός το καρναβάλι. Πάει για καμιά ώρα σ’ ένα απόμερο καφενείο να πιει τα ουζάκια του και να φάει τα σαλαμάκια του, γιατί από αύριο δε θα μπορεί, επειδή θα νηστέψει, κι όταν τελειώνει το καρναβάλι με στέλνει εμένα η γιαγιά και τον φωνάζω για να μας ξαναγυρίσει στο χωριό.
Πέρσι είχαμε πολλή πλάκα. Ο Γιώργης είχε μια ωραία ιδέα, για να πάρουμε κι εμείς μέρος στο καρναβάλι. Έπρεπε όμως, πρώτον να μας αφήσουνε οι δικοί μας, δεύτερον να ρωτήσουμε τον μπαρμπα-Θεοδόση αν μπορούμε να πάρουμε κι εμείς μέρος και τρίτον να δεχτεί η θεια-Μαρίνα να μας δώσει τον γάιδαρό της για να τον κάνουμε άρμα. Ευτυχώς κι οι τρεις είπαν ναι κι έτσι σπάσαμε το κεφάλι μας με τα παιδιά να βρούμε κάτι αστείο να κάνουμε με τον γάιδαρο για να γελάσει ο κόσμος και να περάσουμε κι εμείς καλά. Το πρακτορείο είχε κατουρηθεί απ’ τη χαρά του που θα ’βλεπε τον γάιδαρό της στο καρναβάλι και μας είπε μάλιστα να τον ντύσουμε πρόεδρο, όπως φώναζε κι η Βουγιουκλάκη τον δικό της στην τηλεόραση κι η γιαγιά τη σιγοντάριζε και γέλαγε ευχαριστημένη. Ήθελε να δει λέει τα μούτρα του κοντοστούπη του προέδρου μόλις θα ’βλεπε τον γάιδαρο με τ’ όνομά του κι ύστερα άρχισαν να χαχανίζουνε μαζί με το πρακτορείο και την Αγγέλα μας που νόμιζε πως αυτή θα την είχαμε στον γάιδαρο καβάλα.
’Όταν όμως είπαμε στον παπά όλοι μαζί τα καθέκαστα, αυτός μας αγρίεψε κι είπε “όχι μωρέ παιδιά μ’ και να τον κάνετ’ γάιδαρο, μετά θα σας βάλει στο μάτ’ και δε θα σας βγει σε καλό, άσε που θα πονηρευτεί πως ήταν δικιά μας ιδέα Αγγελική”, είπε στο τέλος στη γιαγιά μου κι αυτή άρχισε ξανά να χασκογελάει λες και της καθαρίζαν αβγά κι αμέσως μετά αγρίεψε με τα λόγια του παπά και του ’πε… “Σώπα μωρέ, που φοβάσαι τον αλλοίθωρο. Κι άμα πονηρευτεί τι θα μας κάν’ στο κάτ’-κάτ’; Σάματις τώρα τα ’χουμε καλά; τα παιδιά χριστιανέ μ’ να γελάσ’νι λίγο που όλο την καταστροφή φέρν’ς…” Το βράδυ κιόλας που ’φυγε ο παπάς και μείναμε μονάχοι μας ξανά με το πρακτορείο, η γιαγιά κατέβασε κι άλλη ιδέα για να γελάσουμε ακόμα πιο πολύ. Να του περάσουμε και κέρατα στο κεφάλι του είπε και να του κρεμάσουμε μια μεγάλη ταμπέλα που να γράφει “ο πρόεδρος των ζωντανών”, δηλαδή όχι των ζωντανών που δεν έχουν ακόμα πεθάνει, αλλά των ζώων είπε, γιατί έτσι λένε τα ζώα αλλιώς…“ζωντανά”, για να δείξουμε λέει πως δεν είναι γάιδαρος μονάχα αυτός, αλλά κι όσοι χωριανοί τον υποστηρίζουνε και τον ψηφίζουνε είναι ζώα, με μυαλό κουκούτσι… Ύστερα άρχισαν να χαχανίζουν ξανά οι τρεις τους και να κρατάνε την κοιλιά τους απ’ τα γέλια. Η Αγγέλα δηλαδή γέλαγε χωρίς λόγο, γιατί ούτε που άκουσε τι είπε η γιαγιά, αλλά συνέχιζε να νομίζει πως θα τον καβαλάει σαν τη Βουγιουκλάκη ντυμένη μπαλαρίνα και θα τη βολτάρουμε στην πλατεία.
Εμείς τα παιδιά τότε μπερδευτήκαμε, γιατί η γιαγιά μάς έχει μάθει μέχρι τώρα να υπολογίζουμε τη γνώμη του παπά και δεν ξέραμε τι ν’ αποφασίσουμε. Είπαμε τότε να ρωτήσουμε τον μπαρμπα-Θεοδόση να μας πει και αυτός τη γνώμη του κι ύστερα ν’ αποφασίσουμε μια και καλή τι θα τον κάναμε τον γάιδαρο. Αυτός μόλις άκουσε ξεράθηκε στο γέλιο κι είπε “μπράβο μωρέ Αγγελική καλαμπουρτζού… “που σήμαινε πρώτον πως συμφωνούσε με τη γιαγιά μου και δεύτερον πως μάλλον ούτε κι αυτός συμπαθούσε τον κοντοστούπη τον πρόεδρό μας. Τελικά τον κάναμε πρόεδρο και τον καβάλησα εγώ, ενώ ο Λάμπρος με τον Γιώργη καθόντουσαν δεξιά κι αριστερά και παριστάνανε τους βουλευτές. Τους κρέμασε μάλιστα ο μπαρμπα-Θεοδόσης στο λαιμό από μια ταμπέλα που έγραφε με μεγάλα γράμματα “ΘΑ… θα… θα… θα…” κι εγώ με τον Γιώργη στην αρχή δεν καταλάβαμε τι σημαίνουνε αυτά τα “ΘΑ”, αλλά μας εξήγησε ο Λάμπρος ο ξερόλας πως είναι οι ψεύτικες υποσχέσεις που δίνουνε οι βουλευτές στον λαό και ξεκινάνε όλες από “Θα…” Δηλαδή “θα σας κάνουμε αυτό… θα σας κάνουμε εκείνο…’’
Το βράδυ τής Κυριακής του καρναβαλιού είναι το πιο όμορφο απ’ όλα, γιατί όλο το χωριό μετά απ’ το φαΐ που μαζεύονται πολλοί μαζί, φίλοι και συγγενείς για να το γιορτάσουν και σηκώνουνε το τραπέζι με το ’να τους δαχτυλάκι και μουρμουράνε “άνοιξε η τάβλα μας κι ανάθεμα…” και κάτι άλλα ακαταλαβίστικα που δεν τα θυμάμαι, ξεχύνονται στους δρόμους ντυμένοι μασκαράδες και περνάνε ο ένας απ’ το σπίτι του άλλου και κάνουνε διάφορες πλάκες αναμεταξύ τους. Αυτό το βράδυ ντύνονται ακόμα κι οι μεγάλοι, κι η γιαγιά μου που ψοφάει για πλάκες και γέλιο, ξεσηκώνει τις φιλενάδες της και μασκαρεύονται όλες μαζί και μετά χαζογυρνάνε στα σπίτια σαν χαϊβάνια, δίχως να υπολογίζει τη γνώμη του παπά που τη μαλώνει και της λέει συνέχεια πως “δεν είναι σωστά πράματα αυτά για χήρες γυναίκες να μασκαρεύονται και να γυρνάνε σαν αλήτες στους δρόμους, θα τους γελάει η κοινωνία…” αλλά αυτηνής απ’ το ’να αυτί μπαίνουν κι απ’ τ’ άλλο βγαίνουνε. Πέρσι μάλιστα της κράταγα κι εγώ μούτρα γι’ αυτό και της είπα αυστηρά να μην τολμήσει και μασκαρευτεί πάλι με τις σουρλουλούδες τις φιλενάδες της, γιατί θα με κάνει ξανά ρεζίλι στους φίλους μου που ’χουν φρόνιμες γιαγιάδες και κάθονται ήσυχα στα σπίτια τους, αλλά ούτε τότε ίδρωσε τ’ αυτί της και μου ’πε άγρια… “σώπα μωρέ ξύπνιε που σε ρεζιλεύουμ’ εσένα… άντε μη με φουρκίζ’ς και σε κλείσω μέσα αποκριάτ’κα, να δούμ’ θα σ’ αρέσ’;” Κι ύστερα εγώ το βούλωσα και δεν ξαναείπα τη γνώμη μου για να μην πληρώσω τη νύφη στο τέλος και με κλειδώσει μέσα Αποκριάτικα. Δεν πάει να κάνει ό,τι θέλει, σκέφτηκα, στο κάτω κάτω οι άλλοι έχουν γριές γιαγιάδες κι όχι σαν τη δικιά μου που ’ναι νταρντάνα και τσαούσα!
Πέρσι τις Απόκριες δε τα ’χα ακόμα με τη Βαρβάρα, γιατί δεν είχαμε αρχίσει να κοιταζόμαστε κι έτσι όταν ντυθήκαμε το βράδυ μασκαράδες με τα παιδιά και χαζογυρνούσαμε στα σπίτια, δε μου ’κοψε να πάμε απ’ το δικό της. Φέτος όμως σκοπεύω να πάω οπωσδήποτε, γιατί όπως θα ’μαι μασκαράς θα μπορώ να την κοιτάω ελεύθερα δίχως να με πάρουν χαμπάρι οι γονείς της. Αααα, και το βράδυ της Κυριακής δεν ντυνόμαστε πάλι καουμπόηδες, αλλά ό,τι χαζομάρα μπορεί να βρει ο καθένας για να μη τον γνωρίζουνε, γι’ αυτό έχει ακόμα πιο πλάκα. Η γιαγιά για να μας ξεφορτωθεί που την πρήξαμε και τη ρωτάγαμε τι να ντυθούμε, μας είπε να φορέσουμε κι οι τρεις από ’να άσπρο σεντόνι, να δέσουμε κι ένα μαντήλι στο κεφάλι σαν “τουρμπόνι”… κάπως έτσι το ’πε και να κάνουμε τους Άραβες. Α, και να βάψουμε τα μούτρα μας μαύρα με μπογιά, γιατί αυτοί είπε είναι όλοι τους κατάμαυροι σαν τους γιούφτους.
Εμένα μ’ άρεσε αυτή η στολή, γιατί μου πήγαινε πολύ το χρώμα το άσπρο αφού είμαι μελαχρινός σαν τον πατέρα μου, αλλά όχι και σαν γιούφτος… Κι ο παπα-Λουκάς όταν μας είδε ξεκαρδίστηκε στα γέλια κι είπε πως το μόνο που μας λείπει είναι από ’να πούρο, γιατί οι Άραβες είναι πλούσιοι και φουμάρουνε μόνο πούρα που ’ναι ακριβά. Τότε ο βλάκας ο Γιώργης, που κάπνιζε από πέρσι, πετάχτηκε κι είπε –σιγανά ευτυχώς– σε μένα και στον Λάμπρο να κόψουμε μια καναπίτσα, χοντρή όμως, που να μοιάζει με πούρο και να φουμάρουμε κι εμείς ελεύθερα σαν άντρες στον δρόμο αφού κανένας δε θα μας γνωρίζει. Στο τέλος έφαγε μια φάπα ξεγυρισμένη απ’ τον Λάμπρο, που του ’πε πως δε θέλει τέτοια μπλεξίματα κι αυτός το βούλωσε εκείνη την ώρα επειδή ήταν μπροστά ο παπάς κι η γιαγιά μου και μας στραβοκοιτάγανε, αλλά κάποια στιγμή στον δρόμο όπως γυρνούσαμε από σπίτι σε σπίτι, το ’κανε το δικό του. Έκοψε μια καναπίτσα και κάπνιζε μονάχος του, τράβαγε μάλιστα κάτι δυνατές τζούρες που τον ζαλίσανε και πήγαινε “σάτρα-πάτρα” που λέει κι η γιαγιά για τον παπαδοφίλο της όταν πίνει τα ουζάκια του.
Η πιο μεγάλη φωτιά είναι και φέτος η δικιά μας! Όλα τα κορίτσια έχουνε μαζευτεί στη γειτονιά μας και τραγουδάνε “τις μεγάλες Αποκρές” και πηδάνε τη φωτιά μας πέρα-δώθε και κοιτάζουνε κρυφά εμάς τ’ αγόρια που τα κοιτάζουμε φανερά δίχως να ντρεπόμαστε. Να και τα Βουτζουμόπ’λα που ήρθαν με τη συνοδεία της θεια-Μαριγώς για να μην κοτάει να τα πειράξει κανένας. Να κι η Βαρβάρα που ’ρθε φέτος στη δικιά μας φωτιά κι ας έχουν στη γειτονιά της, τής αγίας Τριάδας, ανάψει δικιά τους τ’ αγόρια. Αυτή προτιμάει τη δική μας! Τον Γιώργη τον έστειλα κρυφά σ’ όλες τις φωτιές του χωριού να δούμε ποιος έχει την πιο μεγάλη. Πήγε σ’ όλες και στην αγία Τριάδα και στου Αϊ-Γιώργη και στου Ψυρρή κι απ’ όλες η καλύτερη είναι τ’ Αϊ-Δημήτρη του Μυροβλήτη, δηλαδή η δικιά μας. Ας είν’ καλά ο χριστιανός ο παπάς που μας βοήθησε και μάζεψε τόσες αγκαλιές φάνες και φέτος. Έχουνε μαζευτεί κι όλοι οι μεγάλοι κι όλα τα πιτσιρίκια. Ο παπάς έφερε και την παρέα του, ως κι ο παπαδογιός κατέβηκε.
Η Αγγέλα μας χοροπηδάει πέρα-δώθε, αλλά μακριά απ’ τη φωτιά γιατί τη φοβέρισα απ’ την αρχή να μην πάρουν καμιά φωτιά τα τούλια της και τρέχουμε χρονιάρα μέρα. Μοιάζει με μπομπονιέρα! Κι όλο γελάει και τραγουδάει… Ευτυχώς που η γιαγιά δεν τσιγκουνεύτηκε φέτος στο χαρτζιλίκι μου κι αγόρασα πολλές στράκα στρούκες. Όλο το δικό μου όπλο ακούγεται και τα κορίτσια κάνουν τάχα μου πως φοβούνται, μα όλες εμένα κοιτάνε, αλλά εγώ μόνο τη Βαρβάρα για να μη θυμώσει. Είναι παραπονιάρα, την ξέρω.
Ήρθαν κι οι καρακάξες οι φίλες της γιαγιάς, αλλά απόψε δε με πειράζουνε. Καλύτερα που τις φώναξε για να κάνουμε μπούγιο. Όλο χασκογελάνε πονηρά κι ο καψερός ο παπάς έκοψε πέρα και κάθεται παράμερα με τον παπαδογιό του. Μπααα! Πώς το ’παθε τούτος; Πολύ γελαστός είναι σήμερα… Σαν να μου φαίνεται πως κοιτάζει κι αυτός τα κορίτσια που πηδάνε τη φωτιά. Ή όχι; Τι κάνει αυτός ρε; Χαζεύει και χαμογελάει στη Φωτούλα μας που είναι απέναντι με την αδερφή του; Δεν είμαστε καλά! Που ’ναι για τα μούτρα του η Φωτούλα με τέτοια ομορφιά και χάρη. Να μην ξεχάσω αύριο να το πω της γιαγιάς, να του το ξεκόψει. Αυτοί οι δυο έχουνε βάλει νόμο και κόπο να μας πάρουν τη Φωτούλα μας. Μην τη βάλει για τα καλά στο μάτι τούτος και μας την κάνουνε στο τέλος παπαδιά σαν τη μάνα του, με φουστάνι μακρύ και μαντήλα… Στο κάτω-κάτω, εγώ θ’ αποφασίσω μια μέρα σε ποιον θα τη δώσουμε. Να μην ξεχάσω να το πω κι αυτό στη γιαγιά και να τη φοβερίσω με το άγριο ύφος που παίρνω και πιάνει.
Ο Λάμπρος κι ο Γιώργης με τραβάνε να πηδήξουμε κι εμείς, να δούμε ποιος θα πάει πιο ψηλά. Εγώ έχω τον νου μου στη Βαρβάρα να μη φύγει κι όλο την κοιτάω. Να δεις που θα με περάσουν οι βλάκες και θα με ρεζιλέψουνε στα μάτια της. Τελικά πάλι δίκιο είχε η γιαγιά. Τι κι αν είναι πολλοί οι καουμπόηδες; Αφού εγώ ξεχωρίζω. Είμαι ο πιο όμορφος! Το λένε τα μάτια όλων των κοριτσιών.”
(Απόσπασμα από το βιβλίο: Κάποτε… στον παράδεισο)
Η Νίκη Μπλούτη Καράτζαλη γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Άγιο Γεώργιο, Λιβαδειάς. Έχει εκδώσει τρία μυθιστορήματα και τρεις συλλογές διηγημάτων. Διηγήματά της δημοσιεύονται στο διαδύκτιο και στην τοπική έντυπη εφημερίδα ‘’Διάβημα’’. Συμμετέχει σε Συλλογικά Έργα και στην Ανθολογία για το 1821 της Διεθνούς Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής και έχει συμμετάσχει σε εκδηλώσεις για παιδιά (ανάγνωση, εργαστήρια δημιουργικότητας) στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λιβαδειάς. Διηγήματά της διακρίθηκαν σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και περιλαμβάνονται σε Ανθολογίες.Ζει και εργάζεται στη Λιβαδειά.
***
Λίλια Τσούβα
Αποκριά στη Βενετία
Πριν το μαύρο της τούλι η νύχτα απλώσει,
στον Λεύκιο τηλεφώνησε
η Λοκούστα.
Τυλιγμένη με μπελαντόνας φύλλα
το καρότσι είπε πως θα ’σερνε απόψε
με τα μωρά της,
τον Κλαύδιο και τον Μπριτάνικους.
Θανάσιμος αποδείχθηκε ο στρύχνος
στο κρασί τους. Του Νέρωνα σαρδόνιος γέλως·
της Αγριππίνας.
Συνεδρίαση προφασίστηκε ο Λεύκιος.
Την Ιουλία όμως να
συναντήσει πήγαινε·
τα περιστέρια μάτια της,
των γοφών της τ’ αμπέλια.
Τα δηλητηριώδη μανιτάρια της ετοίμασε
η Λοκούστα.
Δολοφόνος κατά συρροήν κάποιο
μπορούσε πια ανεπίληπτα να γίνει
της Βενετίας κανάλι.
(το ποίημα έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό «Εμβόλιμον», τεύχος 101-102)
(ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η Λοκούστα (Locusta ή Lucusta), υπήρξε διαβόητη κατασκευάστρια δηλητηρίων στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του 1ου αιώνα μ. Χ. Λέγεται ότι συμμετείχε στις δολοφονίες του αυτοκράτορα Κλαύδιου -κατά παραγγελίαν της συζύγου του Αγριππίνας, ώστε να καταλάβει τη θέση του ο γιος της, Νέρων- καθώς και του Βρετανικού -του θετού του γιου, ώστε να μην υπάρχουν ανταπαιτητές. Ευνοούμενη του αυτοκράτορα Νέρωνα. Την είχε προσλάβει, προκειμένου να δηλητηριάζει όσους αποτελούσαν κίνδυνο για την εξουσία του. Πιθανολογείται ότι δηλητηρίασε και τον σύζυγό της για λόγους ανεξαρτησίας. Μετά τον θάνατο του Νέρωνα, εκτελέστηκε από τον διάδοχό του αυτοκράτορα Γάλβα, το 69 μ. Χ.)
Η Λίλια Τσούβα σπούδασε Μεσαιωνική και Νεότερη Ελληνική Φιλολογία στο ΑΠΘ. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Δημιουργικής Γραφής από το ΕΑΠ. Ασχολείται με την ποίηση, το διήγημα, τη μελέτη και το δοκίμιο. Έχει συγγράψει τα βιβλία: «Ο εξπρεσιονισμός στην ποίηση του Κ. Θ. Ριζάκη, Οκτώ προσδόκιμες θεάσεις», μελέτη (Κουκκίδα, 2020). «Το τραγούδι των Ινουίτ», διηγήματα (Βακχικόν, 2021). «Εγκέφαλος ψάρι», ποιήματα (Βακχικόν, 2022), «Γοβάκια από πάγο», μυθιστορηματικές βιογραφίες (Κουκκίδα, 2023). Αποτελεί ειδική συνεργάτιδα των εντύπων περιοδικών «Καρυοθραύστις» (εκδόσεις Ρώμη) και «Σταφυλή» (εκδόσεις Κουκκίδα), συνεργάζεται με τα ηλεκτρονικά περιοδικά «Literature», «Στίγμα Λόγου» και «Fractal». Κείμενα και συνεντεύξεις της φιλοξενούνται σε ποικίλα έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Συμμετέχει επίσης σε πολλά συλλογικά έργα. Είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, του PEN GREECE και του Κύκλου των Ποιητών. Έχει επιμεληθεί βιβλία προς έκδοση.
***
Παύλος Ανδρέου
Σταχτοπούτα
Όλα τα φαβορί δοκίμασαν
το γυάλινο γοβάκι
εκτός από έναν γάτο εφτάψυχο.
Στον κήπο ξεκοίλιαζε
γούρικη κολοκύθα
ακονίζοντας τα νύχια του
στα σπλάχνα της.
Ο ιππόδρομος κάπνιζε
από άλογα ποντίκια
σαύρες υπηρέτες
οι νικητές της κούρσας.
Πριν την εκκίνηση
πυροβολούσε για την πλάκα του.
Την ψείρα δεν την άγγιξε
σαν τη νονά κουνούσε
μόνο
ελαττωματικό ραβδί.
Υποκλινόταν στα κέρδη
ο παπουτσωμένος γάτος.
Από την ποιητική συλλογή ΠΑΓΩΤΟ ΔΑΚΡΥΓΟΝΟ (Θράκα, 2022).
Ο Παύλος Ανδρέου γεννήθηκε το 2000 στη Λάρνακα. Είναι ασκούμενος δικηγόρος. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, το Παγωτό Δακρυγόνο (Θράκα, 2022) και το Κουνούπι τίγρης (Θράκα, 2024).