Πλήρης ή μερική απασχόληση

Όταν σε σκέφτομαι, δεν μπορώ παρά να σκέφτομαι κάθε μέρα που ήμουν αγέννητη,
να σε αποφεύγω στον πόλεμο, στην πείνα, στην επανάσταση, στη συνθηκολόγηση,
στην προσαρμογή, στις εφημερίδες, ανάμεσα σε στήλες, ανάμεσα στη μεσαία
και στην εργατική τάξη, ανάμεσα σε ανθρώπους πολλών χρήσεων σαν τις εφημερίδες
για το κυνήγι μύγας, τα ψόφια ψάρια, τους κυνόδοντες του σκύλου,
όταν σκέφτομαι τη μεσαία τάξη, σκέφτομαι υπερατλαντικά τον Ρέιμοντ Κάρβερ,
τη Σύλβια Πλαθ, τις μονοκατοικίες, τα προάστια, τα κελάρια, τους μεσήλικες
με ή χωρίς παιδιά και με γκαράζ, την άφραχτη αυλή, τον ανθισμένο φούρνο,
ένα τελευταίο παγάκι σε ουίσκι,
το χρήμα, κέρματα, επιταγές, κάρτες, ομόλογα, μέλλον: πλήρης
ή μερική απασχόληση; Αν είναι οκτώ οι ώρες ύπνου, οκτώ της δουλειάς,
πέντε της προετοιμασίας, της απόφασης, της κίνησης, τρεις, κι αν είναι τρεις,
για τη ζωή που περισσεύει,
για τις κίτρινες Κυριακές, φθαρτές, φθαρμένες, ταριχευμένες στο φιλμ,
μεσημεριανές προβολές σαν εσένα: αρχίζεις τελειώνεις με τίτλους

έπειτα δεν υπάρχεις. Πλήρης. Έχει μείνει ένας ραδιενεργός πυρήνας κούφιος
ούτε πρόσωπο ούτε σώμα ούτε όνομα και μπορώ να κοιμηθώ πια γύρω του
και να μην σκέφτομαι.

Έλενα Λιαποπούλου