εὐσύνοπτο bildungsroman, 1980

 

ἄθελά μου μεγάλωνα

βάφατε

καὶ ξαναβάφατε λευκὴ

στὸ παιδικὸ δωμάτιο

τὴν ταπετσαρία

ποὺ μουτζούρωνα μὲ κηρομπογιὲς

ἀπὸ τὸ πολὺ φῶς ἔμεινα

τόσος δὰ

πετάξατε ὡστόσο χρόνο

καὶ χρήματα

ρωτώντας

καὶ ξαναρωτώντας τοὺς γιατροὺς

γιατί;

τοὺς ψυχολόγους

μὰ πῶς;

καὶ τὴν κυρία στὸ ἀπέναντι διαμέρισμα

ποὺ ἔλεγε καπνίζοντας στὴ μάνα τὸ φλιτζάνι

καὶ τώρα;

 

λούμπιτελ, 1988

 

σὲ μιὰ φωτογραφία

εἴμαστε στὶς μυκῆνες

κάτω ἀπὸ τὰ δυὸ λιοντάρια

σὲ μιὰ ἄλλη

στὸ παλαμήδι

ἐκεῖ ποὺ καταλήγουν τὰ 999 σκαλοπάτια

σὲ μιὰ τρίτη

σ’ ἕνα μπαλκόνι ἐνοικιαζόμενου μὲ θέα στὸ ἰόνιο

μὲ τὶς πετσέτες νὰ στεγνώνουν στὰ κάγκελα

καὶ οὕτω καθεξῆς·

τὸ οἰκογενειακό μας ἄλμπουμ

δερματόδετο, πλάι στὰ πορσελάνινα πιτσούνια τῆς βιτρίνας

ἕνα ἀτελεύτητο παιχνίδι

κρυφτὸ

στὸ ὁποῖο οὔτε ἐγὼ

οὔτε ἡ μικρὴ

οὔτε ἡ μαμὰ

οὔτε ὁ ἀκριβοδίκαιος φακὸς τῆς μηχανῆς

θὰ καταφέρουμε ποτὲ νὰ σὲ βροῦμε

*

Τριάντα τέσσερα κείμενα που διαβάζονται ως μύχιο ημερολόγιο αλλὰ και ως συλλογικὴ αυτοβιογραφία μιας γενιάς που ακόμα ψηλαφεί τη θέση της στην ιστορία· στο φόντο οι δεκαετίες του ’80, του ’90 και το ξεκίνημα του 21ου αιώνα και στο προσκήνιο η βία της ενηλικίωσης, τα κληροδοτήματα της μνήμης και της απώλειας, ο χρόνος που δεν γυρίζει πίσω· ένα ιδιότυπο bildungsroman στο μεταίχμιο ποίησης και πρόζας.