Ο
Ανδρέας Κάλβος μου είναι χρήσιμος (ή
γιατί η Ποίηση;).

σκίτσο του Γ.Σεφέρη

Θυμάμαι
πάντα τις συζητήσεις με  παλιό και
καλό φίλο μου ποιητή, στις οποίες
κυριαρχούσε  το αίτημα μας για μια
Ποίηση, «που οι άνθρωποι να την έχουν
ανάγκη». Κάναμε θυμάμαι την –αυθαίρετη
είναι αλήθεια- αντιστοιχία με το παρελθόν
και συμφωνούσαμε πως οι γητειές, τα
ξεματιάσματα, οι ευχές και οι κατάρες,
όλα μορφοποιημένα σε έμμετρο λόγο, που
πότε τραγουδιέται, πότε ψιθυρίζεται,
ήταν μια ποίηση προφορική απόλυτα και
υπερβατικά αναγκαία για τους αγράμματους
ανθρώπους της ελληνικής υπαίθρου
περασμένων χρόνων. Την διακρίναμε από
τα δημοτικά τραγούδια καθώς αυτά τα
μαγικά ξόρκια ήταν περισσότερο προσωπικά
και αποτελούσαν χρηστικά εργαλεία για
όποιον τα μετέρχονταν προκειμένου να
πετύχει κάποιο πρακτικό σκοπό.  Στις
συζητήσεις μας λοιπόν προέβαλλε θεόρατη
η δίψα για μια Ποίηση τόσο μεταφυσική
ώστε να γίνει ξανά για το σύγχρονο
άνθρωπο των πόλεων 
«που
δεν κοιτά τα αστέρια πια»
 και
που «
πήρε διαζύγιο
από τον ουρανό»
, ένα
είδος  πρώτης ανάγκης.

Φυσικά
με τον αγαπημένο μου φίλο δεν κάναμε
τίποτε άλλο από το να μιλάμε για μια
ουτοπία. Ο στερεοτυπικός και απονεκρωμένος
τρόπος βίος του σύγχρονου homo interneticus
στέκεται πολύ μακριά από την δύναμη
μιας Ποίησης που θα άλλαζε την ροή της
φαινομενικής πραγματικότητας. Άλλωστε
και ένα μεγάλο μέρος της ίδιας της
ποιητικής δημιουργίας έχει καταπέσει
να είναι παραγωγή ενός ποιητικίζοντος
λόγου παντελώς απομαγευμένου. Έτσι,
πέφτοντας ξανά πάνω στον γλωσσικό ήχο
της λύρας του Κάλβου, δεν θα μπορούσα
να εκφράσω καλύτερα το αίσθημα που
πολλές φορές με κατακλύζει:

 Όλην
την Oικουμένην

σκεπάζουν
σκοτεινά,

ήσυχα,
παγωμένα,

τα
μεγάλα πτερά

                της
βαθείας νύκτας.

Τέτοιες
στιγμές  νιώθω την ψηφιοποίηση της
ανθρώπινης συνείδησης και την μηχανοποίηση
του βίου να έχει επέλθει σχεδόν τελεσίδικα.
Η απομάκρυνση από το φυσικό γίγνεσθαι
του μέσου ανθρώπου είναι καθεστώς και
πλέον οτιδήποτε θυμίζει στον άνθρωπο
το μέγεθός του μες στον σύμπαντα κόσμο,
πολεμιέται, εξοβελίζεται, αποσιωπάται.
Ο νέος άνθρωπος -συμπιεσμένος από την
νίκη της οικονομίας επί της πολιτικής,
την υποταγή της φύσης στο κέρδος, την
εξαΰλωση του κόπου και του μόχθου του
από τις έξωθεν συστημικές αξιολογήσεις-
δεν στοχάζεται, δεν αναλύει, δεν εμβαθύνει
την ζωή του ως έκφανση του φαινομένου
της Ζωής. Απλά συλλέγει χρόνο. Χρόνο για
να μπορεί να τον καταναλώσει βουλιμικά
όπως του έχει επιβληθεί και οριστεί. 
Ο
χρόνος των ρολογιών και όχι των κυμάτων
έχει επιβληθεί σε μιαν ανθρωπότητα που
γερνάει.
 Ταυτόχρονα
διαμορφώνεται ένας νέος αρρωστημένος
τύπος παιδικότητας με την απόλυτη
κατήχηση στην εικόνα της οθόνης από
βρεφική ακόμα ηλικία να διαμορφώνει
μιαν α-νόητη εξυπνάδα. Ναι, είμαστε
εξυπνότεροι από τους παλιότερους και
με περισσότερες γνώσεις, μα δεν μπορούμε
να αντιληφθούμε ποιο είναι το νόημα που
κρύβεται σε μια σταγόνα ελαιόλαδο. Οι
οριοθετήσεις στην περιέργεια και στην
φαντασία υψώνονται ιδίως μέσα από την
εκπαίδευση. Τόνοι ανθρώπινης πνευματικής
πάλης μένουν ανέγγιχτοι από τους έφηβους
μαθητές που συλλέγουν  πληροφορίες
προς μια ανθρωποφάγα αξιολόγηση –χρήσιμο
μάθημα για όταν ως ενήλικες θα
διεκπεραιώνουν θελήματα πανίσχυρων
αόρατων μονοκρατοριών κάνοντας ουρά
μέσα στα σκέλια της τεχνηέντως στημένης
ανεργίας.

Ανάσα.
Ξαναβουτώ στις ποιητικές αλχημείες του
δύστροπου μέτρου, της «ξεπερασμένης»
γλώσσας ενός καρμπονάρου του Πνεύματος
και της Πράξης. Αντιγράφω από την ίδια
ωδή, την αφιερωμένη στον Θάνατο -που μας
περιβάλλει;- στροφή τελευταία:

Ως
απ’ ένα βουνόν
ο αετός εις άλλο
πετάει,
καιγώ τα δύσκολα
κρημνά της αρετής
ούτω
επιβαίνω.

Ιδού
λοιπόν η απάντηση μέσα στο ίδιο ποίημα!
Το αίτημα για μια Ποίηση που αποτελεί
είδος πρώτης ανάγκης είναι εδώ, παρόν
και επιτακτικό. Γιατί η γραπτή Ποίηση
είναι πολιτική πράξη. Αφορά αναρίθμητους
ανθρώπους νεκρούς, ζώντες και αγέννητους.
Τους αφορά γιατί αποτελεί την ενσάρκωση
και την εφαρμογή της άρρητης Ποίησης
με την οποία ο άνθρωπος συνέχει εντός
του τον έξω κόσμο. Ναι, η Ποίηση είναι
το μέσο με το οποίο ο άνθρωπος δημιουργεί
εντός του την Μορφή του Ορατού και του
Αόρατου. Αυτή γέννησε Θεούς και Δαίμονες,
αρχέτυπα και μύθους, συμβολοποίησε το
ορατό, μορφοποίησε το αόρατο, εξανθρώπισε
τον φόβο, αφηγήθηκε την απέθαντη αγωνία
της ζωής, φίλιωσε τον θάνατο με το
παράλογο. Ναι ..η Ποίηση όλα αυτά.

Όταν
δείτε μια γυναίκα να γελάει στην βροχή
γελάει η Ποίηση. Όταν δείτε ένα παιδί
να ουρλιάζει κατεβαίνοντας μια κατηφόρα
με το ποδήλατό του ουρλιάζει η Ποίηση.
Όταν ένας σκύλος γλείφει το χέρι του
φοβισμένου γλείφει η Ποίηση.  Η γραπτή
της μορφή είναι μια της έκφανση και
τίποτε παραπάνω. Κι αν έχει ρόλο είναι
για να υπερασπίζεται τις λέξεις, να
τεντώνει την ματιά σε όλα τα μήκη και
τα πλάτη των εσωτερικών μας τοπίων μήπως
και τολμήσουμε να αλλάξουμε την εξωτερική
πραγματικότητα κατ’ εντολή της. Δεν
πρέπει να το φοβηθούμε. Η Ποίηση είναι
η μόνη ελπίδα της ανθρωπότητας. Σε αυτήν
την πανάρχαια ασυγκράτητη πηγή θα πρέπει
να επιστρέφει συνεχώς και αδιάλειπτα,
αν θέλει να σωθεί από την αποκτήνωσή
της, αν θέλει να στοχεύει 
στα
δύσκολα κρημνά της αρετής.

Γιατί
πολύ απλά μια πολιτική ιδέα δίχως Ποίηση
δεν είναι πολιτική, ούτε ιδέα. Ένα
φιλοσοφικό σύστημα δίχως Ποίηση δεν
είναι φιλοσοφικό παρά μονάχα σύστημα.
Μια θρησκεία δίχως Ποίηση δεν έχει Θεό.
Μια μαθηματική πράξη δίχως Ποίηση θα
έχανε τα σύμβολά της. Μια παιδαγωγική
θεώρηση δίχως Ποίηση δεν μιλά για αγωγή.
Κάθε ανεπανάληπτη ανθρώπινη ύπαρξη
αντιλαμβάνεται το μέγεθός και τις
διαστάσεις, την παροδικότητα και την
αιωνιότητα, την αταραξία και την αμάχη
που ενσαρκώνονται από το μοναδικό της
πέρασμα από τον κόσμο, μονάχα μέσα από
την Ποίηση. Δίχως Της μπορούμε να
επιστρέψουμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε:
στο έρεβος απλά της επιβίωσης.

ΥΓ
1 Καμιά φορά διαβάζοντας Κάλβο, ρυθμίζεται
η ανάσα μου…

ΥΓ
2 Γιάννης Στίγκας, ο φίλος που κάποτε
μιλούσαμε για μια Ποίηση χρηστική και
εφαρμόσιμη. Τα απολύτως αναγκαία σε
όλους μας βιβλία του βγαίνουν από την
Μικρή Άρκτο, που πρόσφατα κυκλοφόρησε
τις ωδές
 Εις
Θάνατον
 και Εις
Ιερόν Λόχον
 του
Κάλβου, σε επιμέλεια και κριτικό σχολιασμό
του Ανδρέα Ανδρέου.