Ο
«ΘΕΛΩ ΝΑ ΛΕΓΟΜΑΙ ΠΟΙΗΤΗΣ»
Ο
μόνος δρόμος για την Ποίηση είναι το
περιθώριο.
Οι
άνθρωποί του, φωτοδότες Της στέκονται,
και Της δείχνουν ποια οφείλει νά ‘ναι
η πορεία του ποιήματος μες στον κόσμο.
Είναι
εκείνοι που ξενυχτούν κάθιδροι και
ξεχαρβαλώνουν το αίμα τους ξεχαρβαλωμένοι
από τον μεροκαματιάρη χρόνο.
Όλοι
αυτοί που από σεβασμό δαγκώνουν τα χείλη
για να μην σιχτιρίσουν το λυρικότερο
σεληνόφωτο -αυτήν την παραφωνία μέσα
στην χοάνη της κυνικής βιοπάλης.
Όλοι
αυτοί που σεργιανούν απάτριδες και
πλάνητες μέσα στην ταξινομημένη
κανονικότητα του ρυθμικού βηματισμού
της μάζας προς την ανυπαρξία.
Όλοι
όσοι βλαστήμησαν το γάλα που βύζαξαν
για να μπορούν να βρίσκουν γάλα των
παιδιών τους και σαλτάρουνε σε εργοδοτική
καρότσα χάραμα για το κατάμαυρο καθημερνό
ψωμί.
Όλοι
όσοι ύψωσαν γροθιές για μια από τις
αναρίθμητες αδικίες που γίνονται μπροστά
στα μάτια τους και βρέθηκαν με κομμένα
χέρια από την έχθρα του γείτονα.
Όλοι
όσοι απορούν με την βεβαιότητα των καθ’
έδρας αξιολογήσεων και συμπερασμάτων
και μπαίνουν άσωτοι στις εκκλησιές
γιομάτοι αμφιβολία.
Όλοι
όσοι δεν έπαιξαν ποτέ παλαμάκια σε
εμβατήρια και παράτες γιατί ένας αόρατος
Ρήγας τους πλέκει θούριους στ’ αυτί
κάθε που μια σπίθα ανάβει στο βαλτοτόπι
της βόλεψης.
Είναι
εκείνοι που κρεμάνε γάντζους στο ταβάνι
για να κρεμάσουν και να γδάρουνε ό,τι
μικρό και άσχημο ξεστόμισαν –και ξυπνούν
με γλώσσες μυρωδάτες.
Είναι
όσοι δεν τρομάζουν τις γάτες των κάδων
όταν προσεγγίζουν σαν σκιές τα αποφάγια
– καθώς, σαν κι αυτές, εκπέμπουν την
αταραξία ενός χωνεμένου κινδύνου στις
κινήσεις τους.
Όλοι
όσοι δίχως περιγραφές, δίχως ταξίδια,
δίχως παραπομπές, σε ένα κερασμένο
τσίπουρο βιώνουν τον ίλιγγο και το κενό
του κοσμογυρισμένου.
Όλοι
αυτοί, οι άνθρωποι που ζουν το περιθώριο,
είναι π’ ανάβουν φρυκτωρίες και βρίσκει
δρόμο στα σκοτάδια του ποιήματος η φωνή.
Αυτούς οι στίχοι του αληθινού ποιήματος
έχουνε για προστάτες, αυτούς οι αληθινοί
ποιητές έχουνε για αγίους και παραστάτες.
Είναι η φαμίλια τους, αίμα και σάρκα
τους. Σε αυτούς ομνύουν. Έχουν με δαύτους
όμοιο τρεχαπετάρισμα στο καρδιοχτύπι
και γίνονται η Φωνή τους. Τέτοιοι οι
αληθινοί ποιητές.
Απεναντίας
ο «Θέλω να λέγομαι ποιητής» ως φιγούρα
του μπερντέ καταπίνεται από το σκότος
του απόλυτου τίποτα δίχως της δημοσιότητας
το φως.
Για
αυτό παλεύει , την έκθεσή του αποζητά
και έτσι κάνει διάφορα. Χαριεντίζεται
με τις εξουσίες κάθε λογής και αναδεικνύει
τα τάλαντα που με τάλαντα αξιολογούνται,
ορίζονται και πράττουν.
Μόνη
του έγνοια; Να μένει στον αφρό. Κι αν
κάποτε εξέφρασε το περιθώριο, το έκανε
εκ περιτροπής καθότι κάποτε μόδα
λογιάστηκε και κείνο.
Τελικά
ο «Θέλω να λέγομαι ποιητής» σε ένα πράγμα
υπακούει: στο Μέγα του Εγώ. Αυτό προστάζει
την φασουλίδική του φύση να αρχίσει τις
γονυκλισίες σε εφήμερους ρηγάδες των
κάθε είδους μικροφώνων, να κάνει τεμενάδες
στης πρώτης γραμμής τα σκύβαλα. Στα
γεράματά του στιχοπλοκεί εξυπνακίστικα
με τον αέρα των πάλαι ποτέ κατορθωμάτων
του, παραγοντίζει ντυμένος την προβιά
της φιλαλληλίας και σκαλίζει κάθε μέρα
τον θρόνο του μέντορα παραλαμβάνοντας
βαρύγδουπους επίτιμους τίτλους προς
χάριν της υστεροφημίας του.
Καθώς
όμως τα «στερνά τιμούν τα πρώτα», το
ξεμασκάρεμα για αυτούς φαντάζει
αναπόφευκτο. Και πάντα τούτο έρχεται
όπως άλλωστε και ο περιθωριακός στην
εποχή του Αλεξανδρινός περιγράφει στο
ποίημα Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ.
Τους
το αφιερώνω:
Σαν
τον παραίτησαν οι Μακεδόνες/ κι απέδειξαν
πως προτιμούν τον Πύρρο/ ο βασιλεύς
Δημήτριος (μεγάλην / είχε ψυχή) καθόλου-έτσι
είπαν- / δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς. Επήγε/
κ’ έβγαλεν τα χρυσά φορέματά του, / και
τα ποδήματά του πέταξε/ τα ολοπόρφυρα.
Με ρούχ’ απλά/ ντύθηκε γρήγορα και
ξέφυγε. / Κάμνοντας
όμοια σαν ηθοποιός / που όταν η παράστασις
τελειώσει, / αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται.