ΠΕΦΤΑΣΤΕΡΙΑ: Η ταβέρνα,
του Νίκου Γρηγοριάδη
Το παρόν κείμενο αποτελεί
το πρώτο από μια σειρά σημειωμάτων με τον τίτλο ΠΕΦΤΑΣΤΈΡΙΑ, τα οποία στόχο
έχουν να μιλήσουν για ποιητικές λάμψεις και στιγμιότυπα που θαύμασα και θέλω να
μοιραστώ. Γράφτηκε ενώ πάνω από τα κεφάλια μας περνούσαν οι Περσείδες, τα
θερινά πεφταστέρια που δεν είναι τίποτε άλλο από υπολείμματα της τεράστιας
ουράς που αφήνει στην ατμόσφαιρα με το πέρασμά του ο κομήτης Σουίφτ
-Τάτλ, το μεγαλύτερο ουράνιο σώμα που περνά απο τη Γη σε τακτά διαστήματα.
Κάπως έτσι γεννήθηκε ο
παραλληλισμός: πόσα και πόσα μετέωρα, πόσες και πόσες τέτοιες θνησιγενείς
λάμψεις δεν έχει αφήσει με το πέρασμά του πάνω από τα ανυποψίαστα κεφάλια μας
το γεγονός της Ποίησης….
Μετέωρα και λάμψεις που
ίσως χάσαμε και δεν είδαμε ποτέ, Περσείδες ανίδωτες αχάιδευτες από τον θαυμασμό
μας. Κάθε καλό ποίημα που γράφτηκε, ιδίως προερχόμενο από ποιητές των έσω
ραφιών και όχι των προθηκών, «αλαργινούς» και λιγάκι αψηλάφητους από τους
πιστούς της Ποίησης, ομοιάζει με ένα τέτοιο πεφταστέρι.
Με την λάμψη ενός τέτοιου
ποιήματος μέθυσα απόψε. Ανήκει στον ποιητή Νίκο Γρηγοριάδη (1931-2012) και
βρίσκεται στην συλλογή του Το αθέατο μέσα μας (1982). Διαβάζοντάς το
ξανά και ξανά διερωτήθηκα ποιες εικόνες και ποιοι ήχοι θα εξέφραζαν καλύτερα
την «παρέα» των τρελών και των αλαφροίσκιωτων, των παιδιών που δεν
ενηλικιώθηκαν, των αληθινών ποιητών, εκείνων που η γραφή είναι το αποτέλεσμα
της ζωής και ποτέ το αντίθετο.
Στο ποίημα τούτο, που
παραθέτω και μοιράζομαι, διέκρινα όλη την μυσταγωγική προϋπόθεση την οποία έχει
απόλυτη ανάγκη η υπερβατική δημιουργία για να σταθεί: την μέθη. Ο λαϊκός τίτλος
δεν προϊδεάζει καθόλου για το συνειρμικό κολάζ που θα ακολουθήσει. Το ιερόν της
μέθης – η ταβέρνα- τοποθετείται στην φύση ως αρμονικά συνυφασμένο μαζί της, και
η ουρανοκατέβατη παρέα με την αινιγματική μη σωματική υπόσταση, κερδίζει το
σώμα της, όταν στο τέλος το φως αναβλύζει απ’ το κορμί της.
Ακολουθεί η λάμψη από το
πεφταστέρι, το ποίημα του Νίκου Γρηγοριάδη..
Η ΤΑΒΕΡΝΑ
Απόμερη μέσα στη σκοτεινιά της εξοχής
άνοιξε μεμιάς τα παράθυρα της νύχτας
δωροδοκώντας την μ’ ένα ποτήρι κρασί
γεμάτο αντιλαμπές και μνήμες.
Μπήκε
η παρέα που ερχότανε απ’ τους ουρανούς
αδειάζοντας το στέρνο από τραγούδια.
Έτσι πιωμένοι βγήκανε απ’ το μπουκάλι
χορεύοντας ρυθμούς που έπαιζαν στον άνεμο
τα δέντρα.
Χαράματα
περνώντας απ’ τη ρεματιά ξυπνήσανε τ’ αηδόνια
κι ήπιαν και πάλι μουσική
απ’ το λαγούτο του μικροσκοπικού τους στέρνου.
Όταν ξαπλώσανε να κοιμηθούν
ανάβλυζε κιόλας φως
απ’ το κορμί τους.