εκδόσεις Μελάνι
Εκκινώ με δύο κοινότοπες διαπιστώσεις για την ποίηση του Γιώργου Θεοχάρη:
– είναι ποίηση αυτοβιογραφική (πώς αλλιώς θα ήταν άλλωστε;)
– είναι ποίηση της ύπαρξης και συγκεκριμένα ποίηση που στοχάζεται πάνω στην αγωνία της θνητότητας.
Η «Πλησμονή οστών», πέμπτη συλλογή του Γιώργου Θεοχάρη (έκτη αν συνυπολογίσουμε και τη συγκεντρωτική έκδοση τής έως τότε ποιητικής παραγωγής του το 2010), έρχεται να επιβεβαιώσει εξαρχής αυτές τις δύο κοινότοπες διαπιστώσεις.
Αποτελείται από 77 ποιήματα δομημένα σε δύο ενότητες: Η πρώτη περιλαμβάνει 39 ποιήματα υπό τον τίτλο «Ρέει Έρως Αγεφύρωτος» με μότο το στίχο του Απόστολου Μελαχρινού «Γλυκιά μου σκιά φευγατική, μορφή του πόθου λάβε» και η δεύτερη περιλαμβάνει 38 ποιήματα με τον γενικό τίτλο «Πάσσαλοι οδοδείκτες» με μότο και πάλι το στίχο του Απόστολου Μελαχρινού «Της μάγας λέξης το ίχνευμα, λαχαίνει αργά και σπάνια».
Η σήμανση των ενοτήτων με τους στίχους του Απόστολου Μελαχρινού, ενός ποιητή των αρχών του προηγούμενου αιώνα, βαθιά επηρεασμένου από το συμβολιστικό ιδανικό της καθαρής ποίησης του Στεφάν Μαλαρμέ, του Πωλ Βαλερύ αλλά και από την τεχνοτροπία του Διονύσιου Σολωμού, μόνον τυχαία δεν είναι. Δηλώνει ευδιάκριτα ότι οι ποιητικές ενότητες της «Πλησμονής Οστών» είναι τεχνοτροπικά σταθερά στραμμένες προς την ποιητική αφαίρεση και μάλιστα παραπέμπει στην αγωνία ή, καλύτερα, στην προσδοκία υλοποίησης της λεκτικής μορφής του ποιήματος ώστε να συλληφθεί το φευγαλέο «ίχνευμα» και να τελικά να αποδοθεί με σταθερή μορφή η ουσία της ποιητικής επιθυμίας.
Η λέξη «ίχνευμα» (από το ρήμα «ιχνεύω») παραπέμπει σε μια επίμονη αναζήτηση, ανίχνευση και ιχνηλασία λεκτικών ποιητικών τόπων. Έτσι η ποιητική πράξη μετατρέπεται συνειδητά σε ένα κυνηγέσιο. Ο Γιώργος Θεοχάρης είναι ποιητής «ἰχνεύων»· μεταγράφει, θνητός και εφήμερος, ακαριαία το συναίσθημα σε ποίημα καθώς τριγυρίζει τους τόπους της ποίησης κυνηγώντας τη σύλληψη της σταθερής ποιητικής μορφής.[1]
Συγκεκριμένα, σ΄ αυτό το ενορατικό κυνηγέσιο, συναντά «πλησμονή οστών», εντοπίζει ίχνη διάσπαρτα, που μετατρέπονται από «ίχνη» σε «ιχνεύματα»[2], δηλαδή από απτά υλικά σε ενδείξεις που του παρέχουν πρόσβαση στη δομή μιας πρώην διαφορετικής πραγματικότητας. Έτσι γίνονται αιτίες και αφορμές να ενεργοποιηθεί η ποιητική ευαισθησία και η ποιητική φαντασία του, για να μετατραπούν μέσα από τις διαδικασίες της ποιητικής ίχνευσης σε συμβάντα και να μεταστοιχειωθούν τελικά σε ποιήματα.
Βέβαια ο υψηλός ποιητικός λόγος είναι πάντα λόγος ιχνευματικός. Εκκινεί από εμπειρίες, από ίχνη που αποτυπώνονται βαθιά μέσα μας, ίχνη από επιθυμίες, έρωτες, αγάπες, φόβους, συναισθήματα. Όμως οι λέξεις που έχουμε στο στόμα αδυνατούν να τις διατυπώσουν και να μεταδώσουν το «ένδον πάθος». Τα λόγια βγαίνουν κούφια κι αδυνατούν να μεταφέρουν το βαρύ φορτίο που θέλει να μεταφέρει η μοναδικότητα της εμπειρίας. Δεν επαρκούν. Η δήλωση απομένει μετέωρη και ελλιπής. Έτσι ο ποιητής παιδεύεται με το ανείπωτο. Χάνεται στις λέξεις που αντιστέκονται. Πώς θα τις δαμάσει; πώς θα τις αλλάξει; πως θα τις χειριστεί ώστε να μεταφέρουν στο στόμα και στο χαρτί αυτό που νοιώθει η ψυχή; Η ποιητική αγωνία έγκειται ακριβώς στην αγωνία της διατύπωσης. Κι όπου δεν αρκεί η λέξη, ο ποιητής μπαίνει στην αναζήτηση μιας δομής όπου πολλές λέξεις που δεν έχουν μπει ξανά δίπλα δίπλα μπορούν να μας βάλουν στα ίχνη των ανείπωτων συναισθημάτων ώστε να ψυχανεμιστούμε ως αναγνώστες το θαμμένο πλην ζωντανό συναίσθημα, την πίσω μοναδική πραγματικότητα. Αλλά πού θα βρει αυτές τις λέξεις; σε ποιο τόπο να ακουμπήσει η γλώσσα και να γίνει λόγος ποιητικός; παναπεί λόγος που να λέει το ανείπωτο;
Αυτή την αγωνία αντιμετωπίζει κάθε πραγματικός ποιητής. Στην περίπτωση όμως του Γιώργου Θεοχάρη υπάρχει και κάτι ιδιαίτερο. Το ποιητικό κυνηγέσιο στο οποίο επιδίδεται δεν αφορά μόνο την παραγωγή του ποιήματος· δεν αφορά μόνο την τελική προσπάθεια της δημιουργίας. Εξυπηρετεί ένα βαθύτερο σκοπό. Είναι ποίηση «στρατευμένη» δηλαδή στοχευμένη, χρηστική για τον καθ’ ημέραν βίο μας, θα έλεγα· ποίηση που δεν μεταφέρει την έκπληξη μιας εντύπωσης, που δεν είναι η ανάπτυξη ενός επιφωνήματος ή η θήρευση της σπάνιας, της στιλπνής και της λάμπουσας λέξης ή έκφρασης[3]. Είναι ποίηση που στοχεύει να μας μάθει πώς να ξεπερνάμε τον πόνο, πώς να αντιπαλεύουμε τις λογής «κήρες»[4] που ορμούν ακάθεκτες να μας λιανίσουν.
Για τον Γιώργο Θεοχάρη, που «το πικρό μελάνι της ποιήσεως ρέει στις φλέβες του ακαταπαύστως»[5] η ποίηση είναι πάλη με τις πραγματικότητες. Έτσι τόποι συνάντησης με ανθρώπους γίνονται τα ποιήματα και εκδοχές της πλησμονής των πραγματικοτήτων μετατρέπονται οι αναγνώσεις.
Οι δύο ενότητες που απαρτίζουν τη συλλογή – η πρώτη με θεματικό κέντρο το ίχνευμα του έρωτα και της επιθυμίας και η δεύτερη με θεματικό κέντρο τη βίωση της θνητότητας – μοιάζουν σα να είναι δύο διαφορετικές μεταξύ τους συλλογές, αλλά αυτό, αν παρατηρήσουμε πιο προσεκτικά, δεν ισχύει ουδόλως.
Για να τεκμηριώσω αυτή την άποψη θα αρχίσω ανάποδα, από τη δεύτερη ενότητα πρώτα με γενικό τίτλο «Πάσσαλοι οδοδείκτες».
Ο Θέογνις πριν δυόμιση χιλιάδες χρόνια τραγούδησε: «θάνατος γὰρ ἀναιδής / πρόσθεν ἐπὶ βλεφάροισ’ ἕζετο κῆρα φέρων»[6], «ο άσπλαχνος θάνατος / κάθισε πάνω στα βλέφαρα σέρνοντας μαζί του την Κήρα», την κόρη της νύχτας, τη θεότητα της φθοράς, τον δαίμονα που με νύχια αρπακτικά προβάλλει μέσα από την ομίχλη του Κάτω Κόσμου και ρίχνεται πάνω στους ζωντανούς.
Με τις Κήρες αναμετριέται ο Θεοχάρης στη δεύτερη ενότητα. Μόνο που οι κατά Θεοχάρη «κήρες» δεν αφορούν «τάς θοάς κύνας» της μυθολογίας, αλλά παρουσιάζονται με τη μορφή του αλύπητου χρόνου, της φθοράς του σώματος, τη αρρώστιας, της απώλειας και τέλος του θανάτου.
Σταχυολογώ, ενδεικτικά, ποιητικές εικόνες από την εμφάνιση των «κηρών» στην ποίηση του Θεοχάρη:
Η κήρα του χρόνου:
«Να μην εμπιστεύεσαι με τίποτα τον ενεστώτα». (σελ. Των κεκοιμημένων σελ 101)
«μ’ έσκαβε του Χρόνου τ’ άγριο νύχι» (Τοκοχρεωλύσιο, σελ. 74)
Η κήρα της φθοράς:
«Μες στο κορμί μου λανθάνει ένα θηρίο» (Εγκώμιο της Ανοσοκαταστολής, σελ 83)
«Περνούν τα χρόνια, οι πόθοι γερνούν
και γεύση ματαιότητας
στο στόμα εδραιώνεται» (Ζων όχι επιζών, σελ 94)
Η κήρα της απώλειας:
«Μαχαίρ’ η απουσία, άγρια που σφάζει…» (Της Μικραποθαμένης, σελ 59)
«Φεύγουνε φίλοι και γνωστοί
που αρρώστησαν και πόνεσαν
Αδυνατίζουν οι γραμμές μας.
Χάνουμε διαρκώς συμμαχητές.» (Κακές ειδήσεις από τα χαρακώματα, σελ 84)
«Σκέφθηκα πως όσο δεν κατορθώνουμε να μεταφράσουμε την απουσία
δεν θα το καταφέρουμε: να μη μας λείπουν οι νεκροί.» (Εγκιβωτισμένο θάλπος, σελ 52)
Η κήρα του θανάτου:
«Τόκος προς τη ζωή ο θάνατός μου» (Τοκοχρεωλύσιο σελ 74)
«Η ακινησία επί τα αυτά,
ένας θάνατος είναι» (Το νησί, σελ 61).
Στο ερώτημα «πώς αντιμετωπίζεται η αναπόφευκτη καταδρομή των Κηρών πάνω στο φθαρτό ζωντανό σώμα», ο Θεοχάρης αντιτάσσει τα μέσα της ζωικής αντίδρασης στην ανέκκλητη συντριβή του σώματος, ιχνεύει τα μέσα με τα οποία εξημερώνεται το αίσθημα του θανάτου. Τελικά αναζητά τα μέσα κατάφασης της ζωής. Όπως τόνισε και ο ίδιος ο Γιώργος Θεοχάρης σε μια πρόσφατη συνέντευξή του: «όπως και να το κάνουμε, μήπως δεν είναι ύμνος στη ζωή η ποιητική μετάπλαση της θλίψης και του πόνου; Μήπως δεν είναι ύμνος στη ζωή ακόμη κι εκείνο που μοιάζει σαν εξορκισμός στον θάνατο, σαν προσπάθεια να σπρωχτεί με τον λόγο πιο πίσω ο ερχομός του αναπότρεπτου τέλους;[7]»
Γι’ αυτό όσο «το μέσα μου θεριό βρυχάται και δαγκώνει / τα σπλάχνα μου, τ’ απαρηγόρητα ακροδάχτυλά μου» όσο κι αν «κερδίζει μέτρα ο θάνατος, μέρα τη μέρα»[8] , όσο οι Κήρες επιτίθενται, ο Θεοχάρης δεν παύει στα ποιήματά του να οργανώνει την προσωπική του άμυνα σε τρεις τόπους απαντοχών, σε τρεις τόπους πλήρεις ιχνευμάτων και εντός τους να αναζητά τα φάρμακα της ύπαρξης. Άλλωστε το δηλώνει ρητά έχοντας πλήρη εμπιστοσύνη και πίστη στην ποιητική και προσωπική του στάση:
«Περπάτησα κάτω από την εξουσία του πλάτανου
σκεπτόμενος τα τρία καλά της μοίρας μου:
-την αγάπη
-τους φίλους
-την Ποίηση» (Βίος Τρικάρανος σελ 97)
Στον τόπο της ποίησης αναζητά την παραμυθητική παρέμβαση στην ανθρώπινη ψυχή. Η παλιά ιδέα των αρχαίων σοφιστών για τη δυνατότητα του λόγου να γεννήσει ή να παύσει ισχυρά συναισθήματα, μεταξύ αυτών και τη λύπη, στην ανθρώπινη ψυχή επανέρχεται μέσω της ποίησης, λες και το Κακό θα υποχωρήσει, αντιμετωπίζοντας το φάσμα των στίχων.
«εγώ τον πόνο στίχο θα τον κάνω
ώσπου σιγά σιγά να σε ξεκάνω –
όσο μου δίνεις έμπνευση – το ξέρεις – σε νικώ!» (Γ.Ν.Λαϊκό 2013 σελ 76).
«Της κάθε μέρας ο ρυθμός
του χαρτοκόπτη μου το βιος» (Εγκώμιο του χαρτοκόπτη μου σελ 78)
«Σκιρτήσανε οι ευωδιές εντός μου:
ο έρωτας, ο πόθος, κάποιοι στίχοι» (Τοκοχρεωλύσιο σελ 74)
Στον τόπο της φιλίας όπου οι «κήρες» μοιράζουν το Κακό και καθιστούν την αποδοχή της κοινής μοίρας, πιο υποφερτή.
«Να πας και στο δικό μου γιατρό
είναι κορυφαίος·
χάρις σ’ αυτόν πήρα παράταση
– είπε στον Γιώργο ο Μιχάλης» (Ο καρκίνος σκοράρει ακατάπαυστα, σελ 67).
«Πίναμε στη μνήμη του
και, κάθε βράδυ, έκτοτε
το φεγγάρι πρόβαλλε
από την ανατολή φωτεινό,
λαμπερό, αντίδωρο
στη συγκινητική, θνητή
προσήλωσή μας.
Εκείνο το καλοκαίρι, ούτε μια νύχτα,
δεν καθίσαμε ξανά
χωρίς τον Χρήστο.» (Ο Χρήστος και το φεγγάρι σελ. 80)
«Στρέφω τη σκέψη στους παιδεμένους ποιητές που τυραννίστηκε η ζωή τους…» (Εκόμισαν…, σελ 91)
Στον τόπο της αγάπης: (επιστρέφω στην πρώτη ενότητα «Ρέει ¨Ερως Αγεφύρωτος»).
«Μα εγώ που εσπούδασα τη γλώσσα των άψυχων
των στεναγμών τους το ρυθμό, τους κώδικες των ήχων
ξέρω πως ο έρωτας με μιας και τ΄ άψυχα ψυχώνει
κι ούτ΄ από σίδερο καρδιά δεν στέργει νά ΄ναι μόνη». (Καράβια αγκαλιασμένα σελ. 40)
Ο Γιώργος Θεοχάρης δημιουργεί έναν τόπο/κήπο/λειμώνα με φυτά και πουλιά. Μέσα σ’ αυτόν κινείται κι εντοπίζει λογής ίχνη/στοιχεία (η συκιά, η αγρελιά, το αρμυρίκι, η χλόη, η παπαρούνα, η μέντα, το σπουργίτι, ο συκοφάγος, τα κοτσύφι, οι οχιές, το χαμομήλι, το κυκλάμινο, ο ιβίσκος, η γαζία, ο ευκάλυπτος, το δεντρολίβανο, η αμυγδαλιά…) τα οποία γίνονται αφορμές και αιτίες για να εκκινήσει μια αφηγηματική ποιητική δόμηση της σωτήριας ερωτικής εμπειρίας[9].
Το φυτικό και ζωικό στοιχείο του πελώριου κήπου μετατρέπεται σε υλικό όπου τα ιχνεύματα της ερωτικής πανίδας και χλωρίδας αρδεύουν το πανάρχαιο ποιητικό σχήμα «όπως – έτσι» ενεργοποιώντας την τέχνη της ποιητικής μεταφοράς, δηλαδή την τέχνη να διατυπωθεί το ανείπωτο της σωτηρίας. Μέσα από το σχήμα της μεταφοράς, υλοποιεί την επιδίωξη του ανείπωτου του Έρωτα και του σωτήριου ερωτικού συγκλονισμού:
«Γυναίκα υπέροχη,
όπως του ιβίσκου ο ύπερος!» (Υπεροχή του ιβίσκου σελ 33)
«Έτσι κι εμένα η ψυχή μου
πως βλέπεις το γυμνό σταχτί σκέλεθρο
μιας αγριοσυκιάς χειμώνα» (Ανθοφορία του Χειμώνα σελ. 35)
«Καταβολάδες γαζίας τα ματόκλαδά της» ( Η ποδηλάτισσα σελ 48)
«Στη λόχμη των λαγόνων της
μπαινοβγαίνουν μελισσάκια·
φτιάχνουν το μέλι των φιλιών
στου εφηβαίου της τη μαλακή κηρύθρα» (Γυμνή στην αμμουδιά γυναίκα σελ 45)
«Είναι γυναίκες – δεντρ’ αμυγδαλιάς… Είν’ και γυναίκες ακακίες σεμνές» (Γυναίκες δέντρα σελ. 24)
Συνοψίζοντας:
Η ποίηση του Γιώργου Θεοχάρη δομείται ως απάντηση στο ερώτημα του Μάξιμου του Σοφιστή από την Τύρο «Πῶς ἄν τις ἀλυπίαν τῇ ψυχῇ περιποιήσαιτο;» [10] και αναλαμβάνει να υλοποιήσει ποιητικά, λυρικά και αφηγηματικά, την απάντηση του Πλούταρχου «Κράτιστον δὴ πρὸς ἀλυπίαν φάρμακον ὁ λόγος καὶ ἡ διὰ τούτου παρασκευὴ πρὸς πάσας τοῦ βίου τὰς μεταβολάς[11]».
Η Ποίηση λοιπόν για το Γιώργο Θεοχάρη είναι τέχνη χρηστική του βίου, τέχνη να αντιμετωπίζουμε τις Κήρες που επιτίθενται. Η ποίηση γίνεται τελικά τέχνη αλυπίας, και οι στίχοι του Γιώργου Θεοχάρη γίνονται καταφυγή στις δυσκολίες της ύπαρξης, υπόσχονται στοχασμό, καταλλαγή κι απόλαυση γιατί μας μαθαίνουν πώς οι άνθρωποι πρέπει να «…χαίρονται το κορμί τ΄ Απρίλη ολοκληρωτικά, / κάνοντας τα γλυκά τα μάτια και στον Μάη».
ΘΩΜΑΣ ΨύΡΡΑΣ
Λάρισα 17.2.2019
[1] Πρβλ: Οἶδ’ ὅτι θνατὸς ἐγὼ καὶ ἐφάμερος· ἀλλ’ ὅταν ἄστρων ἰχνεύω πυκινὰς ἀμφιδρόμους ἕλικας, οὐκέτ’ ἐπιψαύω γαίης ποσίν, ἀλλὰ παρ’ αὐτῷ Ζηνὶ θεοτρεφέος πίμπλαμαι ἀμβροσίης. Synesius Phil., Ad Paeonium de dono astrolabii (2006: 004) «Synesii Cyrenensis opuscula», Ed. Terzaghi, N., Rome: Polygraphica, 1944. Section 5, line 58.
[2] Άλλωστε «ίχνευμα» ονομάζεται το τμήμα του βιβλιογραφικού δελτίου ενός καταλογραφημένου τεκμηρίου, που υποδεικνύει στο χρήστη τα υπόλοιπα σημεία πρόσβασης που θα τον οδηγήσουν στο ίδιο τεκμήριο όπως π.χ. τίτλος τεκμηρίου, δεύτερος συγγραφέας, μεταφραστής, επιμελητής κ.ά.
[3] Δες τη σχέση του ποιητή με τις λέξεις στο ποίημα «Ο ποιητής επισκέπτεται την περιοδοντολόγο του» (σελ 39): «Αφαιρούσε την πέτρα […] Μεθοδικά, σα να αφαιρούσε / ο ποιητής τα περιττά επίθετα και τα μαλάματα που τρώνε το πρόσωπο της Τέχνης του».
[4] Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος ονομάζει τις Κήρες «γρήγορες σκύλες του Άδη, που από τις ομίχλες όπου περιστρέφονται, ρίχνονται πάνω στους ζωντανούς» (ἔνθα δ’ ἀοιδῇσιν μειλίσσετο θέλγε τε Κῆρας / θυμοβόρους, Ἀίδαο θοὰς κύνας, αἳ †περὶ πᾶσαν† / ἠέρα δινεύουσαι ἐπὶ ζωοῖσιν †ἄγονται. Apollonius Rhodius Epic., Argonautica, 4.1665).
[5] Δες το ποίημα «Εκόμισαν», σελ. 92.
[6] Theognis Eleg., Elegiae, «Theognis, 2nd edn.», Ed. Young, D. (post E. Diehl) Leipzig: Teubner, 1971, 1. 207.
[7] Συνέντευξη στην Χαριτίνη Μαλισσόβα 16.1.2019 (https://diastixo.gr/sinentefxeis/ellines/11403-theoxarhs-synenteuksh-malissova)
[8] Δες στο ποίημα «Κακές ειδήσεις από τα χαρακώματα», σελ 84.
[9] Κορφολογούσα τη συκιά, σε μέρος σκιερό απόμερο νωρίς το απομεσήμερο (Oriolus oriolus σελ 11)
Στυφός καρπός και μέστωσε στης αγριελιάς τα κλώνια (Πικρό τραγούδι για κείνες που δίχως χάδι μένουν σελ 13)
Ένα λευκό λουλουδάκι ανθίζει στο στήθος της (Προπληρωμένη παράσταση σελ 16)
Δειλινό με άρωμα κοντούλας σαν σπάει η σάρκα της στον ουρανίσκο (Τελειώνοντας ο Ιούλιος σελ 17)
Μπλέχτηκεν η Άνοιξη στο αναμαλλιασμένο αρμυρίκι της διάθεσης (Το καλοκαίρι φτάνει πάντα από τη θάλασσα σελ 18)
Ανθίζει σιωπή, αμάραντη χλόη (Στον έρωτα πάμε όπως στο θάνατο σελ 20)
Αχ, ζωή, τσαλαπατημένο μποστάνι, με το αίμα της μέρας παπαρούνα ξανθισμένη στην ξερή αγριάδα (Στον έρωτα πάμε όπως στο θάνατο σελ 21)
Ο αέρας μοσχοβολά δεντρολίβανο (Οι νύχτες σου μυρώνουν τις μέρες μου σελ 22)
Λειμών μονίμως χλοερός (Κάτοψις σελ 25)
Πάγος στη μέντα, πράσινος (Λίγο πριν την εξάχνωση σελ 29)
Το σπουργιτάκι δες, / Ευτυχισμένο ακόμη και με τα ψιχία (Και μέσα στο ελάχιστο το πολύ σελ 32)
Ανθοφορούν χαμομηλάκια κι όλοι της άνοιξης οι έρωτες οργάζονται μεθυστικά (Η ομορφιά στο παραθύρι της το πρωί σελ 32)
Κυκλάμινα ευωδιαστές πανέμορφες της γης πνοές (Εγκώμιο των κυκλάμινων)
Κάθε πρωί τα πορτοκάλια της / κελαηδούν στ’ αποδημητικά (Η πορτοκαλένια στο στήθος μου σελ 41)
Διχάλα μαστιχόδενδρου, / π’ απ’ την πληγή του στάζει, λαμπυρίζοντας, / κόμπους κόμπους ο έρωτας. (Γυμνή στην αμμουδιά γυναίκα σελ 45)
Ελιές, λεμόνια, πορτοκάλια και / το κορμάκι της γυμνό (Πάνω σε τρία έργα του ζωγράφου Γιώργου Σκουρογιάννη σελ 46
Ακούμπησα στη ρίζα ενός ευκάλυπτου και μελαγχόλησα (Εγκιβωτισμένο θάλπος σελ 52)
[10] Maximus Soph., Dialexeis, Lecture 28.1a.1.
[11] Plutarchus Biogr., Phil., Consolatio ad Apollonium [Sp.] (101f-122a) Stephanus σ.103.F. 10
παράλληλη δημοσίευση με https://thomaspsyrras.blogspot.com