Του
Πέτρου Γκολίτση
Ένας
αρχάγγελος και αρματωλός της λαϊκής
και της μοντέρνας φαντασίας και
συνείδησης. Ο ποιητής Χρήστος Μπράβος
[…]
Δε θα γλιτώσεις Ιφιγένεια· αυτά
που
ήξερες για σύννεφα πονετικά να
λησμονήσεις.
Κορμί φιδιού θα
δέρνεσαι στο χώμα,
δίχως κεφάλι
πετεινός και θα χυμάς.
[…]
(«Προγραφή»,
Μετά τα μυθικά)
Ο
Χρήστος Μπράβος (1948-1987) είναι ένας
μοναδικά γνήσιος ποιητής, ο οποίος στον
χρόνο που του δόθηκε, κυνηγώντας θανάτους
από το παρελθόν, κατόρθωσε όχι μόνο να
χαρτογραφήσει τα όρια του παρόντος και
του κόσμου, που εν μέρει συνάντησε και
εν μέρει επινόησε, αλλά τα μετασχημάτισε
−με την χαρακτηριστικά ελλειπτική
θεματική και γραφή του− σε ένα ποιητικό
συμβάν. Που βρίσκεται και που θα παραμείνει
σε τροχιά ανόδου ωσότου λάβει τη θέση
που του αναλογεί.
Παρά
ή καλύτερα πέρα από τη φιλία του και την
μαθητεία του πλάι στους Μίλτο Σαχτούρη
(1919-2005) και Γιάννη Δάλλα (γ. 1924), από την
πρώτη του εμφάνιση με το Ορεινό
Καταφύγιο (1983), είναι και παραμένει
ένας πολλαπλά ιδιοπρόσωπος ποιητής,
κομίζοντας εξ αρχής μια νέα καταβολή
στα γράμματά μας. Έτσι, έστω κι αν κάποιος
υποθέσει, εισαγωγικά, πως το σαχτουρικό
στοιχείο είναι παρόν στο έργο του, ο
Μπράβος προχώρησε πολύ πέραν αυτού, με
μια χαρακτηριστικά και ολότελα δική
του ποίηση στην οποία και κυριαρχούν
σκηνές ματωμένες και αποσπασματικές,
δοσμένες με έναν δικό του, καίριο τρόπο
∙εικαστικά, σκηνοθετικά και ποιητικά
μιλώντας. Με τους δικούς του χρόνους,
και με τα δικά του περάσματα, επέμεινε
και επέλεξε να μείνει άλλοτε στο βάθος
των πραγμάτων, και άλλοτε στην πίσω
πλευρά του χρόνου στην οποία και κυρίως
στόχευε.
Στην
ποιητική του, λοιπόν, για να προχωρήσουμε,
οικειώνεται το κλίμα μιας ευρύτερης
εποχής με τρόπο νέο, χαρτογραφώντας,
στα πλαίσια μιας νεκρικής γεωγραφίας,
τις σφαγμένες γυναίκες της Ηπείρου −στο
πέρασμά μας προς τη μετα-οθωμανική
περίοδο− και τους νεκρούς των βουνών
του εμφυλίου, Βίτσι και Γράμμο, για να
φτάσει μέσω ενός ανοίγματος προς τους
εξόριστους της Τασκένδης σε έναν
υπερ-ιστορικό, σε μιαν ανάγνωση, χρόνο,
που εφάπτεται σε μια κοσμολογική οπτική.
Η οποία και πρωτίστως μας ενδιαφέρει.
Διαβάζουμε:
[…]
κι ακούστηκε ο κρότος ο μεγάλος
της
γης
που τσακιζότανε τυφλή
πάνω στο
βράχο.
(«Συντέλεια»,
Μετά τα μυθικά)
ή:
[…]
Να τιναχτείς-νύφη που ξύπνησαν
τα
δάκρυα του γαμπρού ανοίγει
το ταβάνι
ανεβαίνουν.
Να μη θυμάσαι τίποτα
μετά–
μόνο του δαίμονα το
χέρι
που ευλογούσε.
(«Απόκρυφο»,
Μετά τα μυθικά)
Ο
Μπράβος δεξιώνεται εμβληματικά μοτίβα
από τη λαϊκή μυθολογία και με αυτά ως
προ-πλάσματα κατορθώνει, ως μέρος μιας
ευρύτερης παράδοσης κι ενός ρεύματος
που συναιρεί το μοντέρνο −στην
εξπρεσιονιστική του εκδοχή− με το
δημοτικό μοντέλο, να ανοιχτεί προς νέες
φόρμες που δεν έχουν ένα άμεσο αντίστοιχό
τους. Η προσοχή μας εδώ πρέπει να πέσει
κυρίως πάνω στη λέξη «μοντέλο» (δημοτικό
μοντέλο), καθότι πρόκειται, εν μέρει
τουλάχιστον, για μια αφορμή τελικά, ώστε
να κινηθεί ο ποιητής, μέσω ενός μοντέλου,
ως άλλος π.χ. Ροντέν, ή Χένρυ Μουρ, στον
κόσμο που ο ίδιος επιθυμεί και μπορεί
να ποιήσει, ως καλλιτέχνης, ο οποίος ενώ
φέρει την επάρκεια και τη φύση ή την
προτεραιότητα ενός poeta
faber (ποιητή τεχνίτη), στην
ουσία είναι ένας poeta vates
(ποιητής προφήτης), εφόσον καθαρά και
επίμονα επενδύει και φαίνεται να είναι
όντως φορέας της οπτικής της πίσω πλευράς
του χρόνου. Διαβάζουμε:
[…]
Ξάφνου ξυπνά το αίμα
βάφει
τον ουρανό
και
το δρόμο
σφαίρες
πέφτουν
στην
πίσω πλαγιά
του
χρόνου. […]
(«Εμφύλιος
λώρος», Ορεινό καταφύγιο)
και:
[…]
Η μάνα είπε άκουγε σφυριά
πνιγμένους
χτύπους είπε οληνύχτα
σαν
νά ’ρχονταν του βάθους. […]
(«Τα
καρφιά», Ορεινό καταφύγιο)
ή:
[…]
Το χέρι που θα βάλει την τελεία
βγαίνει
σφιχτά κρατώντας την ομπρέλα
που
αρπάζεις και πηδάς έξω απ’ τον χρόνο
(«Το
κόκκινο κεφάλι…», Με των αλόγων τα
φαντάσματα)
Αίσθηση
και στόχευση που επιμένει στο ποίημα
«Δίκοπη μέρα». Ποίημα το οποίο επιπρόσθετα
κινείται ανάστροφα στον χρόνο. Ξεκινά
με τη μάνα του ποιητή ως γριά, «πώς
μπαμπακιάσαν τα μαλλιά», και μέσω ενός
ατυχήματος του δικού του παιδιού, «ο
φράχτης στάζει κόκκινο», το παιδί που
πληγώθηκε, περνά στη μάνα, ίσως στη
σύντροφο, στη γυναίκα εν γένει, με τα
μαύρα μαλλιά, και στο γδάρσιμο που μας
επιφυλάσσει ο χρόνος. Ποίημα που γράφεται,
το Πάσχα του 1981. «Κι όπως της γδέρνω το
λαιμό…», μας λέει, έτσι, σε μια αντιστροφή
και σε μια συναίρεση, μας γδέρνει −όπως
εμείς τα κατσίκια− ο χρόνος. Διαβάζουμε:
Πώς
μπαμπακιάσαν τα μαλλιά
της
μάνας μου…
Φέγγουν
στο κόκκινο
της
μέρας με τυφλώνουν.
Τρέχει
ο μικρός μου γιος
τρέχει
γελώντας
τρέμοντας
τρέχω
«ο
φράχτης στάζει κόκκινο»
κι
όπως της γδέρνω
το
λαιμό και με σκεπάζει
χάνομαι
μες στο μαύρο
των
μαλλιών της.
(«Δίκοπη
μέρα», Ορεινό καταφύγιο)
Με
το κόκκινο της μέρας εδώ να μας τυφλώνει,
ενώ αλλού να είναι «βαρύ άλιωτο κόκκινο
(στο ποίημα «Αναστάσιμο»), αλλού
κόκκινο-γκρι ή κόκκινο-μαύρο. Διαβάζουμε
στο ποίημα «Ανατολή»: «Είδα τα σκέλια
του βουνού∙ ανοιχτά και ταράζονταν.
Έβγαινε με κεφάλι ματωμένο η μέρα».
Αυτοί είναι και οι κύριοι χρωματικοί
του συνδυασμοί και τάσεις, που πέρα από
το χιόνι, το χώμα, τη φωτιά και την αστραπή
(«αστράφτουν σαν καπούλια οι πλαγιές»,
«ο Θόλος άστραψε»), συνοψίζουν την οπτική
του αίσθηση, καλώντας και συμπλέοντας
με την αίσθηση, μιας άλλης βέβαια
χρωματικής παλέτας, του Αντρέι Ταρκόφσκι,
ο οποίος και έλεγε πως προτού πούμε
οτιδήποτε, οφείλουμε να απαντήσουμε
στο ερώτημα: «Ποιο είναι το νόημα της
ζωής;».
Έτσι,
ο Μπράβος, όπως και ο μεγάλος Ρώσος
σκηνοθέτης, είναι πρωτίστως ένας
ποιητής-δημιουργός ενός κόσμου, του
δικού του, ο οποίος και αναδύεται μαζί
με τα χώματα από μεγάλα βάθη. Πρόκειται
για έναν κόσμο αμιγώς προσωπικό στην
εκφορά του και πρωτότυπο, απέχοντας από
τον τόνο του κηρύγματος και της ευκολίας
αρκετών μοντερνιστών –των προηγούμενων
κυρίως δύο, της δικής του γενιάς, γενεών−,
αλλά επίσης απέχοντας και από τα συχνά
ανούσια πειραματικά παιχνίδια και τα
τεχνάσματα των συνομηλίκων του και των
νεότερων του. Κατορθώνοντας, αφού πρώτα
εξασφάλισε τα εφόδια και οργάνωσε τους
όρους της ποιητικής του, τις αρχές και
τα αποχρώντα μοτίβα του, τα άλματα και
τις μεταπηδήσεις του −μέσω των ποιητικών
του μορφών και εκτελέσεων− να δείξει
πως μπορεί να αρδεύεται και να
αυτοτροφοδοτείται κομίζοντας κάτι το
όντως πραγματικά νέο στα γράμματά μας.
Έτσι
η ποιητική του σοφία αναπαράγεται και
συνομιλεί, κατά τη θεώρησή μας πάντοτε,
με τους ζωγράφους Μαρκ Σαγκάλ, Φράνσις
Μπέικον, Φραντς Μαρκ, Μαξ Μπέκμαν, Αντόνι
Τάπιες, τέτοια είναι δηλ. τα εικαστικά
του ανάλογα, του ευρύτερου θα λέγαμε
εξπρεσιονιστικού χώρου. Ένα δείγμα,
πέρα απ’ τις νύφες του Σαγκάλ, και τα
άντερα αλά Μπέικον: ένας σταυρός που
συνομιλεί με αυτούς του Αντόνι Τάπιες:
[…]
Στις πόρτες μαύρους είδανε σταυρούς.
(«Παράλυτα
μαλλιά», Με των αλόγων τα φαντάσματα)
Κομίζοντας
μια νέα ένταση και στοχεύοντας διαρκώς
στη θραύση της ποιητικής του ύλης, στην
πλαστική και στην εκφραστική της
διάσταση. Με αποκορύφωμα, κατά τη θεώρησή
μας, τα ποιήματα «Η μηλιά» και το
«Απόκρυφο», και τον στίχο «Το τζάμι του
θανάτου που θα σπάζει». Διαβάζουμε το
ποίημα «Απόκρυφο»:
Μ’
άλογο μαύρο και τυφλό
να
μπω στον ύπνο σου. Ριγμένος
σταυρωτά.
Με τα καρφιά μου.
Εσύ
από χιόνι. Με το κάρβουνο
στα
μάτια. Τα πέταλα ν’ ακούς
και
τα φτερά. Το τζάμι του θανάτου
που
θα σπάζει.
Να
τιναχτείς-νύφη που ξύπνησαν
τα δάκρυα
του γαμπρού ανοίγει
το ταβάνι
ανεβαίνουν.
Να μη θυμάσαι τίποτα
μετά–
μόνο του δαίμονα το
χέρι
που ευλογούσε.
(«Απόκρυφο»,
Μετά τα μυθικά)
Ο
Μπράβος ο οξύτατος λοιπόν αυτός
δημοτικός-εξπρεσιονιστής μας, ξεπερνά
κατά πολύ τους δημοτικούς, επώνυμους
και ανώνυμους, «τραγουδιστές» μας, και
κινείται πέρα από τα δημοτικά μοτίβα
των αλόγων, των νυφών και των νεκρών
ενδεικτικά, προχωρώντας και φέρνοντας
μπροστά μας άλλα πρόσγεια τοπία, κατάσαρκα
δεμένα με εμπειρίες που ανακαλούν μια
«νέα», την επόμενη της δημοτικής θα
λέγαμε, εποχής: αυτή, που ήδη αναφέρθηκε,
του εμφυλίου δηλαδή, και των γνωστών
ακροτήτων του. «Βιώματα» και ακούσματα
μεταπλασμένα και δοσμένα, και αυτό είναι
το σημαντικότερο και πρέπει να
υπογραμμισθεί, σε μια νέα διεθνώς μορφή.
Έτσι
τα ποιήματα του Μπράβου φαίνεται να
είναι άλλοτε «ντυμένα» και άλλοτε
μπολιασμένα εξπρεσιονιστικά, πάνω στο
δημοτικό μας σώμα και υπόστρωμα, και
εκτελούνται, στην εκφώνησή τους, με τον
πυρήνα τους μονίμως πυρακτωμένο, ο
οποίος και πρέπει, κάθε φορά, σε κάθε
ανάγνωση, να πυροδοτηθεί. Αυτή η στόχευση.
Στην εκτέλεση του ποιήματος. Και τότε;
Γύρευέ τον, τον ποιητή. Όπως συμβαίνει
και με τα ποιήματα «Ανεπίδοτο», «Οι
Τουρκάλες» και «Η μηλιά», την οποία
θεωρούμε ως ένα από τα καλύτερα ποιήματα
του νεοελληνικού ποιητικού 20ου
αιώνα, και άρα, ως τέτοιο, πρέπει να
ακουστεί:
Σε
φράκτη τέλειωνε η γυναίκα,
ματωμένη.
Έφερνε αέρας τα σκυλιά,
τα ’παιρνε
πάλι.
Επέρασ’
ένας μ’ άλογο,
κυνηγημένος. Η
ματωμένη
τραύλιζε. Αυτός βαριά
ελυπήθη.
Κι όπως την κάμα ετράβηξε
κι
απόστρεψε τα μάτια
σκίστηκε
η γης
βγάζει μηλιά
τα μήλα φορτωμένη∙
κι
αυτή σε μαύρο σύννεφο
−ωι μηλιά−
για
χαμηλά ποτάμια
ετραβούσε.
Με
τρόπο επομένως άμεσο, ευθύβολο και
δυνατό, ο Μπράβος, ενώ φαίνεται δεμένος,
όπως ο Μιχάλης Γκανάς, τόσο με τον
ηπειρωτικό τόπο όσο και με την ιστορία
(η σύζυγος του Ερμιόνη, η οποία είναι
ανάμεσά μας, κατάγεται από την Ηγουμενίτσα,
ο ίδιος από τα διπλανά Γρεβενά) κινείται
μεταπλάθοντας με τρόπο δικό του −και
με υλικά πυρακτωμένα− τις μνήμες από
τα εγκλήματα που έγιναν ενάντια στις
αρβανίτισσες (εδώ εντάσσεται «Η μηλιά»,
όπως και το ποίημα «Οι Τουρκάλες» όπου
διαβάζουμε για τις «γκαστρωμένες»:
«χτυπούσε η κάμα χαμηλά, απ’ την κοιλιά
/ να μπαίνει ο θάνατος»), πείθοντάς μας
πως όχι μόνο έχει εμπειρίες από την άλλη
πλευρά του χρόνου, αλλά γνωρίζει πώς να
τις δώσει γνησιότερα και αμεσότερα,
δηλ. πιο καίρια, με τη φορά της «μοντέρνας»
τέχνης της εποχής του.
Επομένως,
ο ποιητής πιάνει το δημοτικό στοιχείο
από την ίδια του την πηγή, και με τρόπο
διαφορετικό το αποκαλύπτει στην εκφορά
του ως απωθημένο και ως χωνεμένο βαθιά,
φέρνοντάς το βεβαίως στην συγχρονία
μας. Δείχνοντας πως προφανώς και είχε
εμπιστοσύνη σε αυτό που έπλαθε, ως
τεχνίτης που κατέχει την τέχνη του,
βγάζοντας από την πρόσγεια βάση του το
ποίημα-πλάσμα του, ξεπερνώντας κατά
πολύ τα αρχικά πρωτοπλάσματά του, και
γνωρίζοντας προς τα που και πώς να
κατευθυνθεί. Ολοκληρώνοντας τα περισσότερα
από τα ποιήματά του, όπως καθίσταται
φανερό εξάλλου αν συγκρίνει κανείς
ορισμένα από τα ανολοκλήρωτα ποιήματα
από τα Μετά τα μυθικά που κυκλοφόρησαν
μετά τον θάνατό του (το opus
posthumous του δηλ.), και που
συμπεριλήφθησαν, σωστά, στον υπό
παρουσίαση τόμο.
Συνοψίζοντας,
με την ευθυβολία του παρούσα, ο ποιητής
Μπράβος τονίζοντας και επιμένοντας στο
νεκρικό στοιχείο με μια πρωτόγνωρη σε
σημεία ένταση, εξορύσσει τις ζωισμένες
−κατά το βιωμένες− του εικόνες,
οι οποίες και βγαίνουν από μέσα του σε
θερμοκρασίες που τις συγκρατούν
συγκολλημένες και άρα άρτιες, στην
καλλιτεχνική τους εκφορά. Εικόνες ικανές
να μεταδώσουν το βάρος και το βάθος του
αργού και στοχευμένου τους βιώματος.
Ακολουθώντας
τον ίδιο τον ποιητή, στην κριτική του
αυτή τη φορά εκφορά, θα λέγαμε πως είναι
τελικά ένα «ταπεινός οραματιστής,
διασταύρωση αρχάγγελου και αρματολού
στη λαϊκή φαντασία και συνείδηση, που
συντρίφτηκαν για να εκπέσουν στο
μαυσωλείο μιας ποίησης σύγχρονου μύθου»,
από όπου και αναδύεται ο ίδιος στην
λογοτεχνική και καλλιτεχνική μας
επιφάνεια για να παραμείνει. Και θα
παραμείνει.
Κλείνοντας,
να επαναλάβουμε πως μονίμως τείνει προς
έναν ενιαίο υποχθόνιο στόχο, τον οποίο
προσπαθεί να πετύχει και να συνθλίψει.
Ένας στόχος που σύμφωνα με τη φορά του
ποιητή, προτάσσοντας τα εισαγωγικά
στοιχεία της μορφολογίας του θεάτρου
και ορισμένα επαναλαμβανόμενα δημοτικά
μοτίβα, μας περνά μέσω της εξπρεσιονιστικής
του ορμής, στην οποία μετέχουμε, στον
αρχέγονο πυρήνα των πραγμάτων, που είναι
η ίδια τραγική και αδιέξοδη ουσία τους,
από όπου και ανεβαίνουμε κατακόρυφα,
μαζί του, ως βολίδες του εαυτού μας,
αφήνοντας πίσω τα ποιήματα ως νομίσματα
που μας περνούν στην άλλη πλευρά του
χρόνου. Στην οποία πλευρά θα συναντήσουμε
τον ποιητή. Ο οποίος ποιητής μας περιμένει.
Θεσσαλονίκη,
15 Φεβρουαρίου 2019
(Ομιλία
στο Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο)