ΕΚΕΙΝΟΣ Ο ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ
ΕΞΩΓΗΙΝΟΣ

Τώρα μαθαίνω να
αλλάζω τα ρούχα από τα χειμωνιάτικα καλοκαιρινά και αντίστροφα και να χαράσσω
νέες αυλακιές μορφασμών στο πρόσωπο. Όλα όσα ήταν να συμβούν συνέβησαν στο
διάστημα που είχα πάρει άδεια κι έτσι δεν ξέρω τίποτα μη με ρωτάς. Απλά όταν
επέστρεψα είχαν αλλάξει οι θέσεις εσύ καθόσουν στο παράθυρο κι εγώ δίπλα από
την πόρτα. Δεν πιστεύω πια σε θαύματα. Ούτε στους ανθρώπους. Και η μνήμη πια
ξεθώριασε απλωμένη στον ήλιο. Οι ήρωες μας γερνάνε ξεχνάνε πεθαίνουν. Μόνο εκείνος
ο πρίγκιπας έμεινε τέλειος στην νεότητα του ίσως γιατί ήταν πάντα ένας
μοναχικός εξωγήινος που θα κατοικεί πάντα στις ψυχώσεις και τον πιο βαθύ μας
φόβο. Μη γίνουμε βάτραχοι που δεν μιλούν λέξεις πια μόνο κοάζουν πάνω σε ένα
βότσαλο στις όχθες της γλώσσας.


ΚΑΙ  ΠΡΟΣΤΥΧΙΑ ΒΡΩΜΙΚΗ

Έχω αντικρύσει

κατάματα τις μεταμορφώσεις του
διαβόλου μέσα μου και τα μάτια μου κάηκαν οξύ δολοφονικό μίσος και σφαγή και
θάνατος και προδοσία και προστυχιά βρώμικη σε κουνήματα γυναικείων γοφών και
εκπυρσοκροτήσεις ανδρικών βλεμμάτων και σήψη στα χαρακώματα εσωτερικών εμφυλίων
πολέμων και…

ησυχία

σήμερα γεννήθηκε

από τη μήτρα των χεριών μου το
πρόσωπο του θεού…στα χέρια μου που κράτησαν το νεογέννητο με αγάπη φόβο τρόμο
και στράφηκαν τα χέρια στη γη εκλιπαρώντας για χώμα και στράφηκαν τα χέρια στον ουρανό εκλιπαρώντας για βροχή.
Καμιά απόκριση. Άπλωσαν με ολόκληρη τη δύναμη της έκτασης τους τα χέρια προς
τον άνθρωπο και εκείνος τα έκοψε σύρριζα με μια αμετάκλητη τσεκουριά και η φωνή
της προσευχής υψώθηκε πέρα από τα σύνορα του σύμπαντος κόσμου στις ακριές της
ΦΩΝΗΣ και των ΦΥΣΙΚΩΝ ΝΟΜΩΝ με την επιτάχυνση σώματος με απίστευτο και
αβάσταχτο βάρος που πέφτει στη γη και ανοίγει μια τεράστια τάφρο να πετάξει η
εποχή όλα τα σώματα ζωντανών-νεκρών και θλίψεων και εξάρσεων για να ξαναβρεί η
ζωή την ηρεμία και τη σιγουριά του διστακτικού βήματος του πρώτου ανθρώπου πάνω
στη γη. 




ΧΩΡΙΣ
ΕΛΕΟΣ 
Η ΜΝΗΜΗ



ΥΣΤΑΤΗ
ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Πέρασαν
αιώνες πριν καταφέρω να αρθρώσω την ύστατη εικόνα του κόσμου. Οι αράχνες
έπλεκαν ιστούς να παγιδεύσουν πράξεις ενέργειες στερήσεις ανάγκες και όλα τα
ζωύφια που σιωπηλά αλώνιζαν μέσα στη στοματική κοιλότητα στο φάρυγγα τους
αεραγωγούς. Για να μιλήσω έπρεπε να εμφανιστεί εκείνη η πανάρχαια γυναίκα να
βάλει φωτιά στο στόμα και έπειτα να φυσήξει εκείνος ο λυσσασμένος αέρας και να
σκορπίσει τις στάχτες αλλού. Μακριά. Τότε τα σύμφωνα και τα φωνήεντα θα
μπορούσαν να αρχίσουν να πουν αυτό που έπρεπε να μείνει κοιμισμένο μέσα στις
χιλιετίες και έμελλε να ξυπνήσει όταν ακούστηκαν οι σειρήνες του πολέμου. Ενός
πολέμου ακήρυχτου και κηρυγμένου. Η εικόνα στήθηκε με τους ανθρώπους να
τρελαίνονται σιγά σιγά και να μιλούν ακατάπαυστα σε μια γλώσσα προσωπική του καθένα
αρθρωμένη με κραυγές λυγμούς παρατεταμένες σιωπές με ένταση και βία ανάλογη με
τη φύση του πόνου που είχε κεραυνοβολήσει κάθε πρόσωπο ανάλογη με τη φύση της
μνήμης που είχε επιστρέψει για να εκδικηθεί τη χρόνια συγκάλυψη και έτσι
πραγματοποιήθηκε μια αποκάλυψη προσωπική για τον καθένα ξεχωριστά και όλοι
άρχισαν να γυρίζουν πίσω σε πρόσωπα σε πράγματα σε δρόμους σπίτια και γειτονιές
ψάχνοντας εκείνον τον άλλο εαυτό για να σώσουν κάτι δικό τους ένα κομμάτι
εαυτού που ήταν πραγματικά εκείνοι κι ο ουρανός άνοιξε διάπλατα τις πύλες του
και εμφανίστηκαν όλοι οι έκπτωτοι άγγελοι και έπεσαν στη γη και ακούστηκε ένας
εκκωφαντικός θόρυβος και η γη άνοιξε διάπλατα την κοιλιά της και ακούστηκε ένας
τρομερός πάταγος και εμφανίστηκαν όλοι οι νεκροί και περπάτησαν ξανά στη γη και
όλοι οι ζώντες άνθρωποι με το ζουρλομανδύα των εποχών -έσχατο ρούχο- έκπτωτοι
άγγελοι και αναστημένοι νεκροί έγιναν ένα και άρχισαν να συσχετίζονται άλλοτε
βρίζοντας ο ένας τον άλλον άλλοτε ερωτευόμενοι ο ένας τον άλλον παράφορα άλλοτε
ξεκοιλιάζοντας ο καθένας τον διπλανό του άλλοτε κλαίγοντας ο ένας στην αγκαλιά
του άλλου άλλοτε προσευχόμενοι και οι δύο σε στάση ικεσίας σημαδεύοντας τον
ουρανό και την καρδιά ο ένας του άλλου και έπειτα οι ωκεανοί πάγωσαν και τα
δέντρα άρχισαν να βγάζουν παράξενους καρπούς δηλητηριώδεις και πικρούς και τα
λουλούδια πήραν αλλόκοτες μορφές ακανόνιστες και ημιτελείς ή ατελείωτες και
άλλα σπίτια σμικρύνθηκαν σε ένα και μόνο χώρο άλλα μεγάλωσαν πολύ έγιναν
απέραντα με χιλιάδες πόρτες και δωμάτια και ατελείωτους ορόφους και σκάλες και
περπατούσαν χωρίς τέλος ψάχνοντας τον ακριβή χώρο στον οποίον κατευθύνονταν
αρχικά και χάνονταν οι άνθρωποι για μήνες για χρόνια για χιλιετίες και κανείς
δεν τους έψαχνε και όλοι σιγά σιγά άρχισαν να κρύβονται σε κρυψώνες κι αυτό
ήταν πότε ένα τραπέζι πότε μια ντουλάπα πότε μια αποθήκη σαν να περίμεναν κάτι
– ένα σεισμό ή την συντέλεια του κόσμου- με προσμονή και καρτερία συνάμα και
αυτό το οριακό εσχατολογικό γεγονός όπου ανέμεναν δεν ερχόταν ποτέ και σάπιζαν
μέσα στις μήτρες που εφεύρισκαν και έμεναν μόνο κόκαλα και αυτή η δυσωδία του
θανάτου που κανένα μύρο δεν ευωδίασε, κατανοώντας το μέγεθος της συμφοράς και
της βαθύτερης ανάγκης να εξευγενιστεί αυτή η βία του τέλους απλώθηκε παντού,

και
κάπως έτσι τελείωσε ο κόσμος καθολικά όχι με μια έσχατη κρίση αλλά μια
πανανθρώπινη καθολική λύση για όλους. Κι αυτός ο κόσμος πεθαίνει από τη στιγμή
που γεννήθηκε κάθε μέρα με έναν τελεσίδικο τρόπο χωρίς περιστροφές. Και θα
συνεχίσει αυτή η ύστατη εικόνα να επαναλαμβάνεται κάθε στιγμή στον πιο τυχαίο θάνατο
κάθε ανθρώπου πάνω στη γη

Για
πάντα