Η
αλήθεια ανήκει στις πολύτιμες αξίες
γι` αυτό είναι ανεκτίμητη.

Κάθε
χρόνο τα ίδια και τα ίδια όπου και να
βρισκόμαστε ξεφυτρώνει, μονολογούσε
η Στέλλα.

-Τι
παραμιλάς της είπε η Φλώρα.

-Για
την άνοιξη λέω, μεγάλη μάγισσα όπου και
να βρισκόμαστε απλώνεται. Να, δες κάτω
απ` τη μούχλα στη ρωγμή του τσιμέντου,
ένα χαμομήλι.

Η
Φλώρα έγνεψε χωρίς να της μιλήσει και
συνέχιζε να φορτώνει τον κίτρινο
σκαραβαίο με τα υπάρχοντα τους. Έκλειναν
για άλλη μια φορά την πόρτα στο παρελθόν,
έτοιμες για μια καινούργια αρχή. Το
αυτοκίνητο ήταν τίγκα στα πράγματα,
μαξιλάρια και κουβέρτες ξεχείλιζαν απ’
τα μισάνοιχτα τζάμια. Ο σκύλος κοιμόταν
φαρδιά πλατιά πάνω τους και δίπλα το
μωρό της Στέλλας στριμωγμένο, είχε
μπλέξει τα δαχτυλάκια του στο περιλαίμιο
του και κοιμόταν κι αυτό. Η γειτονιά
όρθια στο πόδι παρακολουθούσε την
αποχώρηση τους. Η Φλώρα προσπαθούσε να
ξεπαρκάρει αλλά απ` τη μία το παρτέρι
με τα γεράνια που όριζε την αρχή του
πεζόδρομου κι απ` την άλλη η Στέλλα που
είχε βγει σχεδόν ολόκληρη έξω απ` το
παράθυρο για να χαιρετήσει τους γείτονες
έκαναν την προσπάθεια της αδύνατη.

Ήταν
δίδυμες αλλά καθόλου ίδιες, η Φρόσω ήταν
ισχνή και λιγομίλητη με ένα σκούρο
πράσινο βλέμμα σαν τη σκιά βαθύσκιωτου
πεύκου, η Στέλλα αντίθετα θορυβώδης μ`
ένα σώμα χυμώδες ντυμένο με λευκό δέρμα
και κολασμένα κόκκινα μαλλιά. Τελικά
ξεπαρκάρανε κι αφήσανε πίσω τους τα
τελευταία δύο χρόνια που είχαν ζήσει
εκεί.

Η
Στέλλα έψαχνε σταθμό στο ράδιο, τραγουδούσε
μισό τραγούδι κι ύστερα τ` άλλαζε και
χρατσα-χρούτσα τα ραδιοκύματα ξύπνησαν
το μωρό που άρχισε να κλαίει. Το παιδί
το μεγάλωνε η αδελφή της, είχε μια μητρική
ζεστασιά κι εκείνο το οσφραινόταν και
κούρνιαζε μες την αγκαλιά της.

Η
Φλώρα έκλεισε απότομα το ράδιο και το
κοίταξε ανήσυχα απ` τον καθρέφτη. Ήταν
απόχτημα της πιο μακροχρόνιας σχέσης
της Στέλλας με κάποιον μουσικό. Συνήθως
δεν κρατούσε άντρα πάνω από μια βδομάδα
αλλά μ` εκείνον ήταν τρεις μήνες μαζί.
Όταν κατάλαβε ότι είναι έγκυος τον άφησε
χωρίς να του πει τίποτα για την εγκυμοσύνη
της. Σταμάτησε δεξιά το αυτοκίνητο,
βγήκε και πήρε τον μικρό Άγγελο στην
αγκαλιά της, εκείνος φώλιασε μέσα της
και ήρεμος κοιμήθηκε ξανά. Η Στέλλα
βγήκε κι αυτή απ` το αυτοκίνητο και
πάσχιζε να στολίσει το καπέλο της με τα
γεράνια που είχε μαδήσει απ` το παρτέρι.

Η
Φλώρα έβαλε το παιδί πάλι στο κάθισμα,
την πλησίασε και της έδωσε τσιγάρο,
ανάψανε και κάτσανε στο πεζούλι του
δρόμου.


Έπρεπε να του το πεις της είπε, αν ήξερε,
τώρα θα ήσουν μαζί του κάτω από καθαρά
σεντόνια.

-Τίποτα
δεν είναι καθαρό στη ζωή μας και το
ξέρεις, μολυνθήκαμε απ` τα γεννοφάσκια
μας.

-Δεν
κουράστηκες να πιπιλάς τα ίδια και τα
ίδια. Μεγαλώσαμε πια, μπορούμε να τ`
αλλάξουμε αυτό.

-Σίγουρα
μπορούμε να τ` αλλάξουμε, να το ξεχάσουμε
δεν μπορούμε, ούτε αυτό, ούτε και τα
επακόλουθα του. Αυτά τα επακόλουθα με
φρενάρουν μου κόβουν τη ζωή μαχαίρι.

-Δεν
ωρίμασες ποτέ, μένουν ακόμα μέσα σου τα
δηλητήρια με την ίδια ένταση όπως τότε,
δεν βοηθάς ,έχεις κι ένα παιδί τώρα.

-Ενώ
αν ωρίμαζα…

-Αυτά
θα καταστάλαζαν κι όλα θα ήταν πιο
εύκολα.

-Δεν
θέλω, με βοηθούν να μην υποχωρώ.

-Σε
τι;

-Στο
να αισθάνομαι.

-Δεν
καταλαβαίνω, η αγάπη δυναμώνει.


αγάπη μόνο αυτή ,τίποτα άλλο…

-Αφού
συμφωνούμε γιατί δεν του το είπες;

-Γιατί
η αγάπη μου δεν αναγνωρίζει κανένα
άλλον.

-Με
ρίχνεις στα σκοτάδια, τι εννοείς;

-Μόνο
εσένα και τον Άγγελο μέχρι εκεί τα
υπόλοιπα όλα είναι σκοτάδι.

Ακούστηκαν
γαβγίσματα, ο σκύλος πήδηξε απ` το
παράθυρο και βγήκε, από μπροστά του
περνούσε ένας σκαντζόχοιρος. Η Φλώρα
τού φώναξε να σταματήσει την επίθεση
κι εκείνος έπεσε στα τέσσερα και λούφαξε.
Άρχιζε να σκουραίνει ο ουρανός, βράδιαζε.
Μπήκαν στ` αυτοκίνητο και ξεκίνησαν,
διάλεγαν πάντα νύχτα να ταξιδεύουν.

Διάνυαν
τα είκοσι οκτώ τους χρόνια, κι ήταν
δεμένες ακόμα με τον ομφάλιο λώρο της
μάνας τους, μόνο που εκείνος είχε
κακοφορμίσει απ` την σαπίλα. Δεν τη
γνώρισαν ποτέ παρά μόνο μέσα από
φωτογραφίες και κακοπροαίρετες αφηγήσεις.
Μέχρι τα δεκαοκτώ, πάνω-κάτω μεγάλωσαν
σε ίδρυμα. Η μάνα τους όταν εγκυμονούσε
ήταν φυλακισμένη κι όταν γέννησε, δεν
πήρε καν τα νεογέννητα κορίτσια στην
αγκαλιά της γιατί είχε αποφασίσει να
τ` αφήσει στο μαιευτήριο. Ύστερα από δυο
χρόνια ακριβώς την ίδια μέρα που τις
γέννησε στις δέκα του Φλεβάρη πέθανε
από κάτι, κανείς δεν ήξερε ακριβώς. Η
ληξιαρχική πράξη έγραφε αιτία θανάτου,
χρόνιος αλκοολισμός. Αυτές τις λεπτομέρειες
τις έμαθαν απ` τη νονά τους που ήταν και
η μαία που τις ξεγέννησε. Τα κορίτσια
τη μίσησαν γι` αυτές τις αφηγήσεις που
αφορούσαν εκείνη και που μόλυναν ακόμα
περισσότερο τις παιδικές ψυχές τους.
Κατάλαβαν από πολύ μικρές ότι είναι
πολύ σπάνιο ή μάλλον αδύνατον να συμβεί
μια καλή πράξη χωρίς να υπάρχει κάποιο
αντίτιμο. Η νονά τους τις βάφτισε από
συμπόνια, εξ αιτίας της είχαν πάρα πάνω
φροντίδα στο ίδρυμα αφού όλοι την
γνώριζαν και την σέβονταν. Άσκοπα όμως,
γιατί αυτό δεν απάλυνε τον πόνο που τους
προξενούσε κάθε φορά που ερχόταν να τις
δει.

Όλο
και κάποια κακή ιστορία σκαρφιζόταν
για τη μάνα τους. Ξεκίναγε λοιπόν την
αφήγηση και πρόταση-πρόταση γέμιζε το
ποτήρι δηλητήριο. Η ωραιότερη στιγμή
της ήταν στη κορύφωση όταν οι μικρές
βούρκωναν κρατώντας απελπισμένα το
φουσκωμένο δάκρυ τους κι εκείνη τις
χάιδευε στοργικά στα μαλλιά. Μέσα απ`
αυτό το παιχνίδι πίστευε ότι καθαγιαζόταν,
αυτή την ανάγκη είχε. Τα κορίτσια
αποφασίσανε να σταματήσουν να την ακούνε
και να της μιλάνε ,είχαν συνεννοηθεί
ότι όταν εκείνη θ` άρχιζε τις ιστορίες,
εκείνες από μέσα τους θα λέγανε ένα
τραγούδι. Έτσι η νονά τους αφού δεν είχε
πια ακροατήριο αραίωσε τις επισκέψεις
της, μέχρι που σταμάτησε εντελώς να
πηγαίνει. Ήταν όμως αργά, είχε προλάβει
να σπείρει το μίσος τόσο βαθιά μέσα
τους που ακόμα και τώρα στη χάση της
πρώτης νιότης τους, φύτρωναν τσουχτερά
τ` αγριάγκαθα.

Όταν
βγήκαν απ` το ίδρυμα ξεκίνησαν να
σκαλίζουν απεγνωσμένα το παρελθόν.
Έψαχναν ένα νήμα να κρατηθούν, ένα φως
μπρος τους να βλέπουν , να μπορούν να
περπατούν. Δεν βρήκαν όμως τίποτα ούτε
καν τα οστά της, είχαν χωνευτεί κι αυτά
μαζί με την ύπαρξη της.

Ακροβατούσαν
σε τεντωμένο σκοινί που αιωρούταν πάνω
απ` τη βαθιά χαράδρα της ζωής τους. Η
απλοχωριά του έξω κόσμου τις τρόμαζε,
είχαν πολύ κοντά φτερά για τόσο απέραντο
κι όσο κι αν προσπαθούσαν να πετάξουν
πάντα περιστρέφονταν γύρω απ` το σημείο
μηδέν. Αυτό ήταν που τις γονάτιζε, να
γυρίζουν ξανά και ξανά πίσω και να
γυρεύουν τα αίτια για μια πράξη που
έμενε ανεκτέλεστη.

Το
ίδρυμα είχε κάνει τη δουλειά του σωστά.
Είχε εξασφαλίσει στα ορφανά διαμονή
κι ανατροφή «υποχρεωτικά» ανεκτές, με
υπακοή πειθαρχία και επιτρεπτά όρια.
Όλα σε μια ευθεία γραμμή χωρίς δυνατότητα
παρέκκλισης, μα αυτό στα μάτια δυο μικρών
παιδιών φάνταζε πολύ σκληρό.

Το
μόνο που τις παρηγορούσε ήταν ότι είχε
η μια την άλλη, αλλά κι αυτό όμως πολλές
φορές ήταν δυσβάσταχτο γιατί όταν
τιμωρούσαν τη μια πονούσε διπλά κι η
άλλη.

Ήταν
δυο σώματα που μοιράζονταν την ίδια
ψυχή κι έτσι συνέχισαν μέχρι το τέλος.
ενωμένες αδιάρρηκτα.

Δρασκέλιζαν
τη ζωή πόντο –πόντο με τρεμάμενα βήματα,
τίποτα δεν ήταν εύκολο. Δεν υπήρχε κανείς
να τους δώσει οδηγίες. Στο ίδρυμα είχαν
πάντα από πάνω τους κάποιον να τους
κουνάει το δάχτυλο και να λέει «έτσι θα
το κάνεις, σ` αρέσει δεν σ` αρέσει» ή
«αυτός είναι ο τρόπος καλός- κακός αυτός
είναι » κι άλλα τέτοια .Οι επιθυμίες, τα
όνειρα αλλά και η πραγματικότητα τις
δίχαζαν. Όσο ήταν έγκλειστες αποζητούσαν
την ελευθερία τους . Μισούσαν τους
υπαλλήλους που τραβούσαν τις κουρτίνες
πριν καλά-καλά δύσει ο ήλιος και τις
υποχρέωναν ν` αποσυρθούν στα δωμάτια
τους. Μισούσαν τα καλογυαλισμένα
παπούτσια των υποψήφιων γονιών όταν
εκείνοι τα χτυπούσαν αμήχανα στο πάτωμα
της αίθουσας επισκέψεων. Χωρίς να
φοβούνται όπως τ` άλλα παιδιά που λούφαζαν
με σκυμμένο το κεφάλι, τούς κοιτούσαν
με θράσος, όταν εκείνοι ερευνούσαν με
το άδειο βλέμμα τους τον βυθό των ματιών
τους μήπως κι ` ανακαλύψουν τα καλά και
κακά γονίδια τους. Μισούσαν τις Κυριακές
που έρχονταν οι συγγενείς των άλλων
παιδιών για να τα δουν ενώ εκείνες
απόμεναν μόνες τους στην γωνία της
αίθουσας χωρίς να περιμένουν κανένα
δικό τους.

Τώρα
έξω στον κόσμο, τα πράγματα ήταν αυθαίρετα
,οι συνθήκες προς την ελευθερία
ξεχειλωμένες για τα δικά τους μέτρα,
τις τρόμαζαν. Αυτός ο τρόμος ήταν κι η
αιτία για την περιπλανώμενη ζωή τους.

Τα
χιλιόμετρα έφευγαν ,η Φλώρα είχε
κουραστεί, να σταματήσουμε είπε στη
Στέλλα.

-Στα
πεντακόσια μέτρα έχει πάρκινγκ να
ξεκουραστούμε για μια δυο ώρες και μετά
συνεχίζουμε.

-Εντάξει
για δυο ώρες, να φτάσουμε νωρίς να
φρεσκαριστώ, στις δώδεκα είναι το
ραντεβού. Η Στέλλα ήταν τραγουδίστρια
δούλευε σε μικρά μπαρ, αλλά όταν άρχισε
να φαίνεται η εγκυμοσύνη της σταμάτησε
να πηγαίνει και δεν ξαναγύρισε ποτέ.

-Θα
είμαστε στην ώρα μας μη φοβάσαι είπε η
Φλώρα ,θα κοιμηθώ λιγάκι κι ύστερα θα
σε βάψω. Άνοιξε όμως πρώτα αυτό, της
είπε, και της έδωσε μια χάρτινη τσάντα
που είχε στα πόδια της.

-Τι
είναι;

-Άνοιξε

Η
Στέλλα άνοιξε την τσάντα κι έμεινε με
το στόμα ανοιχτό.

-Σ`
αρέσει τη ρώτησε η Φλώρα και κοιτούσε
λοξά τα δάκρυα που τρέχανε στα μάτια
της αδελφής της.

-Μόνο
εσύ θα το έκανες αυτό.

-Πάρε
κι αυτό της είπε η Φλώρα.

-Κι
άλλο; Τι είναι πάλι, το ένα ήταν αρκετό.

-Όχι
δεν ήταν.

Η
Στέλλα άνοιξε και την άλλη τσάντα, εν
τω μεταξύ, είχαν φτάσει στο πάρκινγκ.

Πετάχτηκε
έξω κι άρχισε να γδύνεται, φόρεσε πρώτα
το καπέλο κι ύστερα το μαύρο φόρεμα με
τις ασημένιες παγιέτες και το βαθύ
σχίσιμο στο πλάι. Τότε η Φρόσω της πέταξε
δυο μαύρα μακριά γάντια και της είπε,
εσύ είσαι η Μαρλέν Ντίτριχ της Ελλάδας.

Η
Στέλλα τα φόρεσε κι άρχισε να τραγουδάει

«
I`m just a gigolo

»

Το
σώμα της είχε υποταχτεί στους στίχους,
δεν έκανε καμία κίνηση, μόνο τα μάτια
της εκπέμπανε την προσμονή μιας τελευταίας
ελπίδας, λες και βρισκόταν μπρος στο
εκτελεστικό απόσπασμα.

Ύστερα τράβηξε τα γάντια , έβγαλε το
καπέλο και άφησε τους λυγμούς να
πεταχτούν απ` τα στήθια της.
Ένας βόμβος τα λόγια του τραγουδιού,

«είμαι
λυπημένος και μοναχικός

μόνος,

χωρίς
μια γλυκιά μαμά

να
με κρατά

να
είμαι ο εαυτός μου

μόνο

γιατί,
τι είμαι εγώ,

ένας
ζιγκολό»

Είχε
ξημερώσει η Φλώρα την έστρεψε κατά `κει
που ξεμύταγε ο ήλιος και ψιθύρισε

-Σου
`χω πει πως δεν γυρεύουμε κάτι που
οριστικά έχει χαθεί. Έτσι χάνουμε κι
ότι έχουμε, εσύ έχεις τον Άγγελο και
μένα.


Και μια τρύπα στην καρδιά.

-Έλα
να σε καθαρίσω είσαι γεμάτη μουτζούρες
απ` τη μάσκαρα.

-Μου
ταιριάζουν, έτσι πρέπει να `μαι
μουτζουρωμένη .

-Ευτυχώς
που κοιμάται το παιδί.

-Για
πόσο; Κάποτε θα ξυπνήσει, θα καταλάβει,
θα με μισήσει.

-Εσένα
γιατί;

-Μη
μου χαϊδεύεις τ` αυτιά ,ξέρεις καλύτερα
από μένα.

-Αυτό
μπορείς να τ` αλλάξεις είναι νωρίς ακόμη,
ο πατέρας του σ` αγάπησε και το ξέρεις,
δεν θα αρνηθεί το παιδί του.

-Δεν
τον αγάπησα όμως εγώ κανέναν δεν αντέχω
ν` αγαπήσω λες κι είναι η καρδιά μου
κλεισμένη πίσω από συρματόπλεγμα.

-Γιατί
βάζεις τον γιο σου ανάμεσα σας, μπορεί
να έχει έναν πατέρα, πρέπει να έχει ένα
πατέρα. Αυτοπυροβολείσαι…

-Πάντα.

-Δεν
έχεις δικαίωμα να το κρύβεις, όταν
μεγαλώσει…

-Τίποτα
δεν του κρύβω όταν έρθει η ώρα θα μάθει.

-Πάμε,
τελικά δεν κοιμηθήκαμε.

-Πάμε,
θα οδηγήσω εγώ.

Ο
ήλιος είχε ανέβει και τις τύφλωνε ,
μπήκαν στ` αμάξι. Η Στέλλα όπως
πάντα χτύπησε την πόρτα δυνατά, το μωρό
ξύπνησε κι έκλαιγε. Η Φλώρα έσπρωξε τον
σκύλο μπροστά και κάθισε πίσω. Τύλιξε
με τα χέρια της βαθιά στην αγκαλιά της
τον Άγγελο και τον νανούριζε.

Η
Στέλλα πάτησε βαθιά το γκάζι βρίζοντας,
το αυτοκίνητο εκσφενδονίστηκε στην
εθνική οδό. Η νταλίκα στρίγγλισε και
δίπλωσε, ο σκαραβαίος συρρικνώθηκε σε
μια ηλιόφωτη μάζα.

Έξι
του Μάη 1992

Οι
πυροσβέστες πολεμούσαν δυο ώρες να τις
απεγκλωβίσουν. Όταν έφτασαν στη Φλώρα
ήταν αδύνατον να τη διαχωρίσουν απ` τον
Άγγελο που ανέπνεε ισχνά.

Ο
αστυνομικός παρέδωσε τον φάκελο που
βρέθηκε στην τσάντα της Στέλλας σ` έναν
άντρα ονόματι Άγγελο Ρώτα στην οδό
Δευκαλίωνος 2 στα Πατήσια. Είναι το μόνο
στοιχείο που παραπέμπει σε κάποιον
γνωστό ή συγγενή του είπε ο διοικητής
του αλλιώς θα προχωρήσουμε σε ανάθεση
του παιδιού σε ίδρυμα.

Ο
παραλήπτης διάβαζε με τρέμουλο.

Έχεις
ένα γιο, τον λένε Άγγελο.

Κάνε
αυτό που πρέπει.

Δεν
ξέρω αν έχει σημασία πια, αλλά

σ`
αγάπησα.

Στέλλα