Συλληπητήρια
κάρτα

Άφησες
τη πόρτα σου ξεκλείδωτη

τον
όγκο και τα χρώματα

τη
χασούρα σου ψάχνοντας για τύχη.

Με
την ίδια οικειότητα συμπεριφέρσου μου
πάλι

όλο
φασαρία και γέλια

αντίο-αντίο

ξέχωρα
απ’ το χρόνο και την απόσταση.

Πες
τους να έρθουν να βοηθήσουν

να
ανοίξουν δρόμο με τους υποκόπανους

μα
δεν πρέπει κανείς τους να μπει

εκεί
όπου έβγαλα το πουκάμισό μου.

Εξήντα
δύο συρτάρια κλειστά

είκοσι
χρόνια σιωπής

κι
αφού γδυθώ θα ντυθώ ξανά

συμπιέζοντας
το μυαλό μου.

Φοβάμαι
την ανυπομονησία του αίματος

φοβάμαι
μη βραχείς

φοβάμαι
να πω αυτά που σκέφτομαι.

Θα
βγάλω τα μάτια μου με το στυλό που γράφω.

Εύπλαστο

Κι
απ’ το πρωί φεύγουμε ήσυχοι

Πως
έχουμε ξεχάσει

Στενόμακρα

Σε
μια αναμονή

Πως
έχουμε ξεχάσει

Λέξεις
κι ανθρώπους

Μόνοι
ή δυο-δυο

Καθένας
κάνει ότι μπορεί

δεν
είναι αρκετό.

Παίρνει
μιαν ανάσα

ένα
μολύβι

ένα
κουρέλι που ρουφά τον ήλιο

που
αλλάζει και δεν είναι ήλιος

μόνο
φορτίο που πλέει

με
το δικό μου στόμα

ενώ
εσύ κοιμάσαι

πάντα
με κοιτούν δυο μάτια

κι
όμως

δεν
είναι αρκετό.

Καθημερινά
δίωρη άσκηση

Μια
γυναίκα μιλάει με δεδομένα

κλαίει
για κάποιον άλλο

το
στόμα φιλάει

αυτά
δεν αποδίδουν

σμίγει
τα μάτια και σε κοιτάζει να ξεμακραίνεις

συνεχίζει
τη σκληρότητά της

γράφοντας
ποιήματα.

Έξω
στη πόλη το κρύο απελευθερώνει

οι
περαστικοί σκέφτονται

μια
νέα ζωή

η
ώρα περνάει.

1η δημοσίευση , θράκα τεύχος 8