O Μότσαρτ μ’ ένα μαύρο σκύλο τριγυρίζει τα καμμένα

σπίτια· ψάχνει κει μέσα στην καφτή τέφρα και την καρβουνίλα.

Σε μερικές γωνιές δεν έχουν ακόμη σβήσει οι φωτιές…

―παράξενο -λέει- πουθενά δεν ακούγεται η μουσική μου…

Αυτοί οι στίχοι του Σαχτούρη, του μεγάλου «εφιαλτοχτυπημένου» όπως μου αρέσει να τον αποκαλώ, αποτελούσαν ανέκαθεν ένα σήμα κατατεθέν του τρόπου με τον οποίο ορίζεται η σχέση της Τέχνης με την Πραγματικότητα. Σε μια πρώτη και προφανή ανάγνωση η ματαιότητα της Ομορφιάς απέναντι στην κτηνωδία και την φρίκη, η αδυναμία της τέχνης να ακουστεί εκεί που ο θάνατος, το μίσος και ο όλεθρος φύονται, προκαλούνε μιαν απαισιοδοξία και ένα ασφυκτικό κλοιό στον αναγνώστη. Όμως οι ευφυέστατοι αυτοί στίχοι έχουν περισσότερο και βαθύτερο σημασιολογικό φορτίο για μένα.

Στην λέξη «παράξενο» και στην ειλικρινή απορία του Μότσαρτ για το ότι δεν ακούγεται η μουσική του, κρύβεται ένα ευστοχότατο σαχτουρικό σχόλιο για την Τέχνη που θεωρεί εαυτόν ως κέντρο της ζωής. Το περίφημο » η τέχνη για τη τέχνη» με όσες ατραπούς ελιτισμού και αποκοινωνικοποίησης άνοιξε, γίνεται εδώ με μαεστρία αντικείμενο μιας λεπτής ειρωνείας. Ας σκάψουμε όμως πιο βαθιά στους στίχους.

Ο Σαχτούρης μέσα σε ένα σκηνικό αποκάλυψης, μετά απο μια ολοκληρωτική καταστροφή, επιλέγει να παρουσιάζει ως περιδιαβαίνοντα ανάμεσα στα ερείπια, τον Μότσαρτ -μια σπάνια περίπτωση μεγαλοφυΐας-. Σάμπως και αν επιζήσει κάτι απο αυτόν τον τερατώδη κόσμο της βίας και της επιβολής θα είναι μια κιβωτός ομορφιάς, μια ανθρώπινη ύπαρξη που μετουσίωνε σε μουσική το έσω σύμπαν. Αυτή η επιλογή του ποιητή δεν μπορεί παρά να ερμηνευθεί ως μια κατάθεση της πίστης του για την σημασία και τον ρόλο της τέχνης στα ανθρώπινα. Μα δεν σταματάει εδώ. Δίπλα στον Μότσαρτ τοποθετεί ένα μαύρο σκύλο. Ποιος είναι αυτός ο μαύρος σκύλος; Μήπως η συνεχής υπενθύμιση που όλοι πρέπει να έχουμε για την αίσθηση μιας φυσικής ταπεινότητας – καθότι πλάσμα κι ο άνθρωπος, θνητός σαν σκύλος. Ένας σκύλος που είναι η μοναδική εναπομείνουσα συντροφιά στον άνθρωπο δημιουργό. Γιατί στ’ αλήθεια ένας αληθινός δημιουργός, ως μόνιμη συντροφιά του έχει την αίσθηση της θνητότητάς του, την συνείδηση της φυσικής περατότητάς του. Ως εκ τούτου ο,τι δημιουργεί θα κουβαλά – θέλοντας και μη- την οσμή απο μιαν εσωτερική σπουδή θανάτου, σπουδή πάνω στα ερείπια της ανθρώπινης ύπαρξης.

Ναι, μια αληθινή τέχνη δεν μπορεί να ελιτίζει ακαδημαϊκά και να απευθύνεται σε ολίγους ή «αρίστους». Ούτε βέβαια μπορεί απο την άλλη να δημαγωγεί, να σέρνεται πίσω απο τους ανέμους της επικαιρότητας και να φωνασκεί ικανοποιώντας τις πλειοψηφικές ορέξεις μέσα απο ευκολίες και συνθήματα -της τελευταίας κατηγορίας δημιουργήματα, ειδικά τα τελευταία χρόνια της κρίσης, έχουν πολλαπλασιαστεί και ειδικά στον χώρο της ποίησης.

Ο ρόλος που έχουμε όλοι όσοι επιχειρούμε δημόσια να αναμετρηθούμε με την Σιωπή μέσω της δημιουργίας, δεν είναι ούτε αυτός του «αινιγματικού μύστη», ούτε του τελάλη ευκολοχώνευτων τσιτάτων. Θαρρώ πως είναι να περιδιαβαίνουμε ανάμεσα στην καρβουνίλα και τον χαλασμό, έχοντας πάντα τον μαύρο σκύλο δίπλα μας. Κι αν καμιά φορά απορούμε γιατί κανείς δεν ασχολείται με το έργο μας, ας κοιτάξουμε τον μαύρο σκύλο κατάματα για να συνέλθουμε, να έρθουμε δηλαδή στα ίσα μας.

Δεν είναι τυχαίο. Κάθε φορά που βασιλεύει η χούντα της σαχλαμάρας, βεβηλώνονται μνημεία του Ολοκαυτώματος, ξυπνάνε τα τέρατα της ημιμάθειας, οι ανάγκες δένουν χειροπόδαρα γούστο και κρίση, δέρνονται άνθρωποι λόγω χρώματος και σεξουαλικής προτίμησης…κάθε φορά που διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για τον ολοκληρωτικό χαλασμό…τότε είναι που ο αληθινός δημιουργός οφείλει να περπατήσει μέσα στην αποπνικτική οσμή της βίας και να δείξει με το παράδειγμά του – άθελά του- τι πάει να πει «ζωντανός άνθρωπος¨. Προτού κι ο ίδιος νεκρώσει, προτού μείνει με τις ανούσιες απορίες του. Πάντα έχοντας δίπλα τον μαύρο σκύλο.