Αγελάδα
Όταν ταξίδευα τις προάλλες με το τρένο, σηκώθηκα ξαφνικά όλο χαρά και άρχισα να χειρονομώ από ευτυχία και να προσκαλώ όλους να δουν το τοπίο και ν’ ατενίσουν την ανατολή του ήλιου που ήταν στο αποκορύφωμά της. Οι γυναίκες και τα παιδιά, και κάποιοι κύριοι που σταμάτησαν τη συζήτησή τους, με κοίταζαν έκπληκτοι και γελούσαν εις βάρος μου, αλλά όταν ξανακάθισα ήσυχος, δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι εγώ μόλις είδα ν’ απομακρύνεται αργά στο χείλος του μονοπατιού μια νεκρή –εντελώς– αγελάδα χωρίς κάποιον να τη θάψει ούτε κάποιον να επιμεληθεί τα άπαντά της ούτε κάποιον να της πει έναν αισθαντικό και δακρύβρεχτο λόγο για το πόσο καλή είχε υπάρξει και για τους πίδακες αχνιστού γάλακτος με το οποίο συνέβαλε στο γεγονός ότι η ζωή γενικά και το τρένο συγκεκριμένα θα συνέχιζαν την πορεία τους.
μετάφραση: Στάθης Ιντζές